ὄροφος: Difference between revisions

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
(Bailly1_4)
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orofos
|Transliteration C=orofos
|Beta Code=o)/rofos
|Beta Code=o)/rofos
|Definition=ὁ, (ἐρέφω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">reed used for thatching houses</b>, described as <b class="b3">λαχνήεις</b>, <span class="bibl">Il.24.451</span> : distd. fr. <b class="b3">κάλαμος</b>, etc., <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>268</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[ὀροφή]], <b class="b2">roof</b>, Orac. ap. <span class="bibl">Hdt.7.140</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>650</span> (lyr.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>229</span>, <span class="bibl">Th. 1.134</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>417a</span>, etc.: pl., <b class="b3">ὀρόφους Φοίβου</b>, i.e. his <b class="b2">temple</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>89</span> (anap.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">cover</b> of a wagon, <span class="bibl">Paus.1.19.1</span>.</span>
|Definition=ὁ, ([[ἐρέφω]])<br><span class="bld">A</span> [[reed]] used for [[thatch]]ing [[house]]s, described as [[λαχνήεις]], Il.24.451 : distinguished from [[κάλαμος]], etc., Arist.Fr.268.<br><span class="bld">II</span> = [[ὀροφή]], [[roof]], Orac. ap. [[Herodotus|Hdt.]]7.140, A.Supp.650 (lyr.), Ar.Lys.229, Th. 1.134, Pl.R.417a, etc.: pl., ὀρόφους Φοίβου, i.e. his [[temple]], E.Ion89 (anap.).<br><span class="bld">2</span> [[cover]] of a [[wagon]], Paus.1.19.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0386.png Seite 386]] ὁ, Rohr, womit man die Häuser deckt, Dachrohr; καθύπερθεν ἔρεψαν λαχνήεντ' ὄροφον [[λειμωνόθεν]] ἀμήσαντες, Il. 24, 251; Dach, Decke, Aesch. Suppl. 638; εἰς ὀρόφους Φοίβου, Eur. Ion 89; Ar. Lys. 229; τοῦ οἰαήματος τὸν ὄροφον ἀφεῖλον, Thuc. 1, 134; οὐδ' ὑπὸ τὸν αὐτὸν ὄροφον ἰέναι, Plat. Rep. III, 417 a, wie auch wir ähnlich sagen »unter einem Dache mit Einem leben«.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0386.png Seite 386]] ὁ, Rohr, womit man die Häuser deckt, Dachrohr; καθύπερθεν ἔρεψαν λαχνήεντ' ὄροφον [[λειμωνόθεν]] ἀμήσαντες, Il. 24, 251; Dach, Decke, Aesch. Suppl. 638; εἰς ὀρόφους Φοίβου, Eur. Ion 89; Ar. Lys. 229; τοῦ οἰαήματος τὸν ὄροφον ἀφεῖλον, Thuc. 1, 134; οὐδ' ὑπὸ τὸν αὐτὸν ὄροφον ἰέναι, Plat. Rep. III, 417 a, wie auch wir ähnlich sagen »unter einem Dache mit Einem leben«.