καταρρέπω: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
m (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katarrepo
|Transliteration C=katarrepo
|Beta Code=katarre/pw
|Beta Code=katarre/pw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sink down]] or [[to one side]], [[hang down]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>43</span>; opp. [[ἰσορροπέω]], <span class="bibl">Plb.6.10.7</span>: metaph., [[incline]], [[fall back upon]], ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2p.41U.</span>; ἐπὶ τὴν αὐτὴν γνώμην <span class="title">OGI</span>315.51 (Pessinus, ii B. C.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> trans., [[cause to incline]], [[make to fall]], τύχη γὰρ ὀρθοῖ καὶ τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ' ἀεί <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>1158</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[sink down]] or [[to one side]], [[hang down]], Hp.''Art.''43; opp. [[ἰσορροπέω]], Plb.6.10.7: metaph., [[incline]], [[fall back upon]], ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον Epicur.''Ep.''2p.41U.; ἐπὶ τὴν αὐτὴν γνώμην ''OGI''315.51 (Pessinus, ii B. C.).<br><span class="bld">II</span> trans., [[cause to incline]], [[make to fall]], τύχη γὰρ ὀρθοῖ καὶ τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ' ἀεί [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''1158.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''καταρρέπω''': μέλλ. -ψω, [[κλίνω]] πρὸς τὸ ἓν [[μέρος]], [[κυρίως]] ἐπὶ τῆς ζυγαριᾶς, [[κλίνω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], τὰ ἀκρώμια τὰ καταρρέποντα Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ἀντίθ. τῷ [[ἰσορροπέω]] καὶ ζυγοστατοῦμαι, ἵνα μὴ νεύῃ [[μηδὲ]] ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ’ ἰσορροποῦν καὶ ζυγοστατούμενον ἐπὶ πολὺ διαμένῃ Πολύδ. 6. 10, ἐπί τι Ἐπίκ. π. Διογ. Λ. 10. 95. ΙΙ. μεταβ. [[κλίνω]] τινὰ πρὸς τὰ [[κάτω]], τὸν κάμω νὰ πέσῃ, [[καταβάλλω]], ἀντίθ. τῷ ὀρθῶ τινα· [[τύχη]] γὰρ ὀρθοῖ καὶ [[τύχη]] καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ’ ἀεὶ Σοφ. Ἀντ. 1158· πρβλ. [[ἐπιρρέπω]]· [[Ζεύς|Ζεὺς]] τὸ [[τάλαντον]] ἐπιρρέπει Θέογν. 157.
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> incliner d'un côté;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> [[faire pencher]], [[faire chanceler]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥέπω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-ρρέπω neerwaarts buigen; overdr. ten val brengen:. τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα het lot brengt een gelukkig mens ten val Soph. Ant. 1158.
}}
{{pape
|ptext=<i>sich auf eine [[Seite]] [[neigen]], sich [[herabsenken]]</i>; Pol. 6.10.7, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ἰσορροπέω]]; ἐπί τι, Epicur. DL. 10.95. – Trans., <i>[[herabreißen]], -[[stürzen]]</i>; [[τύχη]] καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von ὀρθοῖ τὸν δυστυχοῦντα, Soph. <i>Ant</i>. 1143.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> incliner d’un côté;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire pencher, faire chanceler.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥέπω]].
|elrutext='''καταρρέπω:'''<br /><b class="num">1</b> [[наклоняться]], [[склоняться]], [[опускаться]], Polyb., Plut., Epicur. ap. Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[бросать вниз]], [[низвергать]] ([[τύχη]] ὀρθοῖ καὶ [[τύχη]] καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τὸν δὲ δυστυχοῦντ᾽ [[ἀεί]] Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''καταρρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, κάνω [[κάτι]] να ρέπει προς τη μια [[μεριά]], προς μια [[κατεύθυνση]], κάνω να λυγίσει, σε Σοφ.
|lsmtext='''καταρρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, κάνω [[κάτι]] να ρέπει προς τη μια [[μεριά]], προς μια [[κατεύθυνση]], κάνω να λυγίσει, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταρρέπω:'''<br /><b class="num">1)</b> наклоняться, склоняться, опускаться Polyb., Plut., Epicur. ap. Plut.;<br /><b class="num">2)</b> бросать вниз, низвергать ([[τύχη]] ὀρθοῖ καὶ [[τύχη]] καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τὸν δὲ δυστυχοῦντ᾽ [[ἀεί]] Soph.).
|lstext='''καταρρέπω''': μέλλ. -ψω, [[κλίνω]] πρὸς τὸ ἓν [[μέρος]], [[κυρίως]] ἐπὶ τῆς ζυγαριᾶς, [[κλίνω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], τὰ ἀκρώμια τὰ καταρρέποντα Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ἀντίθ. τῷ [[ἰσορροπέω]] καὶ ζυγοστατοῦμαι, ἵνα μὴ νεύῃ [[μηδὲ]] ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ’ ἰσορροποῦν καὶ ζυγοστατούμενον ἐπὶ πολὺ διαμένῃ Πολύδ. 6. 10, 7· ἐπί τι Ἐπίκ. π. Διογ. Λ. 10. 95. ΙΙ. μεταβ. [[κλίνω]] τινὰ πρὸς τὰ [[κάτω]], τὸν κάμω νὰ πέσῃ, [[καταβάλλω]], ἀντίθ. τῷ ὀρθῶ τινα· [[τύχη]] γὰρ ὀρθοῖ καὶ [[τύχη]] καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ’ ἀεὶ Σοφ. Ἀντ. 1158· πρβλ. [[ἐπιρρέπω]]· [[Ζεύς|Ζεὺς]] τὸ [[τάλαντον]] ἐπιρρέπει Θέογν. 157.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-ρρέπω neerwaarts buigen; overdr. ten val brengen:. τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα het lot brengt een gelukkig mens ten val Soph. Ant. 1158.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to make to [[incline]] downwards, make to [[fall]], Soph.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to make to [[incline]] downwards, make to [[fall]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 07:31, 13 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρρέπω Medium diacritics: καταρρέπω Low diacritics: καταρρέπω Capitals: ΚΑΤΑΡΡΕΠΩ
Transliteration A: katarrépō Transliteration B: katarrepō Transliteration C: katarrepo Beta Code: katarre/pw

