ἐπιποτάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(CSV import)
 
m (Text replacement - "τινι" to "τινι")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epipotaomai
|Transliteration C=epipotaomai
|Beta Code=e)pipota/omai
|Beta Code=e)pipota/omai
|Definition=lengthd. for <b class="b3">ἐπιπέτομαι</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fly</b> or <b class="b2">hover over</b>, <b class="b3">τοῖον ἐπὶ</b> κνέφας ἀνδρὶ μύσος πεπόταται <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>378</span>; Στυγία τις ἐπ' ἀχλὺς πεπόταται <span class="bibl">Id.<span class="title">Pers.</span>668</span>; γῆν καὶ θάλατταν <span class="bibl">Ph.2.200</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. <b class="b2">float upon</b>, ἀέρι Dsc.5.75; τῷ ὑγρῷ <span class="bibl">Porph.<span class="title">Antr.</span>10</span>.</span>
|Definition=lengthened for [[ἐπιπέτομαι]],<br><span class="bld">A</span> [[fly]] or [[hover over]], <b class="b3">τοῖον ἐπὶ</b> κνέφας ἀνδρὶ μύσος πεπόταται A.''Eu.''378; Στυγία τις ἐπ' ἀχλὺς πεπόταται Id.''Pers.''668; γῆν καὶ θάλατταν Ph.2.200.<br><span class="bld">II</span>. [[float upon]], ἀέρι Dsc.5.75; τῷ ὑγρῷ Porph.''Antr.''10.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0972.png Seite 972]] hierher zieht man στυγία γάρ τις ἐπ' ἀχλὺς πεπόταται, ist darüber ausgebreitet, Aesch. Pers. 656, vgl. Eum. 356. – Sp. = [[ἐπιπέτομαι]], darüber hinfliegen, wie Diosc.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />[[voler sur]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ποτάομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιποτάομαι:''' (pf. ἐπιπεπότημαι - дор. ἐπιπεπότᾱμαι) летать, носиться (над чем-л.): στυγία τις ἐπ᾽ ἀχλὺς πεποτάται Aesch. какая-то стигийская тьма нависла.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπιποτάομαι''': πρκμ. ἐπιπεπότημαι: Ἀποθ.: ― ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[ἐπιπέτομαι]], [[ἐφίπταμαι]], [[ἵπταμαι]] [[ὑπεράνω]] τινός, τοῖον ἐπὶ [[κνέφας]] ἀνδρί... πεπόταται Αἰσχύλ. Εὐμ. 379· στυγία τις ἐπ’ ἀχλὺς πεπόταται Πέρσ. 669· γῆν καὶ θάλασσαν ἐπιποτώμενοι Φίλων 2. 200. ΙΙ. [[ἐπιπλέω]], [[ἐπιπολάζω]], ἔτι δὲ κουφοτάτη ὡς δύνασθαι ἐπιποτᾶσθαι τῷ ἀέρι Διοσκ. 5. 85· τῷ ὑγρῷ Πορφύρ. π. Νυμφῶν Ἄντρου 10.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιποτάομαι:''' παρακ. -[[πεπότημαι]], αποθ., επιτετ. αντί [[ἐπιπέτομαι]], [[πετώ]] ή [[ίπταμαι]], [[αιωρούμαι]] πάνω από, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=perf. -[[πεπότημαι]] [lengthd. for [[ἐπιπέτομαι]]<br />Dep., to fly or [[hover]] [[over]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 17:00, 5 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιποτάομαι Medium diacritics: ἐπιποτάομαι Low diacritics: επιποτάομαι Capitals: ΕΠΙΠΟΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: epipotáomai Transliteration B: epipotaomai Transliteration C: epipotaomai Beta Code: e)pipota/omai

English (LSJ)

lengthened for ἐπιπέτομαι,
A fly or hover over, τοῖον ἐπὶ κνέφας ἀνδρὶ μύσος πεπόταται A.Eu.378; Στυγία τις ἐπ' ἀχλὺς πεπόταται Id.Pers.668; γῆν καὶ θάλατταν Ph.2.200.
II. float upon, ἀέρι Dsc.5.75; τῷ ὑγρῷ Porph.Antr.10.

German (Pape)

[Seite 972] hierher zieht man στυγία γάρ τις ἐπ' ἀχλὺς πεπόταται, ist darüber ausgebreitet, Aesch. Pers. 656, vgl. Eum. 356. – Sp. = ἐπιπέτομαι, darüber hinfliegen, wie Diosc.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
voler sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, ποτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιποτάομαι: (pf. ἐπιπεπότημαι - дор. ἐπιπεπότᾱμαι) летать, носиться (над чем-л.): στυγία τις ἐπ᾽ ἀχλὺς πεποτάται Aesch. какая-то стигийская тьма нависла.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιποτάομαι: πρκμ. ἐπιπεπότημαι: Ἀποθ.: ― ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἐπιπέτομαι, ἐφίπταμαι, ἵπταμαι ὑπεράνω τινός, τοῖον ἐπὶ κνέφας ἀνδρί... πεπόταται Αἰσχύλ. Εὐμ. 379· στυγία τις ἐπ’ ἀχλὺς πεπόταται Πέρσ. 669· γῆν καὶ θάλασσαν ἐπιποτώμενοι Φίλων 2. 200. ΙΙ. ἐπιπλέω, ἐπιπολάζω, ἔτι δὲ κουφοτάτη ὡς δύνασθαι ἐπιποτᾶσθαι τῷ ἀέρι Διοσκ. 5. 85· τῷ ὑγρῷ Πορφύρ. π. Νυμφῶν Ἄντρου 10.

Greek Monotonic

ἐπιποτάομαι: παρακ. -πεπότημαι, αποθ., επιτετ. αντί ἐπιπέτομαι, πετώ ή ίπταμαι, αιωρούμαι πάνω από, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

perf. -πεπότημαι [lengthd. for ἐπιπέτομαι
Dep., to fly or hover over, Aesch.