παραβλώσκω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "τινι" to "τινι")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. pf. poét. 3ᵉ sg.</i> παρμέμβλωκε <i>ou</i> [[παρμέμβλωκεν]];<br />[[venir au secours de]], [[τινι]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[βλώσκω]].
|btext=<i>seul. pf. poét. 3ᵉ sg.</i> παρμέμβλωκε <i>ou</i> [[παρμέμβλωκεν]];<br />[[venir au secours de]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[βλώσκω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Latest revision as of 17:00, 5 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραβλώσκω Medium diacritics: παραβλώσκω Low diacritics: παραβλώσκω Capitals: ΠΑΡΑΒΛΩΣΚΩ
Transliteration A: parablṓskō Transliteration B: parablōskō Transliteration C: paravlosko Beta Code: parablw/skw

English (LSJ)

poet. pf. παρμέμβλωκα, go beside, esp. for the purpose of protecting, τῷ δ' αὖτε φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη αἰεὶ παρμέμβλωκε Il.4.11; ἦ γάρ οἱ αἰεὶ μήτηρ παρμέμβλωκεν 24.73.

German (Pape)

[Seite 472] (s. βλώσκω), neben Einem gehen, bes. um ihn zu schützen, Hom. nur παρμέμβλωκε, Il. 4, 11. 24, 73.

French (Bailly abrégé)

seul. pf. poét. 3ᵉ sg. παρμέμβλωκε ou παρμέμβλωκεν;
venir au secours de, τινι.
Étymologie: παρά, βλώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-βλώσκω, alleen ep. perf. 3 sing. παρμέμβλωκε, terzijde staan, helpen.

Russian (Dvoretsky)

παραβλώσκω: только эп. 3 л. sing. pf. παρμέμβλωκε(ν) приходить на выручку (τινί Hom.).

English (Autenrieth)

perf. παρμέμβλωκε: go (with help) to the side of, Il. 4.11 and Il. 24.73.

Greek Monolingual

Α
βαδίζω κοντά σε κάποιον, συνοδεύω κάποιον προκειμένου να τον βοηθήσω ή να τον υπερασπίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + βλώσκω «έρχομαι»].

Greek Monotonic

παραβλώσκω: Επικ. παρακ. παρ-μέμβλωκα, συνοδεύω κάποιον με σκοπό να τον προστατέψω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

παραβλώσκω: ποιητικ. πρκμ. παρμέμβλωκα, συνοδεύω τινά, βαδίζω πλησίον αὐτοῦ, μάλιστα ὅπως ὑπερασπίσω αὐτόν, παραστατῶ, τῷ δ’ αὖτε φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη αἰεὶ παρμέμβλωκε Ἰλ. Δ. 11· ἡ γάρ οἱ αἰεὶ μήτηρ παρμέμβλωκεν Ω. 73.

Middle Liddell

epic perf. παρ-μέμβλωκα
to go beside, for the purpose of protecting, c. dat., Il.