χειμερίζω: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(46)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheimerizo
|Transliteration C=cheimerizo
|Beta Code=xeimeri/zw
|Beta Code=xeimeri/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[χειμάζω]] <span class="bibl">1.2</span>, <b class="b2">pass the winter, winter</b>, περὶ Μίλητον <span class="bibl">Hdt.6.31</span>; περὶ Θεσσαλίην <span class="bibl">8.126</span>; ἐνθαῦτα <span class="bibl">7.37</span>; <b class="b3">ἐν Κύμῃ, αὐτοῦ</b>, <span class="bibl">8.130</span>; also in later Prose, <span class="bibl">D.H.15.10</span>; μετὰ τῶν λόγων <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>10.130a</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">to be stormy</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sign.</span>42</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> = [[χειμάζω]] 1.2, [[pass the winter]], [[winter]], περὶ Μίλητον [[Herodotus|Hdt.]]6.31; περὶ Θεσσαλίην 8.126; ἐνθαῦτα 7.37; <b class="b3">ἐν Κύμῃ, αὐτοῦ</b>, 8.130; also in later Prose, D.H.15.10; μετὰ τῶν λόγων Them.''Or.''10.130a.<br><span class="bld">II</span> to [[be stormy]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sign.''42.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1342.png Seite 1342]] att. -ιῶ, wie [[χειμάζω]], durchwintern, den Winter zubringen; Her. 6, 31. 7, 37. 8, 126. 130 u. sonst; Hesych. erkl. [[διαχειμάζω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1342.png Seite 1342]] att. -ιῶ, wie [[χειμάζω]], durchwintern, den Winter zubringen; Her. 6, 31. 7, 37. 8, 126. 130 u. sonst; Hesych. erkl. [[διαχειμάζω]].
}}
{{bailly
|btext=[[hiverner]].<br />'''Étymologie:''' [[χειμέριος]].
}}
{{elru
|elrutext='''χειμερίζω:''' [[проводить зиму]], [[зимовать]] (ἐν Θεσσαλίῃ, περὶ Μίλητον Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χειμερίζω''': [[χειμάζω]] Ι. 2, [[διέρχομαι]] τὸν χειμῶνα, [[διαχειμάζω]], χειμερίσας περὶ Μίλητον Ἡρόδ. 6. 31· χειμερίσας τε ἄμεινον [[εἶναι]] ἐν Θεσσαλίῃ 8. 113· [[ἐνθαῦτα]] χ. 7. 37· αἱ δὲ τῶν [[νηῶν]] καὶ ἐχειμέρισαν [[αὐτοῦ]] 8, 130· οὐχὶ παρ’ Ἀττ. ΙΙ. χειμωνιάζω, ἐὰν [[λύχνος]] [[ὥσπερ]] κέγχροις πολλοῖς [[κατάπλεως]] ᾖ, χειμερίσει, θὰ χειμωνιάσῃ, θὰ γίνῃ [[τρικυμία]], Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 3. 5.
|lstext='''χειμερίζω''': [[χειμάζω]] Ι. 2, [[διέρχομαι]] τὸν χειμῶνα, [[διαχειμάζω]], χειμερίσας περὶ Μίλητον Ἡρόδ. 6. 31· χειμερίσας τε ἄμεινον [[εἶναι]] ἐν Θεσσαλίῃ 8. 113· [[ἐνθαῦτα]] χ. 7. 37· αἱ δὲ τῶν [[νηῶν]] καὶ ἐχειμέρισαν [[αὐτοῦ]] 8, 130· οὐχὶ παρ’ Ἀττ. ΙΙ. χειμωνιάζω, ἐὰν [[λύχνος]] [[ὥσπερ]] κέγχροις πολλοῖς [[κατάπλεως]] ᾖ, χειμερίσει, θὰ χειμωνιάσῃ, θὰ γίνῃ [[τρικυμία]], Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 3. 5.
}}
{{bailly
|btext=hiverner.<br />'''Étymologie:''' [[χειμέριος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[περνώ]] τον χειμώνα σε έναν [[τόπο]], [[ξεχειμωνιάζω]]<br /><b>2.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>χειμερίζει</i><br />έρχεται ο [[χειμώνας]], χειμωνιάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χεῖμα]] /[[χειμών]] (για τη [[μορφή]] του θ. <b>βλ. λ.</b> [[χειμώνας]])].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[περνώ]] τον χειμώνα σε έναν [[τόπο]], [[ξεχειμωνιάζω]]<br /><b>2.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>χειμερίζει</i><br />έρχεται ο [[χειμώνας]], χειμωνιάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χεῖμα]] /[[χειμών]] (για τη [[μορφή]] του θ. <b>βλ. λ.</b> [[χειμώνας]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χειμερίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, = [[χειμάζω]] I, σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χειμερίζω]], fut. -σω = [[χειμάζω]] 1, Hdt.]
}}
}}

Latest revision as of 07:38, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμερίζω Medium diacritics: χειμερίζω Low diacritics: χειμερίζω Capitals: ΧΕΙΜΕΡΙΖΩ
Transliteration A: cheimerízō Transliteration B: cheimerizō Transliteration C: cheimerizo Beta Code: xeimeri/zw

English (LSJ)

A = χειμάζω 1.2, pass the winter, winter, περὶ Μίλητον Hdt.6.31; περὶ Θεσσαλίην 8.126; ἐνθαῦτα 7.37; ἐν Κύμῃ, αὐτοῦ, 8.130; also in later Prose, D.H.15.10; μετὰ τῶν λόγων Them.Or.10.130a.
II to be stormy, Thphr. Sign.42.

German (Pape)

[Seite 1342] att. -ιῶ, wie χειμάζω, durchwintern, den Winter zubringen; Her. 6, 31. 7, 37. 8, 126. 130 u. sonst; Hesych. erkl. διαχειμάζω.

French (Bailly abrégé)

hiverner.
Étymologie: χειμέριος.

Russian (Dvoretsky)

χειμερίζω: проводить зиму, зимовать (ἐν Θεσσαλίῃ, περὶ Μίλητον Her.).

Greek (Liddell-Scott)

χειμερίζω: χειμάζω Ι. 2, διέρχομαι τὸν χειμῶνα, διαχειμάζω, χειμερίσας περὶ Μίλητον Ἡρόδ. 6. 31· χειμερίσας τε ἄμεινον εἶναι ἐν Θεσσαλίῃ 8. 113· ἐνθαῦτα χ. 7. 37· αἱ δὲ τῶν νηῶν καὶ ἐχειμέρισαν αὐτοῦ 8, 130· οὐχὶ παρ’ Ἀττ. ΙΙ. χειμωνιάζω, ἐὰν λύχνος ὥσπερ κέγχροις πολλοῖς κατάπλεως ᾖ, χειμερίσει, θὰ χειμωνιάσῃ, θὰ γίνῃ τρικυμία, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 3. 5.

Greek Monolingual

Α
1. περνώ τον χειμώνα σε έναν τόπο, ξεχειμωνιάζω
2. (ως τριτοπρόσ.) χειμερίζει
έρχεται ο χειμώνας, χειμωνιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα /χειμών (για τη μορφή του θ. βλ. λ. χειμώνας)].

Greek Monotonic

χειμερίζω: μέλ. -σω, = χειμάζω I, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

χειμερίζω, fut. -σω = χειμάζω 1, Hdt.]