μαζίνης: Difference between revisions
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(6_14) |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mazinis | |Transliteration C=mazinis | ||
|Beta Code=mazi/nhs | |Beta Code=mazi/nhs | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[falsa lectio|f.l.]] for [[μάξεινος]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''Fragmenta'' 171.2. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαζίνης''': ὁ, [[εἶδος]] ὀνίσκου, ([[καλλαρίας]]), Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 2· καλούμενος μαζὸς παρ’ Ἐπιχ. 47 Ahr.· μαζέας ὑπὸ Ξενοκρ. ἐν τῷ «περὶ ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. τροφ.» 12, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ (ἐν σελ. 86)· [[μαζεινὸς]] ὑπὸ τοῦ Δωρίωνος παρ’ Ἀθην. 315F, πρβλ. 332Β. | |lstext='''μαζίνης''': ὁ, [[εἶδος]] ὀνίσκου, ([[καλλαρίας]]), Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 2· καλούμενος μαζὸς παρ’ Ἐπιχ. 47 Ahr.· μαζέας ὑπὸ Ξενοκρ. ἐν τῷ «περὶ ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. τροφ.» 12, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ (ἐν σελ. 86)· [[μαζεινὸς]] ὑπὸ τοῦ Δωρίωνος παρ’ Ἀθην. 315F, πρβλ. 332Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />cabillaud, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, = [[μάζινος]], Ath. VIII.332b. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:31, 2 November 2024
English (LSJ)
ὁ, f.l. for μάξεινος, Thphr. Fragmenta 171.2.
Greek (Liddell-Scott)
μαζίνης: ὁ, εἶδος ὀνίσκου, (καλλαρίας), Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 2· καλούμενος μαζὸς παρ’ Ἐπιχ. 47 Ahr.· μαζέας ὑπὸ Ξενοκρ. ἐν τῷ «περὶ ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. τροφ.» 12, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ (ἐν σελ. 86)· μαζεινὸς ὑπὸ τοῦ Δωρίωνος παρ’ Ἀθην. 315F, πρβλ. 332Β.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cabillaud, poisson.
Étymologie: DELG -.
German (Pape)
ὁ, = μάζινος, Ath. VIII.332b.