συνωμότης: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synomotis
|Transliteration C=synomotis
|Beta Code=sunwmo/ths
|Beta Code=sunwmo/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who is leagued by oath, fellow-conspirator, confederate</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1302</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>452</span> (lyr.), <span class="bibl"><span class="title">V.</span>507</span> (troch.), <span class="bibl">And.4.4</span>, <span class="bibl">Lys.12.43</span>, etc.; <b class="b3">ἄνδρες . . ξ</b>. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span> 257</span> (troch.); οἱ σ. ἐπὶ τῷ Πέρσῃ <span class="bibl">Hdt.7.148</span>; <b class="b3">οἱ Κατιλίνα σ</b>. his [[fellowconspirators]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span>2</span>; <b class="b3">σ. τῆς ἐπιβουλῆς</b> [[confederate in]] the plot, <span class="bibl">Hdn.4.14.2</span>: metaph., <b class="b3">ὕπνος πόνος τε, κύριοι ξ</b>. <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>126</span>.</span>
|Definition=συνωμότου, ὁ, [[one who is leagued by oath]], [[fellow-conspirator]], [[confederate]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1302, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''452 (lyr.), ''V.''507 (troch.), And.4.4, Lys.12.43, etc.; <b class="b3">ἄνδρες.. ξ.</b> [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]'' 257 (troch.); οἱ σ. ἐπὶ τῷ Πέρσῃ [[Herodotus|Hdt.]]7.148; <b class="b3">οἱ Κατιλίνα σ.</b> his [[fellowconspirators]], Plu.''Ant.''2; <b class="b3">σ. τῆς ἐπιβουλῆς</b> [[confederate in]] the plot, Hdn.4.14.2: metaph., <b class="b3">ὕπνος πόνος τε, κύριοι ξ.</b> A.''Eu.''126.
}}
{{ls
|lstext='''συνωμότης''': -ου, ὁ, ὁ δι’ ὅρκου συνδεδεμένος, ὁ ἔχων [[μέρος]] εἰς συνωμοσίαν, [[σύμμαχος]] (πρβλ. [[συνόμνυμι]] ΙΙ), Σοφ. Ο. Κ. 1302, Ἀριστοφ. Ἱππ. 257, 453, κ. ἀλλ., Σφ. 507, Ἀνδοκ. 29. 29, κτλ.· οἱ σ. ἐπὶ τῷ Πέρσῃ Ἡρόδ. 7. 148· σ. τινὸς Πλουτ. Ἀντών. 2· σ. τῆς ἐπιβουλῆς, ἔχων [[μέρος]] ἐν τῇ συνωμοσίᾳ, Ἡρῳδιαν. 4. 14· ― μεταφορ., [[ὕπνος]] [[πόνος]] τε, κύριοι ξυν. Αἰσχύλ. Εὐμ. 126.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />conjuré ; [[συνωμότης]] τινός complice de qqn dans une conjuration.<br />'''Étymologie:''' [[συνόμνυμι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />conjuré ; [[συνωμότης]] τινός complice de qqn dans une conjuration.<br />'''Étymologie:''' [[συνόμνυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνωμότης -ου, ὁ, Att. ook ξυνωμότης [συνόμνυμι] [[eedgenoot]], [[bondgenoot]]:. οἱ συνωμόται Ἑλλήνων ἐπὶ τῷ Πέρσῃ de Griekse bondgenoten tegen de Perzen Hdt. 7.148.1; ὕπνος πόνος τε κύριοι συνωμόται slaap en inspanning, sterke bondgenoten Aeschl. Eum. 126. ongunstig samenzweerder, medeplichtige; met gen. met/van iem.. Plut. Ant. 2.1.
}}
{{elru
|elrutext='''συνωμότης:''' ου ὁ [[член тайного общества]], [[участник заговора]], [[заговорщик]] Soph., Arph.: [[ὕπνος]] [[πόνος]] τε συνωμόται Aesch. сон и усталость вступили в союз друг с другом.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''συνωμότης:''' -ου, ὁ ([[συνόμνυμι]]), αυτός που μετέχει σε [[συνωμοσία]], [[ομόσπονδος]], [[σύμμαχος]], σε Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''συνωμότης:''' -ου, ὁ ([[συνόμνυμι]]), αυτός που μετέχει σε [[συνωμοσία]], [[ομόσπονδος]], [[σύμμαχος]], σε Ηρόδ., Αττ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνωμότης:''' ου ὁ член тайного общества, участник заговора, заговорщик Soph., Arph.: [[ὕπνος]] [[πόνος]] τε συνωμόται Aesch. сон и усталость вступили в союз друг с другом.
|lstext='''συνωμότης''': -ου, ὁ, δι’ ὅρκου συνδεδεμένος, ὁ ἔχων [[μέρος]] εἰς συνωμοσίαν, [[σύμμαχος]] (πρβλ. [[συνόμνυμι]] ΙΙ), Σοφ. Ο. Κ. 1302, Ἀριστοφ. Ἱππ. 257, 453, κ. ἀλλ., Σφ. 507, Ἀνδοκ. 29. 29, κτλ.· οἱ σ. ἐπὶ τῷ Πέρσῃ Ἡρόδ. 7. 148· σ. τινὸς Πλουτ. Ἀντών. 2· σ. τῆς ἐπιβουλῆς, ἔχων [[μέρος]] ἐν τῇ συνωμοσίᾳ, Ἡρῳδιαν. 4. 14· ― μεταφορ., [[ὕπνος]] [[πόνος]] τε, κύριοι ξυν. Αἰσχύλ. Εὐμ. 126.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συνωμότης]], ου, ὁ, [[συνόμνυμι]]<br />a [[fellow]]-[[conspirator]], [[confederate]], Hdt., Attic
}}
}}
{{elnl
{{WoodhouseReversedUncategorized
|elnltext=συνωμότης -ου, ὁ, Att. ook ξυνωμότης [συνόμνυμι] eedgenoot, bondgenoot:. οἱ συνωμόται Ἑλλήνων ἐπὶ τῷ Πέρσῃ de Griekse bondgenoten tegen de Perzen Hdt. 7.148.1; ὕπνος πόνος τε κύριοι συνωμόται slaap en inspanning, sterke bondgenoten Aeschl. Eum. 126. ongunstig samenzweerder, medeplichtige; met gen. met/van iem.. Plut. Ant. 2.1.
|woodrun=[[conspirator]], [[member of a league]]
}}
}}
{{mdlsj
{{lxth
|mdlsjtxt=[[συνωμότης]], ου, ὁ, [[συνόμνυμι]]<br />a [[fellow]]-[[conspirator]], [[confederate]], Hdt., [[attic]]
|lthtxt=''[[coniuratus]]'', [[sworn together]], [[conspiring]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.57.2/ 6.57.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.73.2/ 8.73.2].
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωμότης Medium diacritics: συνωμότης Low diacritics: συνωμότης Capitals: ΣΥΝΩΜΟΤΗΣ
Transliteration A: synōmótēs Transliteration B: synōmotēs Transliteration C: synomotis Beta Code: sunwmo/ths

