λῆδος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
(5)
mNo edit summary
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lidos
|Transliteration C=lidos
|Beta Code=lh=dos
|Beta Code=lh=dos
|Definition=Dor. λᾶδος, εος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a cheap common dress</b>, esp. <b class="b2">a light summer dress</b>, <span class="bibl">Alcm.97</span> (so Did.; λᾶιδος Hsch.): more freq. in Dim. forms, <b class="b3">λήδιον</b> or <b class="b3">ληδίον, τό</b>, and <b class="b3">ληδάριον</b> (qq.v.).</span>
|Definition=Dor. [[λᾶδος]], -εος, τό, a [[cheap]] [[common]] [[dress]], esp. a [[light]] [[summer]] [[dress]], Alcm.97 (so Did.; [[λᾶιδος]] [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]): more freq. in Dim. forms, [[λήδιον]] or [[ληδίον]], τό, and [[ληδάριον]] ([[quod vide|qq.v.]]).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῆδος:''' Δωρ. λᾶδος, -εος, τό, φτηνό ή ελαφρύ καλοκαιρινό [[ένδυμα]], σε Αλκμάν.
|lsmtext='''λῆδος:''' Δωρ. λᾶδος, -εος, τό, φτηνό ή ελαφρύ καλοκαιρινό [[ένδυμα]], σε Αλκμάν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λῆδος]], δοριξ λᾷδος, εος,<br />a [[light]] [[summer]] [[dress]], [[Alcman]].
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> ὁ, = τό [[λῆδον]].<br /><b class="num">2</b> τό, = τό [[λῇδος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:40, 4 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῆδος Medium diacritics: λῆδος Low diacritics: λήδος Capitals: ΛΗΔΟΣ
Transliteration A: lē̂dos Transliteration B: lēdos Transliteration C: lidos Beta Code: lh=dos

English (LSJ)

Dor. λᾶδος, -εος, τό, a cheap common dress, esp. a light summer dress, Alcm.97 (so Did.; λᾶιδος Hsch.): more freq. in Dim. forms, λήδιον or ληδίον, τό, and ληδάριον (qq.v.).

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
ledum, c. λῆδον.
2ους (τό) :
vêtement léger ; vêtement pauvre ou usé.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

λῆδος, δωρ. τ. λᾱδος, τὸ (Α)
1. είδος ευτελούς ελαφρού ιματίου, θερινού ενδύματος
2. φθαρμένο τριβώνιο, χλαμύδα, πανωφόρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. έχει συνδεθεί με τον τ. λῆνος «μαλλί, έριον». Η σύνδεση ταιριάζει με τη σημ. της λέξης όχι όμως με τη φωνητική της υπόσταση].

Greek Monotonic

λῆδος: Δωρ. λᾶδος, -εος, τό, φτηνό ή ελαφρύ καλοκαιρινό ένδυμα, σε Αλκμάν.

Middle Liddell

λῆδος, δοριξ λᾷδος, εος,
a light summer dress, Alcman.

German (Pape)

1 ὁ, = τό λῆδον.
2 τό, = τό λῇδος.