θερινός: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(21) |
|||
(28 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=therinos | |Transliteration C=therinos | ||
|Beta Code=qerino/s | |Beta Code=qerino/s | ||
|Definition= | |Definition=θερινή, θερινόν, = [[θέρειος]] ([[of summer]]), Pi.''P.''3.50: the usually form in Prose, ἀνατολή Hp.Aër.4, cf. ''Aph.''2.25, Plb.3.37.4; <b class="b3">θ. δύσεις, ἀνατολαί</b>, Cleom. 1.9; <b class="b3">θ. ζῴδια</b> ib.6; μεσημβρία [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''6.26; ἥλιος [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''915d; [[θεριναὶ τροπαί]] or [[θερινὴ τροπή]], the [[summer solstice]], ib.767c, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''364b2; τροπέων τῶν θερινέων [[Herodotus|Hdt.]]2.19; [[θερινὸς κύκλος]], [[Tropic of Cancer]], Ph.1.27; [[θερινὸς τροπικός]] (''[[sc.]]'' [[κύκλος]]) Euc.''Phaen.''p.34 M., Cleom.1.7, Gem.5.39, al.; <b class="b3">θερινὸν ὑπηχεῖν</b> to [[echo]] [[summer-like]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''230c; [[θερινά]] the [[summer-haunts]] of the sun, Id.''Lg.''683c; <b class="b3">ὄμβροι θ.</b> [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''601b24; θ. ἄνεσις καὶ ἀπόλαυσις [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.84; <b class="b3">θ. ὥρα</b> Oenopid.ib.1.41; [[for summer use]], ἱμάτιον ''PCair.Zen.''148 (iii B.C.); [[νομαί]], opp. [[χειμεριναί]], ''PLond.''3.842.12 (ii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1201.png Seite 1201]] = [[θέρειος]]; πῦρ Pind. P. 3, 50; [[ῥόδον]] Anacr. 53, 2; der gewöhnliche Ausdruck der Prosa, ὥρα Plat. Epin. 987 a, ἐν ᾡ τρέπεται θερινὸς [[ἥλιος]] εἰς τὰ χειμερινά Legg. XI, 915 d, θερινόν τε καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῖ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ Phaedr. 230 c, [[μεσημβρία]] Xen. Cyn. 6, 26; Folgde; [[ἀνατολή]], [[δυσμή]], wo die Sonne im Sommer auf- und untergeht, Arist. Meteorl. 2, 6; Pol. 3, 37, 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1201.png Seite 1201]] = [[θέρειος]]; πῦρ Pind. P. 3, 50; [[ῥόδον]] Anacr. 53, 2; der gewöhnliche Ausdruck der Prosa, ὥρα Plat. Epin. 987 a, ἐν ᾡ τρέπεται θερινὸς [[ἥλιος]] εἰς τὰ χειμερινά Legg. XI, 915 d, θερινόν τε καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῖ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ Phaedr. 230 c, [[μεσημβρία]] Xen. Cyn. 6, 26; Folgde; [[ἀνατολή]], [[δυσμή]], wo die Sonne im Sommer auf- und untergeht, Arist. Meteorl. 2, 6; Pol. 3, 37, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />d'été ; ὁ θερινὸς [[τροπικός]] ([[κύκλος]]) le tropique du Cancer.<br />'''Étymologie:''' [[θέρος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θερῐνός:''' [[летний]] ([[ἥλιος]] Plat.; ὄμβροι Arst.; [[μεσημβρία]] Xen.): θεριναὶ τροπαί Plat., Arst., Plut. летнее солнцестояние; αἱ θεριναὶ ἀνατολαί Arst., Polyb. место летнего восхода солнца; [[ζώνη]] θερινή Plut. жаркий пояс. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θερινός''': -ή, -όν, «καλοκαιρινός», ὁ [[συνήθης]] πεζὸς [[τύπος]], θερ. ἀνατολαὶ Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, πρβλ. Ἀφορ. 1245· [[μεσημβρία]] Ξεν. Κυν. 6. 26· [[ἥλιος]] Πλάτ. Νόμ. 915D· θεριναὶ τροπαὶ [[αὐτόθι]] 767C· θερινὸν ὑπηχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 230C· τὰ θερινά, = τὸ [[θέρος]], ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 683C· ὄμβροι θερινοὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 4, κτλ. | |lstext='''θερινός''': -ή, -όν, «καλοκαιρινός», ὁ [[συνήθης]] πεζὸς [[τύπος]], θερ. ἀνατολαὶ Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, πρβλ. Ἀφορ. 1245· [[μεσημβρία]] Ξεν. Κυν. 6. 26· [[ἥλιος]] Πλάτ. Νόμ. 915D· θεριναὶ τροπαὶ [[αὐτόθι]] 767C· θερινὸν ὑπηχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 230C· τὰ θερινά, = τὸ [[θέρος]], ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 683C· ὄμβροι θερινοὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 4, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{Slater | ||
