δύσοσμος: Difference between revisions
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysosmos | |Transliteration C=dysosmos | ||
|Beta Code=du/sosmos | |Beta Code=du/sosmos | ||
|Definition=Ion. [[δύσοδμος]], ον, ([[ὀσμή]])<br><span class="bld">A</span> [[ill-smelling]], ἐν δυσοδμοτάτῳ [τόπῳ] γινόμενον εὐωδέστατόν ἐστι [[Herodotus|Hdt.]] 3.112; ὀσμή Arist.''Pr.''908b29 (Comp.).<br><span class="bld">II</span> [[bad for scent]], in hunting, οἱ ὄμβροι τὴν γῆν ποιοῦσι δύσοσμον X.''Cyn.''5.3.<br><span class="bld">III</span> Act., [[having a bad nose]], Arist.''Insomn.''459b22.<br><span class="bld">IV</span> [[δύσοσμον]], τό, = [[σκόρδιον]], Ps.-Dsc.3.111. | |Definition=Ion. [[δύσοδμος]], ον, ([[ὀσμή]])<br><span class="bld">A</span> [[ill-smelling]], ἐν δυσοδμοτάτῳ [τόπῳ] γινόμενον εὐωδέστατόν ἐστι [[Herodotus|Hdt.]] 3.112; ὀσμή Arist.''Pr.''908b29 (Comp.).<br><span class="bld">II</span> [[bad for scent]], in hunting, οἱ ὄμβροι τὴν γῆν ποιοῦσι δύσοσμον [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''5.3.<br><span class="bld">III</span> Act., [[having a bad nose]], Arist.''Insomn.''459b22.<br><span class="bld">IV</span> [[δύσοσμον]], τό, = [[σκόρδιον]], Ps.-Dsc.3.111. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:56, 7 November 2024
English (LSJ)
Ion. δύσοδμος, ον, (ὀσμή)
A ill-smelling, ἐν δυσοδμοτάτῳ [τόπῳ] γινόμενον εὐωδέστατόν ἐστι Hdt. 3.112; ὀσμή Arist.Pr.908b29 (Comp.).
II bad for scent, in hunting, οἱ ὄμβροι τὴν γῆν ποιοῦσι δύσοσμον X.Cyn.5.3.
III Act., having a bad nose, Arist.Insomn.459b22.
IV δύσοσμον, τό, = σκόρδιον, Ps.-Dsc.3.111.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): jón. δύσοδ- Hdt.3.112, Hp.Mul.1.15, 36
I 1que huele mal, hediondo, fétido de un lugar, Hdt.l.c., del flujo menstrual, Hp.l.c., κονύζη ἡ δ. coniza de olor penetrante Hp.Mul.1.78, ὀσμὴ τοῦ πνεύματος Arist.Pr.908b29, θῆρες Lyc.849, ὕδωρ Paus.5.5.8, ἡ σκαμμωνία Aët.3.25
•neutr. plu. subst. τὰ δύσοδμα los malos olores Hp.Mul.2.137.
2 difícil de olfatear e.e. malo para el rastreo en la caza οἱ ὄμβροι ... τὴν γῆν ποιοῦσι δύσοσμον X.Cyn.5.3, cf. Poll.5.12.
3 que pierde el olfato (γίνονται) ἀπὸ τῶν ἰσχυρῶν ὀσμῶν δύσοσμοι Arist.Insomn.459b22.
II bot. τὸ δύσοσμον = escordio, Teucrium scordium L., Ps.Dsc.3.111.
III adv. δυσόσμως: δυσόσμως ἔχειν = oler mal Eust.1294.45.
German (Pape)
[Seite 685] 1) übel riechend, Her. 3, 112, in ion. Form δυσοδμότατον, wie Lycophr. 849. – 2) schwer auszuwittern, ἴχνη Poll. 5, 12; auch = die Witterung erschwerend, Xen. Cyn. 5, 3. – 3) schwer riechend, Arist. insomn. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui sent mauvais, fétide;
2 où il est difficile de flairer la piste;
3 qui a peu d'odorat.
Étymologie: δυσ-, ὀδμή.
Russian (Dvoretsky)
δύσοσμος: ион. δύσοδμος 2
1 зловонный (τράγων πώγωνες Her.; ὀσμὴ τοῦ πνεύματος Arst.);
2 лишенный запаха, т. е. не позволяющий (собакам) отыскивать дичь по следам (γῆ Xen.);
3 с притупившимся обонянием (ἀπὸ ἰσχυρῶν ὀσμῶν δύσοσμοι γίνονται Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσοσμος: Ἰων. -οδμος, ον, (ὀσμὴ) κακὴν ὀσμὴν ἔχων, δυσώδης, «βρωμῶν», ἐν δυσοδμοτάτῳ [τόπῳ] γινόμενον εὐωδέστατόν ἐστι Ἡρόδ. 3. 112· δ. ἡ ὀσμὴ, Ἀριστ. Προβλ. 13. 10. ΙΙ. καθιστῶν δύσκολον τὴν ὀσμήν, τὴν ἀνίχνευσιν, ἐν κυνηγίῳ, οἱ ὄμοροι τὴν γῆν ποιοῦσι δύσοσμον Ξεν. Κυν. 5, 3. III. ἐνεργ., ἔχων ἀδύνατον ὄσφρησιν, Ἀριστ. Ἐνυπν. 2, 6.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δύσοσμος και δύσοδμος, -ον)
αυτός που αναδίδει δυσάρεστη οσμή
αρχ.
1. αυτός που κάνει δύσκολη την όσφρηση («οἱ ὄμβροι... ὀσμὰς ἄγοντες τὴν γῆν ποιοῦσι δύσοσμον», Ξεν.)
2. αυτός που γίνεται δύσκολα αισθητός με την όσφρηση
3. αυτός που έχει ασθενική όσφρηση
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ δύσοσμον
το σκόρδο.
Greek Monotonic
δύσοσμος: Ιων. -οδμος, -ον (ὀσμή),·
I. αυτός που μυρίζει άσχημα, αυτός που βρωμάει, δυσώδης, κάκοσμος, σε Ηρόδ.
II. δύσκολος να τον μυρίσει κάποιος, αυτός που δεν μπορεί να ανιχνευθεί εύκολα, λέγεται για το κυνήγι, σε Ξεν.
Middle Liddell
ὀσμή
I. ill-smelling, stinking, Hdt.
II. bad for scent, in hunting, Xen.