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[roseau dont on couvre les maisons]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> toiture ; toit <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐρέφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὄροφος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[тростник]], [[камыш]] (использовавшийся в качестве кровельного материала) (ὄ. [[λαχνήεις]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[кровля]], [[крыша]] (τοῦ οἰκήματος Thuc.): ὑπὸ τὸν αὐτὸν ὄροφον [[ἰέναι]] Plat. жить под одной крышей;<br /><b class="num">3</b> pl. [[храм]] (ὄροφοι Φοίβου Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄροφος''': ὁ, ([[ἐρέφω]]) ὁ κάλαμος ὃν μετεχειρίζοντο πρὸς ἐπιστέγασιν οἰκιῶν, περιγραφόμενος ὡς [[λαχνήεις]], Ἰλ. Ω. 451 (ἴδε ἐν λέξ. [[ἐρέφω]])· διακρινόμενος ἀπὸ τοῦ κοινοῦ καλάμου, κτλ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 252. ΙΙ = [[ὀροφή]], [[στέγη]], Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 650, Ἀριστοφ. Λυσ. 229, Θουκ. 1. 134, Πλάτ. Πολ. 417Α· - ἐν τῷ πληθυν. ὡς τὸ Λατιν. tecta, ὄροφοι Φοίβου, ὁ ναὸς [[αὐτοῦ]], Εὐρ. Ἴων 89. 2) τὸ ἐπιστέγασμα ἁμάξης, Παυσ. 1. 19, 1. - Τὰ ἐκ τοῦ [[ὄροφος]] σύνθετα διὰ τοῦ ω γράφονται, ὅτε ἡ προηγουμένη συλλαβὴ βραχεῖα, διὰ τοῦ ο δέ, ὅτε ἡ προηγουμένη μακρά, ὁμωροφος, [[ἀνώροφος]], [[διώροφος]], [[τριώροφος]], [[πολυώροφος]]· [[ὑψόροφος]], χρῡσόροφος, ἀλλ’ [[ὅμως]] [[τετρώροφος]], [[πεντώροφος]], Ζηκίδ. ἐν Χρηστ. Λεξικῷ ἐν λέξ.
|lstext='''ὄροφος''': ὁ, ([[ἐρέφω]]) ὁ κάλαμος ὃν μετεχειρίζοντο πρὸς ἐπιστέγασιν οἰκιῶν, περιγραφόμενος ὡς [[λαχνήεις]], Ἰλ. Ω. 451 (ἴδε ἐν λέξ. [[ἐρέφω]])· διακρινόμενος ἀπὸ τοῦ κοινοῦ καλάμου, κτλ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 252. ΙΙ = [[ὀροφή]], [[στέγη]], Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 650, Ἀριστοφ. Λυσ. 229, Θουκ. 1. 134, Πλάτ. Πολ. 417Α· - ἐν τῷ πληθυν. ὡς τὸ Λατιν. tecta, ὄροφοι Φοίβου, ὁ ναὸς [[αὐτοῦ]], Εὐρ. Ἴων 89. 2) τὸ ἐπιστέγασμα ἁμάξης, Παυσ. 1. 19, 1. - Τὰ ἐκ τοῦ [[ὄροφος]] σύνθετα διὰ τοῦ ω γράφονται, ὅτε ἡ προηγουμένη συλλαβὴ βραχεῖα, διὰ τοῦ ο δέ, ὅτε ἡ προηγουμένη μακρά, ὁμωροφος, [[ἀνώροφος]], [[διώροφος]], [[τριώροφος]], [[πολυώροφος]]· [[ὑψόροφος]], χρῡσόροφος, ἀλλ’ [[ὅμως]] [[τετρώροφος]], [[πεντώροφος]], Ζηκίδ. ἐν Χρηστ. Λεξικῷ ἐν λέξ.
}}
}}
{{bailly
{{Autenrieth
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> roseau dont on couvre les maisons;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> toiture ; toit <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐρέφω]].
|auten=([[ἐρέφω]]): reeds [[for]] thatching, Il. 24.451†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὄροφος:''' ([[ἐρέφω]]),<br /><b class="num">I.</b> με περιληπτική [[σημασία]], καλάμια που χρησιμοποιούνται για να στεγάζουν τα σπίτια, καλαμοσκεπή, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ὀροφή]], [[στέγη]], Χρησμ. παρ' Ηροδ., Αισχύλ. κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὄροφος]], ὁ, [[ἐρέφω]]<br /><b class="num">I.</b> in [[collective]] [[sense]], the reeds used for thatching houses, Il.<br /><b class="num">II.</b> = [[ὀροφή]], a [[roof]], Orac. ap. Hdt., Aesch., etc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[tectum]]'', [[shelter]], [[roof]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.134.2/ 1.134.2].
}}
}}

