μεταλλευτικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(6_10)
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metalleftikos
|Transliteration C=metalleftikos
|Beta Code=metalleutiko/s
|Beta Code=metalleutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">skilled in searching for metals</b>: <b class="b3">-κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>) the <b class="b2">art of mining</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1258b31</span>, <span class="title">Oec.</span> <span class="bibl">1343a27</span>; μ. ἐργασία <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>8.962B.</span><span class="bibl">28</span> (ii A. D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">consisting of mines</b>, κτῆμα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>847d</span>.</span>
|Definition=μεταλλευτική, μεταλλευτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[skilled in searching for metals]]: ἡ [[μεταλλευτική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) the [[art of mining]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1258b31, ''Oec.'' 1343a27; μ. ἐργασία ''PSI''8.962B.28 (ii A. D.).<br><span class="bld">II</span> of or [[consisting of mines]], κτῆμα [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''847d.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0149.png Seite 149]] zum Aufsuchen des Metalls, zum Bergbau gehörig; ἡ μεταλλευτική, der Bergbau, Arist. pol. 1, 11; – metallisch, [[κτῆμα]], Plat. Legg. VIII, 847 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0149.png Seite 149]] zum Aufsuchen des Metalls, zum Bergbau gehörig; ἡ μεταλλευτική, der Bergbau, Arist. pol. 1, 11; – metallisch, [[κτῆμα]], Plat. Legg. VIII, 847 d.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui concerne le travail des mines]] ; ἡ μεταλλευτική ([[τέχνη]]) l'art d'exploiter une mine;<br /><b>2</b> [[qui consiste en mines]], [[métallurgique]].<br />'''Étymologie:''' [[μεταλλεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταλλευτικός:''' [[горнопромышленный]], [[рудный]] ([[κτῆμα]] Plat.; [[κτῆσις]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταλλευτικός''': -ή, -όν, [[ἔμπειρος]] περὶ τὸ μεταλλεύειν ἢ ἀναζητεῖν μέταλλα, ἡ -κὴ (δηλ. [[τέχνη]]) Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 4. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημ. 251. 19. ΙΙ. ὁ συνιστάμενος ἐκ μεταλλείων, μ. [[κτῆμα]] Πλάτ. Νόμ. 847D· [[κτῆσις]] Ἀριστ. Οἰκ. 1. 2, 2.
|lstext='''μεταλλευτικός''': -ή, -όν, [[ἔμπειρος]] περὶ τὸ μεταλλεύειν ἢ ἀναζητεῖν μέταλλα, ἡ -κὴ (δηλ. [[τέχνη]]) Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 4. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημ. 251. 19. ΙΙ. ὁ συνιστάμενος ἐκ μεταλλείων, μ. [[κτῆμα]] Πλάτ. Νόμ. 847D· [[κτῆσις]] Ἀριστ. Οἰκ. 1. 2, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταλλευτικός]], -ή, -όν) [[μεταλλεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μεταλλείο]], στη [[μετάλλευση]] ή στον μεταλλευτή («μεταλλευτική [[έρευνα]]»)<br /><b>2.</b> [[ικανός]], [[έμπειρος]] στην [[αναζήτηση]] και [[εξόρυξη]] μετάλλων<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μεταλλευτική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] της ανεύρεσης και εξόρυξης μεταλλευμάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεταλλευτικῶς</i> (Μ)<br />με μεταλλευτικό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταλλευτικός:''' -ή, -όν, [[προικισμένος]] στην [[έρευνα]] για μέταλλα· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), το [[επιτήδευμα]], η [[τέχνη]] του μεταλλωρύχου, σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μεταλλευτικός]], ή, όν<br />[[skilled]] in [[searching]] for metals: ἡ -κή (''[[sc.]]'' τέχνἠ the art of [[mining]], Arist. [from [[μεταλλεύω]]
}}
}}

Latest revision as of 17:28, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλευτικός Medium diacritics: μεταλλευτικός Low diacritics: μεταλλευτικός Capitals: ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: metalleutikós Transliteration B: metalleutikos Transliteration C: metalleftikos Beta Code: metalleutiko/s

English (LSJ)

μεταλλευτική, μεταλλευτικόν,
A skilled in searching for metals: ἡ μεταλλευτική (sc. τέχνη) the art of mining, Arist.Pol.1258b31, Oec. 1343a27; μ. ἐργασία PSI8.962B.28 (ii A. D.).
II of or consisting of mines, κτῆμα Pl.Lg.847d.

German (Pape)

[Seite 149] zum Aufsuchen des Metalls, zum Bergbau gehörig; ἡ μεταλλευτική, der Bergbau, Arist. pol. 1, 11; – metallisch, κτῆμα, Plat. Legg. VIII, 847 d.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne le travail des mines ; ἡ μεταλλευτική (τέχνη) l'art d'exploiter une mine;
2 qui consiste en mines, métallurgique.
Étymologie: μεταλλεύω.

Russian (Dvoretsky)

μεταλλευτικός: горнопромышленный, рудный (κτῆμα Plat.; κτῆσις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλευτικός: -ή, -όν, ἔμπειρος περὶ τὸ μεταλλεύειν ἢ ἀναζητεῖν μέταλλα, ἡ -κὴ (δηλ. τέχνη) Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 4. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημ. 251. 19. ΙΙ. ὁ συνιστάμενος ἐκ μεταλλείων, μ. κτῆμα Πλάτ. Νόμ. 847D· κτῆσις Ἀριστ. Οἰκ. 1. 2, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεταλλευτικός, -ή, -όν) μεταλλεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεταλλείο, στη μετάλλευση ή στον μεταλλευτή («μεταλλευτική έρευνα»)
2. ικανός, έμπειρος στην αναζήτηση και εξόρυξη μετάλλων
3. το θηλ. ως ουσ. η μεταλλευτική (ενν. τέχνη)
η τέχνη της ανεύρεσης και εξόρυξης μεταλλευμάτων.
επίρρ...
μεταλλευτικῶς (Μ)
με μεταλλευτικό τρόπο.

Greek Monotonic

μεταλλευτικός: -ή, -όν, προικισμένος στην έρευνα για μέταλλα· ἡ -κή (ενν. τέχνη), το επιτήδευμα, η τέχνη του μεταλλωρύχου, σε Αριστ.

Middle Liddell

μεταλλευτικός, ή, όν
skilled in searching for metals: ἡ -κή (sc. τέχνἠ the art of mining, Arist. [from μεταλλεύω