ὀλιγαρχικός: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(28)
(CSV import)
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oligarchikos
|Transliteration C=oligarchikos
|Beta Code=o)ligarxiko/s
|Beta Code=o)ligarxiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">oligarchical</b>, ὀ. κόσμος <span class="bibl">Th.8.72</span> ; ξυνωμοσία <span class="bibl">Id.6.60</span> ; <b class="b3">δίκαιον, νόμος</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1280a8</span>, <span class="bibl">1281a37</span> ; <b class="b3">πολιτεῖαι</b> ib.<span class="bibl">1288a22</span> ; <b class="b3">[πόλις]</b> ib.<span class="bibl">1316b7</span> ; <b class="b3">τοῦτο -ώτερον</b> ib.<span class="bibl">1281a33</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>555a</span>, <span class="bibl">D.15.33</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of persons, <b class="b2">inclined</b> or <b class="b2">devoted to oligarchy</b>, <span class="bibl">And.4.16</span>, <span class="bibl">Lys.25.8</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>545a</span>, al. ; <b class="b3">οἱ </b>., opp. <b class="b3">οἱ δημοκρατικοί</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1280a27</span>.</span>
|Definition=ὀλιγαρχική, ὀλιγαρχικόν,<br><span class="bld">A</span> [[oligarchic]], [[oligarchical]], ὀ. κόσμος Th.8.72; ξυνωμοσία Id.6.60; [[δίκαιον]], [[νόμος]], Arist.''Pol.''1280a8, 1281a37; [[πολιτεῖαι]] ib.1288a22; [πόλις] ib.1316b7; <b class="b3">τοῦτο ὀλιγαρχικώτερον</b> ib.1281a33. Adv. [[ὀλιγαρχικῶς]] [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 555a, D.15.33.<br><span class="bld">2</span> of persons, [[inclined to oligarchy]] or [[devoted to oligarchy]], And.4.16, Lys.25.8, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 545a, al.; <b class="b3">οἱ ὀλιγαρχικοί</b>, opp. <b class="b3">οἱ δημοκρατικοί</b>, Arist.''Pol.''1280a27.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0320.png Seite 320]] ή, όν, die Oligarchie betreffend, von Menschen, oligarchisch gesinnt, für die Herrschaft Weniger geneigt; Thuc. 8, 72; Plat. Rep. VIII, 553 e; καὶ [[μισόδημος]], Andoc. 4, 16; Folgde. – Adv., Plat. Rep. VIII, 555 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0320.png Seite 320]] ή, όν, die Oligarchie betreffend, von Menschen, oligarchisch gesinnt, für die Herrschaft Weniger geneigt; Thuc. 8, 72; Plat. Rep. VIII, 553 e; καὶ [[μισόδημος]], Andoc. 4, 16; Folgde. – Adv., Plat. Rep. VIII, 555 a.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui concerne l'oligarchie]];<br /><b>2</b> [[partisan de l'oligarchie]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀλιγαρχία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλῐγαρχικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[олигархический]] ([[κόσμος]] Thuc.; [[νόμος]], [[πολιτεία]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[сочувствующий олигархии]] ([[ἄνδρες]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[сторонник олигархии]] Plat., Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγαρχικός''': ή, ον, ὁ ἀνήκων, ἁρμόζων εἰς ὀλιγαρχίαν ἢ [[ὅμοιος]] αὐτῇ ὀλ. [[κόσμος]] Θουκ. 8. 72· ξυνωμοσία ὁ αὐτ. 6. 60· δίκαιον, [[νόμος]] Ἀριστ. Πολιτ. 3. 9, 1., 3. 10, 5· [[πολιτεία]] [[αὐτόθι]] 3. 17, 6, κ. ἀλλ. ἡ ὀλιαρχική = [[ὀλιγαρχία]], [[αὐτόθι]] 8. 12, 15· τοῦτο ὀλιγαρχικώτερον [[αὐτόθι]] 3. 10, 5. - Ἐπίρρ. ὀλιγαρχικῶς, Πλάτ. Πολ. 555Α, Δημ. 200. 15. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ῥέπων, ἢ ἀφωσιωμένος εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, Ἀνδοκ. 31. 10, Λυσ. 171. 36, Πλάτ. Πολ. 545Α, κ. ἀλλ.· οἱ ὀλιγαρχικοὶ [[ἐναντίον]] τῷ οἱ δημοτικοί, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 3, 2.
|lstext='''ὀλῐγαρχικός''': ή, ον, ὁ ἀνήκων, ἁρμόζων εἰς ὀλιγαρχίαν ἢ [[ὅμοιος]] αὐτῇ ὀλ. [[κόσμος]] Θουκ. 8. 72· ξυνωμοσία ὁ αὐτ. 6. 60· δίκαιον, [[νόμος]] Ἀριστ. Πολιτ. 3. 9, 1., 3. 10, 5· [[πολιτεία]] [[αὐτόθι]] 3. 17, 6, κ. ἀλλ. ἡ ὀλιγαρχική = [[ὀλιγαρχία]], [[αὐτόθι]] 8. 12, 15· τοῦτο ὀλιγαρχικώτερον [[αὐτόθι]] 3. 10, 5. - Ἐπίρρ. [[ὀλιγαρχικῶς]], Πλάτ. Πολ. 555Α, Δημ. 200. 15. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ῥέπων, ἢ ἀφωσιωμένος εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, Ἀνδοκ. 31. 10, Λυσ. 171. 36, Πλάτ. Πολ. 545Α, κ. ἀλλ.· οἱ ὀλιγαρχικοὶ [[ἐναντίον]] τῷ οἱ δημοτικοί, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 3, 2.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l’oligarchie;<br /><b>2</b> partisan de l’oligarchie.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλιγαρχία]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀλιγαρχικός]], -ή, -όν) [[ολιγαρχία]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην [[ολιγαρχία]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εμφορείται από ολιγαρχικά φρονήματα, ο [[οπαδός]] της ολιγαρχίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ολιγαρχικό [[πολίτευμα]]» — η [[ολιγαρχία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ολιγαρχικός]] και -<i>ά</i> (Α ὀλιγαρχικῶς)<br />με ολιγαρχικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀλιγαρχικός]], -ή, -όν) [[ολιγαρχία]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην [[ολιγαρχία]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εμφορείται από ολιγαρχικά φρονήματα, ο [[οπαδός]] της ολιγαρχίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ολιγαρχικό [[πολίτευμα]]» — η [[ολιγαρχία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ολιγαρχικός]] και -<i>ά</i> (Α ὀλιγαρχικῶς)<br />με ολιγαρχικό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλῐγαρχικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[ολιγαρχικός]], αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή είναι [[παρόμοιος]] με την [[ολιγαρχία]], ὀλιγαρχικὸς [[κόσμος]], σε Θουκ., Αριστ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ρέπει σε ολιγαρχικές απόψεις, σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀλῐγαρχικός, ή, όν<br /><b class="num">1.</b> [[oligarchical]], of, for or like [[oligarchy]], ὀλ. [[κόσμος]] Thuc., Arist.:—adv. -χῶς, Plat., Dem.<br /><b class="num">2.</b> of persons, inclined to [[oligarchy]], Plat.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[ad paucorum imperium pertinens]]'', [[pertaining to rule by a few]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.60.1/ 6.60.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.72.2/ 8.72.2].
}}
}}