Latest revision as of 13:35, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄροφος Medium diacritics: ὄροφος Low diacritics: όροφος Capitals: ΟΡΟΦΟΣ
Transliteration A: órophos Transliteration B: orophos Transliteration C: orofos Beta Code: o)/rofos

English (LSJ)

ὁ, (ἐρέφω)
A reed used for thatching houses, described as λαχνήεις, Il.24.451 : distinguished from κάλαμος, etc., Arist.Fr.268.
II = ὀροφή, roof, Orac. ap. Hdt.7.140, A.Supp.650 (lyr.), Ar.Lys.229, Th. 1.134, Pl.R.417a, etc.: pl., ὀρόφους Φοίβου, i.e. his temple, E.Ion89 (anap.).
2 cover of a wagon, Paus.1.19.1.

German (Pape)

[Seite 386] ὁ, Rohr, womit man die Häuser deckt, Dachrohr; καθύπερθεν ἔρεψαν λαχνήεντ' ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες, Il. 24, 251; Dach, Decke, Aesch. Suppl. 638; εἰς ὀρόφους Φοίβου, Eur. Ion 89; Ar. Lys. 229; τοῦ οἰαήματος τὸν ὄροφον ἀφεῖλον, Thuc. 1, 134; οὐδ' ὑπὸ τὸν αὐτὸν ὄροφον ἰέναι, Plat. Rep. III, 417 a, wie auch wir ähnlich sagen »unter einem Dache mit Einem leben«.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 roseau dont on couvre les maisons;
2 p. ext. toiture ; toit en gén.
Étymologie: ἐρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ὄροφος:
1 тростник, камыш (использовавшийся в качестве кровельного материала) (ὄ. λαχνήεις Hom.);
2 кровля, крыша (τοῦ οἰκήματος Thuc.): ὑπὸ τὸν αὐτὸν ὄροφον ἰέναι Plat. жить под одной крышей;
3 pl. храм (ὄροφοι Φοίβου Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὄροφος: ὁ, (ἐρέφω) ὁ κάλαμος ὃν μετεχειρίζοντο πρὸς ἐπιστέγασιν οἰκιῶν, περιγραφόμενος ὡς λαχνήεις, Ἰλ. Ω. 451 (ἴδε ἐν λέξ. ἐρέφω)· διακρινόμενος ἀπὸ τοῦ κοινοῦ καλάμου, κτλ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 252. ΙΙ = ὀροφή, στέγη, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 650, Ἀριστοφ. Λυσ. 229, Θουκ. 1. 134, Πλάτ. Πολ. 417Α· - ἐν τῷ πληθυν. ὡς τὸ Λατιν. tecta, ὄροφοι Φοίβου, ὁ ναὸς αὐτοῦ, Εὐρ. Ἴων 89. 2) τὸ ἐπιστέγασμα ἁμάξης, Παυσ. 1. 19, 1. - Τὰ ἐκ τοῦ ὄροφος σύνθετα διὰ τοῦ ω γράφονται, ὅτε ἡ προηγουμένη συλλαβὴ βραχεῖα, διὰ τοῦ ο δέ, ὅτε ἡ προηγουμένη μακρά, ὁμωροφος, ἀνώροφος, διώροφος, τριώροφος, πολυώροφος· ὑψόροφος, χρῡσόροφος, ἀλλ’ ὅμως τετρώροφος, πεντώροφος, Ζηκίδ. ἐν Χρηστ. Λεξικῷ ἐν λέξ.

English (Autenrieth)

(ἐρέφω): reeds for thatching, Il. 24.451†.

Greek Monotonic

ὄροφος: ὁ (ἐρέφω),
I. με περιληπτική σημασία, καλάμια που χρησιμοποιούνται για να στεγάζουν τα σπίτια, καλαμοσκεπή, σε Ομήρ. Ιλ.
II. = ὀροφή, στέγη, Χρησμ. παρ' Ηροδ., Αισχύλ. κ.λπ.

Middle Liddell

ὄροφος, ὁ, ἐρέφω
I. in collective sense, the reeds used for thatching houses, Il.
II. = ὀροφή, a roof, Orac. ap. Hdt., Aesch., etc.

Lexicon Thucydideum

tectum, shelter, roof, 1.134.2.