κηλάς: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kilas | |Transliteration C=kilas | ||
|Beta Code=khla/s | |Beta Code=khla/s | ||
|Definition= | |Definition=κηλάδος, ἡ, prop.<br><span class="bld">A</span> [[mottled]] (cf. [[κηλίς]]), of clouds denoting wind, not rain, [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sign.''31, prob.in 51: hence <b class="b3">κ. ἡμέρα</b> a [[windy]] day, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], dub. in Call.''Fr.''63 P.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">κηλὰς αἴξ, ἡ</b>, a she-goat [[with a mark]] (σημεῖον τυλοειδές) [[on her forehead]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:29, 2 November 2024
English (LSJ)
κηλάδος, ἡ, prop.
A mottled (cf. κηλίς), of clouds denoting wind, not rain, Thphr. Sign.31, prob.in 51: hence κ. ἡμέρα a windy day, Hsch., dub. in Call.Fr.63 P.
II κηλὰς αἴξ, ἡ, a she-goat with a mark (σημεῖον τυλοειδές) on her forehead, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1430] άδος, ἡ, νεφέλη, 1) eine Wolke, die Wind, nicht Regen ankündigt, Windwolke, Theophr.; κηλὰς ἡμέρα, ein windiger, stürmischer Tag. – 2) αἴξ, ἥτις κατὰ τὸ μέτωπον σημεῖον ἔχει τυλοειδές, Hesych. – Bei Suid. auch vom Fuchse.
Greek (Liddell-Scott)
κηλάς: -άδος, ἡ, προμηνύουσα ἄνεμον οὐχὶ βροχήν, αἱ κηλάδες νεφέλαι θέρους ἄνεμον σημαίνουσιν Θεοφρ. Σημ. 2. 6· κηλὰς ἡμέρα, χειμερινὴ ἡμέρα, Ἡσύχ. ΙΙ. κηλὰς αἴξ, ἡ, «αἴξ ἥτις κατὰ τὸ μέτωπον σημεῖον ἔχει τυλοειδὲς» Ἡσύχ.· πρβλ. κνηκίς.
Greek Monolingual
κηλάς, -άδος, ἡ (Α)
1. (για σύννεφο, νεφέλη) αυτή που προμηνύει άνεμο, όχι βροχή (α. «αἱ κηλάδες νεφέλαι θέρους ἄνεμον σημαίνουσι», Θεόφρ.
β. «κηλάς ἡμέρα» — χειμερινή ημέρα, Ησύχ.)
2. φρ. «κηλὰς αἴξ», (κατά τον Ησύχ.) «αἴξ ἥτις κατά τὸ μέτωπον σημεῖον ἔχει τυλοειδές»
4. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἀλώπηξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το κηλίς και εμφανίζει κατάλ. -ας / -άδος (πρβλ. πληγάς, στιβάς)].
Frisk Etymological English
See also: s. κηλίς.
Frisk Etymology German
κηλάς: {kēlás}
See also: s. κηλίς.
Page 1,838