Latest revision as of 14:38, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγαρχικός Medium diacritics: ὀλιγαρχικός Low diacritics: ολιγαρχικός Capitals: ΟΛΙΓΑΡΧΙΚΟΣ
Transliteration A: oligarchikós Transliteration B: oligarchikos Transliteration C: oligarchikos Beta Code: o)ligarxiko/s

English (LSJ)

ὀλιγαρχική, ὀλιγαρχικόν,
A oligarchic, oligarchical, ὀ. κόσμος Th.8.72; ξυνωμοσία Id.6.60; δίκαιον, νόμος, Arist.Pol.1280a8, 1281a37; πολιτεῖαι ib.1288a22; [πόλις] ib.1316b7; τοῦτο ὀλιγαρχικώτερον ib.1281a33. Adv. ὀλιγαρχικῶς Pl.R. 555a, D.15.33.
2 of persons, inclined to oligarchy or devoted to oligarchy, And.4.16, Lys.25.8, Pl.R. 545a, al.; οἱ ὀλιγαρχικοί, opp. οἱ δημοκρατικοί, Arist.Pol.1280a27.

German (Pape)

[Seite 320] ή, όν, die Oligarchie betreffend, von Menschen, oligarchisch gesinnt, für die Herrschaft Weniger geneigt; Thuc. 8, 72; Plat. Rep. VIII, 553 e; καὶ μισόδημος, Andoc. 4, 16; Folgde. – Adv., Plat. Rep. VIII, 555 a.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne l'oligarchie;
2 partisan de l'oligarchie.
Étymologie: ὀλιγαρχία.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγαρχικός:
1 олигархический (κόσμος Thuc.; νόμος, πολιτεία Arst.);
2 сочувствующий олигархии (ἄνδρες Plut.).
IIсторонник олигархии Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγαρχικός: ή, ον, ὁ ἀνήκων, ἁρμόζων εἰς ὀλιγαρχίαν ἢ ὅμοιος αὐτῇ ὀλ. κόσμος Θουκ. 8. 72· ξυνωμοσία ὁ αὐτ. 6. 60· δίκαιον, νόμος Ἀριστ. Πολιτ. 3. 9, 1., 3. 10, 5· πολιτεία αὐτόθι 3. 17, 6, κ. ἀλλ. ἡ ὀλιγαρχική = ὀλιγαρχία, αὐτόθι 8. 12, 15· τοῦτο ὀλιγαρχικώτερον αὐτόθι 3. 10, 5. - Ἐπίρρ. ὀλιγαρχικῶς, Πλάτ. Πολ. 555Α, Δημ. 200. 15. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ῥέπων, ἢ ἀφωσιωμένος εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, Ἀνδοκ. 31. 10, Λυσ. 171. 36, Πλάτ. Πολ. 545Α, κ. ἀλλ.· οἱ ὀλιγαρχικοὶ ἐναντίον τῷ οἱ δημοτικοί, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 3, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀλιγαρχικός, -ή, -όν) ολιγαρχία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ολιγαρχία
2. (για πρόσ.) αυτός που εμφορείται από ολιγαρχικά φρονήματα, ο οπαδός της ολιγαρχίας
νεοελλ.
φρ. «ολιγαρχικό πολίτευμα» — η ολιγαρχία.
επίρρ...
ολιγαρχικός και -ά (Α ὀλιγαρχικῶς)
με ολιγαρχικό τρόπο.

Greek Monotonic

ὀλῐγαρχικός: -ή, -όν,
1. ολιγαρχικός, αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή είναι παρόμοιος με την ολιγαρχία, ὀλιγαρχικὸς κόσμος, σε Θουκ., Αριστ.· επίρρ. -κῶς, σε Πλάτ., Δημ.
2. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ρέπει σε ολιγαρχικές απόψεις, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὀλῐγαρχικός, ή, όν
1. oligarchical, of, for or like oligarchy, ὀλ. κόσμος Thuc., Arist.:—adv. -χῶς, Plat., Dem.
2. of persons, inclined to oligarchy, Plat.

Lexicon Thucydideum

ad paucorum imperium pertinens, pertaining to rule by a few, 6.60.1, 8.72.2.