ὑπόδρα: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypodra | |Transliteration C=ypodra | ||
|Beta Code=u(po/dra | |Beta Code=u(po/dra | ||
|Definition=Ep. Adv., used only in the phrase | |Definition=Ep. Adv., used only in the phrase [[ὑπόδρα ἰδών]] = [[looking from under the brows]], [[looking askance]], [[grimly]], Il.1.148, al.; cf. [[ὑποδράξ]]. (Prob. from [[ὑπό]], [[δρακ]], cf. [[δέρκομαι]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br /><i>dans la locut.</i> [[ὑπόδρα]] [[ἰδών]] IL regardant en dessous <i>ou</i> de côté, | |btext=<i>adv.</i><br /><i>dans la locut.</i> [[ὑπόδρα]] [[ἰδών]] IL regardant en dessous <i>ou</i> de côté, d'un regard irrité <i>ou</i> jaloux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποδράω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόδρᾰ:''' adv. [[исподлобья]] или [[искоса]], т. е. [[сердито]] ([[ἰδών]] Hom., Hes.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπόδρᾰ:''' ([[ὑπό]]), επίρρ. που απαντά μόνο στη [[φράση]] [[ὑπόδρα]] [[ἰδών]], κοιτάζοντας [[κάτω]] από τα φρύδια, κοιτάζοντας λοξά, στραβά, [[πλαγίως]], αυστηρά, βλοσυρά, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ὑπόδρᾰ:''' ([[ὑπό]]), επίρρ. που απαντά μόνο στη [[φράση]] [[ὑπόδρα]] [[ἰδών]], κοιτάζοντας [[κάτω]] από τα φρύδια, κοιτάζοντας λοξά, στραβά, [[πλαγίως]], αυστηρά, βλοσυρά, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 08:54, 12 November 2024
English (LSJ)
Ep. Adv., used only in the phrase ὑπόδρα ἰδών = looking from under the brows, looking askance, grimly, Il.1.148, al.; cf. ὑποδράξ. (Prob. from ὑπό, δρακ, cf. δέρκομαι.)
German (Pape)
[Seite 1216] adv., oft bei Hom., stets in der Vrbdg ὑπόδρα ἰδών, von unten auf od. von der Seite blickend, d. i. finster, wild, zornig blickend od. scheel sehend. (Vgl. ὑποδέρκομαι.)
French (Bailly abrégé)
adv.
dans la locut. ὑπόδρα ἰδών IL regardant en dessous ou de côté, d'un regard irrité ou jaloux.
Étymologie: ὑποδράω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόδρᾰ: adv. исподлобья или искоса, т. е. сердито (ἰδών Hom., Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόδρᾰ: Ἐπικ. ἐπίρρ. ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ φράσει ὑπόδρα ἰδών, «δεινὸν ὑποβλεψάμενος» (Σχόλ.), «ἀγριοκυττάξας αὐτόν», Ἰλ. Α. 148, κ. ἀλλ· πρβλ. ὑποδράξ. (Πιθανῶς ἐκ τῆς προθ. ὑπό, καὶ √ ΔΡΑ βραχυτέρου τύπου τῆς √ ΔΕΡΚ ἢ ΔΡΑΚ, ἴδε δέρκομαι).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
και μτγν. επικ. τ. ὑποδράξ Α
επίρρ. (για βλέμμα) με τρόπο λοξό, βλοσυρό ή απειλητικό («τόνδ' ὑπόδρα ἰδών», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από την πρόθεση ὑπό και τη συνεσταλμένη βαθμίδα δρα-κ- του ρ. δέρκομαι «βλέπω» (πρβλ. ἔ-δρακ-ον, δράκ-ων, βλ. λ. δέρκομαι). Παρλλ. απαντά και τ. ὑποδράξ με κατάλ. -ς, πιθ. επιρρμ. ή κατάλ. κάποιας παλιάς ονομαστικής πτώσης].
Greek Monotonic
ὑπόδρᾰ: (ὑπό), επίρρ. που απαντά μόνο στη φράση ὑπόδρα ἰδών, κοιτάζοντας κάτω από τα φρύδια, κοιτάζοντας λοξά, στραβά, πλαγίως, αυστηρά, βλοσυρά, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
[ὑπό]
adv. only in phrase ὑπόδρα ἰδών looking from under the brows, looking askance, grimly, Il.
Frisk Etymology German
ὑπόδρα: (ἰδών)
{hupódra}
Forms: ὑποδράξ ib. (Kall., Nik.), nach ὀδάξ, ἀναμίξ u.a.
Grammar: Adv.
Meaning: von unten her blickend, mit einem Blick von unten (Hom., Hes.);
Etymology : Aus *ὑπόδρακ zu ὑποδέρκομαι und mit aind. upa-dŕ̥ś- f. Anblick formal identisch, wohl eig. Neutr. einer adj. Bahuvrihibildung in adverbieller Funktion (vgl. Schwyzer 621 und Risch par. 128a).
Page 2,972