English (LSJ)

συνωμότου, ὁ, one who is leagued by oath, fellow-conspirator, confederate, S.OC1302, Ar.Eq.452 (lyr.), V.507 (troch.), And.4.4, Lys.12.43, etc.; ἄνδρες.. ξ. Ar.Eq. 257 (troch.); οἱ σ. ἐπὶ τῷ Πέρσῃ Hdt.7.148; οἱ Κατιλίνα σ. his fellowconspirators, Plu.Ant.2; σ. τῆς ἐπιβουλῆς confederate in the plot, Hdn.4.14.2: metaph., ὕπνος πόνος τε, κύριοι ξ. A.Eu.126.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
conjuré ; συνωμότης τινός complice de qqn dans une conjuration.
Étymologie: συνόμνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνωμότης -ου, ὁ, Att. ook ξυνωμότης [συνόμνυμι] eedgenoot, bondgenoot:. οἱ συνωμόται Ἑλλήνων ἐπὶ τῷ Πέρσῃ de Griekse bondgenoten tegen de Perzen Hdt. 7.148.1; ὕπνος πόνος τε κύριοι συνωμόται slaap en inspanning, sterke bondgenoten Aeschl. Eum. 126. ongunstig samenzweerder, medeplichtige; met gen. met/van iem.. Plut. Ant. 2.1.

Russian (Dvoretsky)

συνωμότης: ου ὁ член тайного общества, участник заговора, заговорщик Soph., Arph.: ὕπνος πόνος τε συνωμόται Aesch. сон и усталость вступили в союз друг с другом.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. συνωμότισσα Ν, και θηλ. συνωμότις, -ιδος Μ, και αττ. τ. ξυνωμότης Α
αυτός που ορκίζεται μυστικά μαζί με άλλους για την από κοινού ανάληψη και εκτέλεση μιας αξιόποινης πράξης, αυτός που μετέχει σε συνωμοσία
αρχ.
μτφ. αυτός που κρυφά και μαζί με άλλον προκαλεί τη βλάβη ενός τρίτου («ὕπνος πόνος τε κύριοι συνωμόται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ωμότης (< ὄμνυμι), πρβλ. ἐπ-ωμότης. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

συνωμότης: -ου, ὁ (συνόμνυμι), αυτός που μετέχει σε συνωμοσία, ομόσπονδος, σύμμαχος, σε Ηρόδ., Αττ.

Greek (Liddell-Scott)

συνωμότης: -ου, ὁ, ὁ δι’ ὅρκου συνδεδεμένος, ὁ ἔχων μέρος εἰς συνωμοσίαν, σύμμαχος (πρβλ. συνόμνυμι ΙΙ), Σοφ. Ο. Κ. 1302, Ἀριστοφ. Ἱππ. 257, 453, κ. ἀλλ., Σφ. 507, Ἀνδοκ. 29. 29, κτλ.· οἱ σ. ἐπὶ τῷ Πέρσῃ Ἡρόδ. 7. 148· σ. τινὸς Πλουτ. Ἀντών. 2· σ. τῆς ἐπιβουλῆς, ἔχων μέρος ἐν τῇ συνωμοσίᾳ, Ἡρῳδιαν. 4. 14· ― μεταφορ., ὕπνος πόνος τε, κύριοι ξυν. Αἰσχύλ. Εὐμ. 126.

Middle Liddell

συνωμότης, ου, ὁ, συνόμνυμι
a fellow-conspirator, confederate, Hdt., Attic

English (Woodhouse)

conspirator, member of a league

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

coniuratus, sworn together, conspiring, 6.57.2, 8.73.2.