λῆδος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(1ba)
mNo edit summary
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lidos
|Transliteration C=lidos
|Beta Code=lh=dos
|Beta Code=lh=dos
|Definition=Dor. λᾶδος, εος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a cheap common dress</b>, esp. <b class="b2">a light summer dress</b>, <span class="bibl">Alcm.97</span> (so Did.; λᾶιδος Hsch.): more freq. in Dim. forms, <b class="b3">λήδιον</b> or <b class="b3">ληδίον, τό</b>, and <b class="b3">ληδάριον</b> (qq.v.).</span>
|Definition=Dor. [[λᾶδος]], -εος, τό, a [[cheap]] [[common]] [[dress]], esp. a [[light]] [[summer]] [[dress]], Alcm.97 (so Did.; [[λᾶιδος]] [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]): more freq. in Dim. forms, [[λήδιον]] or [[ληδίον]], τό, and [[ληδάριον]] ([[quod vide|qq.v.]]).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=![[λῆδος]], δοριξ λᾷδος, εος,<br />a [[light]] [[summer]] [[dress]], [[Alcman]].
|mdlsjtxt=[[λῆδος]], δοριξ λᾷδος, εος,<br />a [[light]] [[summer]] [[dress]], [[Alcman]].
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> ὁ, = τό [[λῆδον]].<br /><b class="num">2</b> τό, = τό [[λῇδος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:40, 4 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῆδος Medium diacritics: λῆδος Low diacritics: λήδος Capitals: ΛΗΔΟΣ
Transliteration A: lē̂dos Transliteration B: lēdos Transliteration C: lidos Beta Code: lh=dos

English (LSJ)

Dor. λᾶδος, -εος, τό, a cheap common dress, esp. a light summer dress, Alcm.97 (so Did.; λᾶιδος Hsch.): more freq. in Dim. forms, λήδιον or ληδίον, τό, and ληδάριον (qq.v.).

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
ledum, c. λῆδον.
2ους (τό) :
vêtement léger ; vêtement pauvre ou usé.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

λῆδος, δωρ. τ. λᾱδος, τὸ (Α)
1. είδος ευτελούς ελαφρού ιματίου, θερινού ενδύματος
2. φθαρμένο τριβώνιο, χλαμύδα, πανωφόρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. έχει συνδεθεί με τον τ. λῆνος «μαλλί, έριον». Η σύνδεση ταιριάζει με τη σημ. της λέξης όχι όμως με τη φωνητική της υπόσταση].

Greek Monotonic

λῆδος: Δωρ. λᾶδος, -εος, τό, φτηνό ή ελαφρύ καλοκαιρινό ένδυμα, σε Αλκμάν.

Middle Liddell

λῆδος, δοριξ λᾷδος, εος,
a light summer dress, Alcman.

German (Pape)

1 ὁ, = τό λῆδον.
2 τό, = τό λῇδος.