| | |sltr=<b>θερῐνός</b> of [[summer]] θερινῷ πυρὶ περθόμενοι [[δέμας]] ἢ χειμῶνι (P. 3.50) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θερινός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[θέρος]] («θερινές διακοπές», «θερινό [[ηλιοστάσιο]]»)<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για την περίοδο του θέρους (α. «θερινή [[διαμονή]]» <br />β) «θερινά ενδύματα»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «θερινή ώρα» — η [[τοποθέτηση]] τών δεικτών του ρολογιού [[κατά]] μία ώρα [[μπροστά]] από την κανονική σε πολλές χώρες του κόσμου και ειδικότερα του Βόρειου Ημισφαιρίου από τα [[τέλη]] Μαρτίου ώς τα [[τέλη]] Σεπτεμβρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέρος]], αναλογικά [[προς]] το [[χειμερινός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{lsm | ||
| | |lsmtext='''θερῐνός:''' -ή, -όν, = [[θέρειος]], σε Πίνδ., Ξεν., κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=θερῐνός, ή, όν = [[θέρειος]], Pind., Xen., etc.] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:53, 7 November 2024
English (LSJ)
θερινή, θερινόν, = θέρειος (of summer), Pi.P.3.50: the usually form in Prose, ἀνατολή Hp.Aër.4, cf. Aph.2.25, Plb.3.37.4; θ. δύσεις, ἀνατολαί, Cleom. 1.9; θ. ζῴδια ib.6; μεσημβρία X.Cyn.6.26; ἥλιος Pl.Lg.915d; θεριναὶ τροπαί or θερινὴ τροπή, the summer solstice, ib.767c, Arist.Mete.364b2; τροπέων τῶν θερινέων Hdt.2.19; θερινὸς κύκλος, Tropic of Cancer, Ph.1.27; θερινὸς τροπικός (sc. κύκλος) Euc.Phaen.p.34 M., Cleom.1.7, Gem.5.39, al.; θερινὸν ὑπηχεῖν to echo summer-like, Pl.Phdr.230c; θερινά the summer-haunts of the sun, Id.Lg.683c; ὄμβροι θ. Arist.HA601b24; θ. ἄνεσις καὶ ἀπόλαυσις D.S.4.84; θ. ὥρα Oenopid.ib.1.41; for summer use, ἱμάτιον PCair.Zen.148 (iii B.C.); νομαί, opp. χειμεριναί, PLond.3.842.12 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1201] = θέρειος; πῦρ Pind. P. 3, 50; ῥόδον Anacr. 53, 2; der gewöhnliche Ausdruck der Prosa, ὥρα Plat. Epin. 987 a, ἐν ᾡ τρέπεται θερινὸς ἥλιος εἰς τὰ χειμερινά Legg. XI, 915 d, θερινόν τε καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῖ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ Phaedr. 230 c, μεσημβρία Xen. Cyn. 6, 26; Folgde; ἀνατολή, δυσμή, wo die Sonne im Sommer auf- und untergeht, Arist. Meteorl. 2, 6; Pol. 3, 37, 4.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d'été ; ὁ θερινὸς τροπικός (κύκλος) le tropique du Cancer.
Étymologie: θέρος.
Russian (Dvoretsky)
θερῐνός: летний (ἥλιος Plat.; ὄμβροι Arst.; μεσημβρία Xen.): θεριναὶ τροπαί Plat., Arst., Plut. летнее солнцестояние; αἱ θεριναὶ ἀνατολαί Arst., Polyb. место летнего восхода солнца; ζώνη θερινή Plut. жаркий пояс.
Greek (Liddell-Scott)
θερινός: -ή, -όν, «καλοκαιρινός», ὁ συνήθης πεζὸς τύπος, θερ. ἀνατολαὶ Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, πρβλ. Ἀφορ. 1245· μεσημβρία Ξεν. Κυν. 6. 26· ἥλιος Πλάτ. Νόμ. 915D· θεριναὶ τροπαὶ αὐτόθι 767C· θερινὸν ὑπηχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 230C· τὰ θερινά, = τὸ θέρος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 683C· ὄμβροι θερινοὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 4, κτλ.
English (Slater)
θερῐνός of summer θερινῷ πυρὶ περθόμενοι δέμας ἢ χειμῶνι (P. 3.50)
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ θερινός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος («θερινές διακοπές», «θερινό ηλιοστάσιο»)
2. ο κατάλληλος για την περίοδο του θέρους (α. «θερινή διαμονή»
β) «θερινά ενδύματα»)
3. φρ. «θερινή ώρα» — η τοποθέτηση τών δεικτών του ρολογιού κατά μία ώρα μπροστά από την κανονική σε πολλές χώρες του κόσμου και ειδικότερα του Βόρειου Ημισφαιρίου από τα τέλη Μαρτίου ώς τα τέλη Σεπτεμβρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, αναλογικά προς το χειμερινός.
Greek Monotonic
θερῐνός: -ή, -όν, = θέρειος, σε Πίνδ., Ξεν., κ.λπ.
Middle Liddell
θερῐνός, ή, όν = θέρειος, Pind., Xen., etc.]