ἀστόχαστος: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=astochastos | |Transliteration C=astochastos | ||
|Beta Code=a)sto/xastos | |Beta Code=a)sto/xastos | ||
|Definition= | |Definition=ἀστόχαστον,<br><span class="bld">A</span> [[not aimed]], D.H.14.10; [[not aimed at]], [[not considered]], πλήθους καὶ ποιότητος ἀστοχάστων Phld.''D.''3''Fr.''89.<br><span class="bld">2</span> [[hard to guess at]], [[Theophrastus|Thphr.]] ap. Stob.4.11.16.<br><span class="bld">3</span> Act., [[missing the mark]], Phld.''Rh.''1.191S. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no estimado o calculado]] ἀ. πληγή D.H.14.10, καὶ πλήθους καὶ ποιότητ[ος] ἀ[σ] τοχάστων Phld.<i>D</i>.3.fr.89.12.<br /><b class="num">2</b> [[no conjeturable]] χαλεπὸν καταμαντεύεσθαι περὶ τῶν | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no estimado o calculado]] ἀ. πληγή D.H.14.10, καὶ πλήθους καὶ ποιότητ[ος] ἀ[σ] τοχάστων Phld.<i>D</i>.3.fr.89.12.<br /><b class="num">2</b> [[no conjeturable]] χαλεπὸν καταμαντεύεσθαι περὶ τῶν νέων· [[ἀστόχαστος]] γὰρ ἡ ἡλικία καὶ πολλὰς ἔχουσα μεταβολάς Thphr. en Stob.4.11.16.<br /><b class="num">3</b> [[que no da con el blanco]], [[que no acierta]] καὶ τούτους ἐν τοῖς πρακτοῖς καὶ τοῖς γεγραμμένοις ἀστοχάστους θεωροῦμεν Phld.<i>Rh</i>.1.191.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀστοχάστως]] = [[sin objeto]], [[sin finalidad]], <i>A.Andr.Fr</i>.14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:40, 2 November 2024
English (LSJ)
ἀστόχαστον,
A not aimed, D.H.14.10; not aimed at, not considered, πλήθους καὶ ποιότητος ἀστοχάστων Phld.D.3Fr.89.
2 hard to guess at, Thphr. ap. Stob.4.11.16.
3 Act., missing the mark, Phld.Rh.1.191S.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no estimado o calculado ἀ. πληγή D.H.14.10, καὶ πλήθους καὶ ποιότητ[ος] ἀ[σ] τοχάστων Phld.D.3.fr.89.12.
2 no conjeturable χαλεπὸν καταμαντεύεσθαι περὶ τῶν νέων· ἀστόχαστος γὰρ ἡ ἡλικία καὶ πολλὰς ἔχουσα μεταβολάς Thphr. en Stob.4.11.16.
3 que no da con el blanco, que no acierta καὶ τούτους ἐν τοῖς πρακτοῖς καὶ τοῖς γεγραμμένοις ἀστοχάστους θεωροῦμεν Phld.Rh.1.191.
II adv. ἀστοχάστως = sin objeto, sin finalidad, A.Andr.Fr.14.
German (Pape)
[Seite 376] nicht gezielt, Dion. Hal. Epit. 14, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστόχαστος: -ον, μὴ σκοπευόμενος, ἀσκόπευτος, ἢ κατ’ ἄλλους, ἀπρόοπτος, ἀπροσδόκητος, τότε δ’ ἐκ τῶν πλαγίων ἀστοχάστους πληγὰς ἐπέφερον Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 14. 17. 2) περὶ οὖ χαλεπὸν εἶναι νὰ εἰκάσῃ τις, ἐπὶ τῆς ἡλικίας τῶν νέων, ἀστόχαστος γὰρ ἡ ἡλικία καὶ πολλὰς ἔχουσα μεταβολὰς Θεόφραστ. παρὰ Στοβ. 358. 18· προσέτι = ἄστοχος Φιλόδημ. περὶ Ρητορ. σ. 20. 21.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀστόχαστος, -ον)
νεοελλ.
1. απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος
2. απρόσεχτος, αδέξιος
3. αμέριμνος, ξένοιαστος
αρχ.
1. αυτός που δεν είναι σκόπιμος
2. ο απρόβλεπτος
3. όποιος δεν πετυχαίνει τον στόχο.