ὁμονοητικός: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omonoitikos
|Transliteration C=omonoitikos
|Beta Code=o(monohtiko/s
|Beta Code=o(monohtiko/s
|Definition=ὁμονοητική, ὁμονοητικόν, [[conducing to agreement]], [[in harmony]], [[ψυχή]], [[βίος]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 554e, ''Phdr.''256b: Comp., Arist.''Pol.''1330a18. Adv. [[ὁμονοητικῶς]], λέγειν Id.''GC''323b3; [[ἔχειν]] to be [[of one mind]], περὶ χρόνου Id.''Ph.''251b14; περί τι [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''263a; ἔν τισι ὁ. διακεῖσθαι Id.''R.''603c.
|Definition=ὁμονοητική, ὁμονοητικόν, [[conducing to agreement]], [[in harmony]], [[ψυχή]], [[βίος]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 554e, ''Phdr.''256b: Comp., Arist.''Pol.''1330a18. Adv. [[ὁμονοητικῶς]], ὁμονοητικῶς λέγειν Id.''GC''323b3; [[ὁμονοητικῶς ἔχειν]] to [[be of one mind]], περὶ χρόνου Id.''Ph.''251b14; περί τι [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''263a; ἔν τισι ὁμονοητικῶς διακεῖσθαι Id.''R.''603c.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:05, 12 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμονοητικός Medium diacritics: ὁμονοητικός Low diacritics: ομονοητικός Capitals: ΟΜΟΝΟΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: homonoētikós Transliteration B: homonoētikos Transliteration C: omonoitikos Beta Code: o(monohtiko/s

English (LSJ)

ὁμονοητική, ὁμονοητικόν, conducing to agreement, in harmony, ψυχή, βίος, Pl.R. 554e, Phdr.256b: Comp., Arist.Pol.1330a18. Adv. ὁμονοητικῶς, ὁμονοητικῶς λέγειν Id.GC323b3; ὁμονοητικῶς ἔχειν to be of one mind, περὶ χρόνου Id.Ph.251b14; περί τι Pl.Phdr.263a; ἔν τισι ὁμονοητικῶς διακεῖσθαι Id.R.603c.

German (Pape)

[Seite 338] ή, όν, übereinstimmend im Denken, einträchtig; βίος, Plat. Phaedr. 256 b; ψυχή, Rep. VIII, 554 e; u. adv., ὁμονοητικῶς ἔχειν, Gegensatz στασιαστικῶς, Phaedr. 263 a; Arist. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui aime la concorde ou qui favorise la concorde.
Étymologie: ὁμονοέω.

Russian (Dvoretsky)

ὁμονοητικός:
1 проникнутый единодушием (βίος Plat.);
2 гармоничный, стройный (ψυχή Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμονοητικός: -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ὁμόνοιαν, πρὸς ἁρμονίαν, Πλάτ. Πολ. 554Ε, Φαῖδρ. 256Β· Συγκρ., Ἀριστ. Πολιτ. 7. 10, 11· ― Ἐπίρρ. ὁμονοητικῶς, ὁμ. λέγειν Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 7, 1· ὁμονοητικῶς ἔχειν, ἔχειν τὸ αὐτὸ φρόνημα, Πλάτ. Φαῖδρ. 263Α· ὁμονοητικῶς διακεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 603C.

Greek Monolingual

ὁμονοητικός, -ή, -όν (Α) ομονοώ
1. αυτός που συντελεί στην ομόνοια, αυτός που επιφέρει αρμονία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμονοητικόν
ομόνοια, αρμονία, σύμπνοια.
επίρρ...
ὁμονοητικῶς (Α)
1. με τρόπο που συμβάλλει στην ομόνοια, που επιφέρει σύμπνοια («ὁμονοητικῶς λέγειν», Αριστοτ.)
2. φρ. «ὁμονοητικῶς ἔχειν» ή «ὁμονοητικῶς διάκεισθαι» — το να βρίσκεται κανείς σε σύμπνοια με κάποιον.

Greek Monotonic

ὁμονοητικός: -ή, -όν, αυτός που οδηγεί σε συμφωνία, σε αρμονία, σε Πλάτ.· επίρρ. -ικῶς ἔχειν, έχω την ίδια γνώμη, φρονώ το ίδιο, στον ίδ.

Middle Liddell

ὁμονοητικός, ή, όν [from ὁμονοέω
conducing to agreement, in harmony, Plat.:—adv. -ικῶς ἔχειν to be of one mind, Plat.

English (Woodhouse)

agreeing, like minded

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)