ὀρειφοίτης: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(9)
 
mNo edit summary
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oreifoitis
|Transliteration C=oreifoitis
|Beta Code=o)reifoi/ths
|Beta Code=o)reifoi/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mountain-roaming</b>, <span class="bibl">Phanocl.3</span> :—so ὀρείφοιτοι <b class="b3">ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία</b>, <span class="bibl">Babr.91.2</span>,<span class="bibl">95.25</span> ; ὀρείφοιτοι Βάκχαι <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>30</span>.</span>
|Definition=ὀρειφοίτου, ὁ, [[mountain-roaming]], Phanocl.3:—so ὀρείφοιτοι <b class="b3">ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία</b>, Babr.91.2,95.25; ὀρείφοιτοι Βάκχαι Corn.''ND''30.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0372.png Seite 372]] ὁ, = [[Gebirge durchschweifend]], Phanocl. bei Plut. Symp. 4, 5.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[qui parcourt les montagnes]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[φοιτάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρειφοίτης:''' [[странствующий по горам]] (эпитет Вакха) Plut.
}}
{{ls
|lstext='''ὀρειφοίτης''': -ου, ὁ, ὁ εἰς τὰ ὄρη φοιτῶν, ὁ περιτρέχων τὰ ὄρη, [[ὀρειβάτης]], Φανοκλ. 3· - [[οὕτως]], ὀρείφοιτοι ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία Βάτρ. 91. 2., 95. 25: - [[Κατὰ]] τὸν Μέγαν Ἐτυμολ. (461, 21) τὸ [[ὄρος]] «ἀποβάλλει τὸ ς καὶ τρέπει τὸ ο εἰς ε καὶ προσλαμβάνει τὸ [[ἰῶτα]]: [[ὄρος]], [[ὀροφοίτης]], ὀρεφοίτης, καὶ [[ὀρειφοίτης]]».
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρειφοίτης]] και ὀροιφοίτης, ὁ (Α)<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ ἐν ὄρει φοιτῶν», αυτός που συχνάζει στα όρη, που περιτρέχει τα όρη («[[ὀρειφοίτης]] [[Διόνυσος]]», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- / <i>ὀροι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -[[φοίτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i> «[[συχνάζω]]»), [[πρβλ]]. [[ουρανοφοίτης]].
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρειφοίτης Medium diacritics: ὀρειφοίτης Low diacritics: ορειφοίτης Capitals: ΟΡΕΙΦΟΙΤΗΣ
Transliteration A: oreiphoítēs Transliteration B: oreiphoitēs Transliteration C: oreifoitis Beta Code: o)reifoi/ths

English (LSJ)

ὀρειφοίτου, ὁ, mountain-roaming, Phanocl.3:—so ὀρείφοιτοι ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία, Babr.91.2,95.25; ὀρείφοιτοι Βάκχαι Corn.ND30.

German (Pape)

[Seite 372] ὁ, = Gebirge durchschweifend, Phanocl. bei Plut. Symp. 4, 5.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui parcourt les montagnes.
Étymologie: ὄρος, φοιτάω.

Russian (Dvoretsky)

ὀρειφοίτης: странствующий по горам (эпитет Вакха) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειφοίτης: -ου, ὁ, ὁ εἰς τὰ ὄρη φοιτῶν, ὁ περιτρέχων τὰ ὄρη, ὀρειβάτης, Φανοκλ. 3· - οὕτως, ὀρείφοιτοι ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία Βάτρ. 91. 2., 95. 25: - Κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμολ. (461, 21) τὸ ὄρος «ἀποβάλλει τὸ ς καὶ τρέπει τὸ ο εἰς ε καὶ προσλαμβάνει τὸ ἰῶτα: ὄρος, ὀροφοίτης, ὀρεφοίτης, καὶ ὀρειφοίτης».

Greek Monolingual

ὀρειφοίτης και ὀροιφοίτης, ὁ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐν ὄρει φοιτῶν», αυτός που συχνάζει στα όρη, που περιτρέχει τα όρη («ὀρειφοίτης Διόνυσος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀροι- (βλ. λ. όρος [II]) + -φοίτης (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. ουρανοφοίτης.