English (LSJ)

A sink down or to one side, hang down, Hp.Art.43; opp. ἰσορροπέω, Plb.6.10.7: metaph., incline, fall back upon, ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον Epicur.Ep.2p.41U.; ἐπὶ τὴν αὐτὴν γνώμην OGI315.51 (Pessinus, ii B. C.).
II trans., cause to incline, make to fall, τύχη γὰρ ὀρθοῖ καὶ τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ' ἀεί S.Ant.1158.

French (Bailly abrégé)

1 intr. incliner d'un côté;
2 tr. faire pencher, faire chanceler.
Étymologie: κατά, ῥέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ρρέπω neerwaarts buigen; overdr. ten val brengen:. τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα het lot brengt een gelukkig mens ten val Soph. Ant. 1158.

German (Pape)

sich auf eine Seite neigen, sich herabsenken; Pol. 6.10.7, im Gegensatz von ἰσορροπέω; ἐπί τι, Epicur. DL. 10.95. – Trans., herabreißen, -stürzen; τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα, im Gegensatz von ὀρθοῖ τὸν δυστυχοῦντα, Soph. Ant. 1143.

Russian (Dvoretsky)

καταρρέπω:
1 наклоняться, склоняться, опускаться, Polyb., Plut., Epicur. ap. Plut.;
2 бросать вниз, низвергать (τύχη ὀρθοῖ καὶ τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τὸν δὲ δυστυχοῦντ᾽ ἀεί Soph.).

Greek Monolingual

καταρρέπω (Α)
1. κλίνω προς το ένα μέρος, γέρνω από τη μια μεριά («μηδαμοῦ νεύῃ μηδ' ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ' ἰσορροποῦν καὶ ζυγοστατούμενον διαμένῃ», Πολ.)
2. έχω μια ορισμένη κλίση, ψυχική διάθεση για κάτι («καταρρέπειν ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον», Επίκ.)
3. κάνω κάποιον ή κάτι να πέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥέπω «κλίνω προς μία κατεύθυνση»].

Greek Monotonic

καταρρέπω: μέλ. -ψω, κάνω κάτι να ρέπει προς τη μια μεριά, προς μια κατεύθυνση, κάνω να λυγίσει, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρέπω: μέλλ. -ψω, κλίνω πρὸς τὸ ἓν μέρος, κυρίως ἐπὶ τῆς ζυγαριᾶς, κλίνω πρὸς τὰ κάτω, τὰ ἀκρώμια τὰ καταρρέποντα Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ἀντίθ. τῷ ἰσορροπέω καὶ ζυγοστατοῦμαι, ἵνα μὴ νεύῃ μηδὲ ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ’ ἰσορροποῦν καὶ ζυγοστατούμενον ἐπὶ πολὺ διαμένῃ Πολύδ. 6. 10, 7· ἐπί τι Ἐπίκ. π. Διογ. Λ. 10. 95. ΙΙ. μεταβ. κλίνω τινὰ πρὸς τὰ κάτω, τὸν κάμω νὰ πέσῃ, καταβάλλω, ἀντίθ. τῷ ὀρθῶ τινα· τύχη γὰρ ὀρθοῖ καὶ τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ’ ἀεὶ Σοφ. Ἀντ. 1158· πρβλ. ἐπιρρέπω· Ζεὺς τὸ τάλαντον ἐπιρρέπει Θέογν. 157.

Middle Liddell

fut. ψω
to make to incline downwards, make to fall, Soph.