καυσία: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
mNo edit summary
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kafsia
|Transliteration C=kafsia
|Beta Code=kausi/a
|Beta Code=kausi/a
|Definition=ἡ, [[wide]] [[brimmed]] [[hat]], [[felt]] [[hat]] used by the [[Macedonian]]s, forming part of the [[regalia]] of their [[king]]s, <span class="bibl">Men.331</span>, <span class="bibl">Duris 14</span> J., Ephipp. (<span class="title">FGrH</span> 126) 5 J., <span class="bibl">Nearch.28</span> J., <span class="bibl">Plb.4.4.5</span>, <span class="title">AP</span>6.335 (Antip. Thess.), <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span>54</span>, <span class="bibl">Arr. <span class="title">An.</span>7.22.2</span>, <span class="bibl">Hdn.4.8.2</span>.
|Definition=ἡ, [[wide]] [[brimmed]] [[hat]], [[felt]] [[hat]] used by the [[Macedonian]]s, forming part of the [[regalia]] of their [[king]]s, Men.331, Duris 14 J., Ephipp. (''FGrH'' 126) 5 J., Nearch.28 J., Plb.4.4.5, ''AP''6.335 (Antip. Thess.), Plu.''Ant.''54, Arr. ''An.''7.22.2, Hdn.4.8.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />chapeau macédonien à larges bords pour garantir du soleil.<br />'''Étymologie:''' [[καίω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[chapeau macédonien à larges bords pour garantir du soleil]].<br />'''Étymologie:''' [[καίω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καυσία''': ἐλαφρὸς καὶ εὐρὺν ἔχων γῦρον [[πῖλος]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Μακεδόσι πρὸς ἀπόκρουσιν τῶν καυστικῶν τοῦ ἡλίου ἀκτίνων ([[καῦσις]]), Μένανδρ. ἐν «Μισογ.» 11, Πολύβ. 4. 4, 5, Ἀρρ. Ἀν. 7. 22, Ἀνθ. Π. 6. 335· πρβλ. Sturz εἰς Διαλ. Μακ. 41, Βεκκῆρον εἰς Χαρικλ. 443· «[[εἶδος]] πίλου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς (ὡς καὶ [[τιάρα]]), σκέπουσά τε ἀπὸ καύσωνος καὶ ὡς εἰς περικεφαλαίαν συντελοῦσά τι» Λεξικ. Ρητορ. σ. 269, 19· «[[καυσία]]· [[πῖλος]] [[πλατύς]], ὃν οἱ Μακεδονικοὶ βασιλεῖς ἐφόρουν λευκὸν αὐτῷ [[διάδημα]] περιειλοῦντες» Εὐστάθ. 1398. 3· «[[καυσία]]· εὔκολον [[ὅπλον]] Μακεδονικὸν καὶ [[σκέπας]] ἐν νιφετῷ καὶ [[κόρυς]] ἐν πολέμῳ» Ἀνθ. Π. 6. 335· συνάπτεται συχνὰ μετὰ τῆς χλαμύδος, ἥτις [[ἐπίσης]] ἦτο τῶν Μακεδόνων, Ἀθήν. 537F, 536A· χλαμὺς καὶ κ. διαδηματοφόρος Πλουτ. Ἀντών. 54, Ἠθ. 760Β.
|elnltext=καυσία -ας, ἡ [[κάω]] [[vilthoed]] (Macedonisch).
}}
{{grml
|mltxt=[[καυσία]], ἡ (Α) [[καύσος]]<br />ελαφρό, [[λευκό]], πλατύγυρο [[κάλυμμα]] του κεφαλιού που φορούσαν οι Μακεδόνες για [[προφύλαξη]] από τον ήλιο («κρηπῑσι καὶ χλαμύδι καὶ καυσίᾳ διαδηματοφόρῳ κεκοσμημένον», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καυσία:''' ион. [[καυσίη]] ἡ [[кавсия]] (широкополая войлочная шляпа у македонян) Polyb., Plut., Anth.
|elrutext='''καυσία:''' ион. [[καυσίη]] ἡ [[кавсия]] (широкополая войлочная шляпа у македонян) Polyb., Plut., Anth.
}}
}}
{{elnl
{{eles
|elnltext=καυσία -ας, ἡ [[κάω]] [[vilthoed]] (Macedonisch).
|esgtx=[[gorro de fieltro]]
}}
{{grml
|mltxt=[[καυσία]], ἡ (Α) [[καύσος]]<br />ελαφρό, [[λευκό]], πλατύγυρο [[κάλυμμα]] του κεφαλιού που φορούσαν οι Μακεδόνες για [[προφύλαξη]] από τον ήλιο («κρηπῖσι καὶ χλαμύδι καὶ καυσίᾳ διαδηματοφόρῳ κεκοσμημένον», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{ls
|lstext='''καυσία''': ἐλαφρὸς καὶ εὐρὺν ἔχων γῦρον [[πῖλος]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Μακεδόσι πρὸς ἀπόκρουσιν τῶν καυστικῶν τοῦ ἡλίου ἀκτίνων ([[καῦσις]]), Μένανδρ. ἐν «Μισογ.» 11, Πολύβ. 4. 4, 5, Ἀρρ. Ἀν. 7. 22, Ἀνθ. Π. 6. 335· πρβλ. Sturz εἰς Διαλ. Μακ. 41, Βεκκῆρον εἰς Χαρικλ. 443· «[[εἶδος]] πίλου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς (ὡς καὶ [[τιάρα]]), σκέπουσά τε ἀπὸ καύσωνος καὶ ὡς εἰς περικεφαλαίαν συντελοῦσά τι» Λεξικ. Ρητορ. σ. 269, 19· «[[καυσία]]· [[πῖλος]] [[πλατύς]], ὃν οἱ Μακεδονικοὶ βασιλεῖς ἐφόρουν λευκὸν αὐτῷ [[διάδημα]] περιειλοῦντες» Εὐστάθ. 1398. 3· «[[καυσία]]· εὔκολον [[ὅπλον]] Μακεδονικὸν καὶ [[σκέπας]] ἐν νιφετῷ καὶ [[κόρυς]] ἐν πολέμῳ» Ἀνθ. Π. 6. 335· συνάπτεται συχνὰ μετὰ τῆς χλαμύδος, ἥτις [[ἐπίσης]] ἦτο τῶν Μακεδόνων, Ἀθήν. 537F, 536A· χλαμὺς καὶ κ. διαδηματοφόρος Πλουτ. Ἀντών. 54, Ἠθ. 760Β.
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 32: Line 35:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''καυσία''': {kausía}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': Ben. eines königlichen Filzhutes bei den Makedonen (hell. u. spät; s. Hoffmann Maked. 55ff.).<br />'''Etymology''': Unerklärt. Lose Vermutung von Sapir AmJPh 60, 464.<br />'''Page''' 1,803
|ftr='''καυσία''': {kausía}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': Ben. eines königlichen Filzhutes bei den Makedonen (hell. u. spät; s. Hoffmann Maked. 55ff.).<br />'''Etymology''': Unerklärt. Lose [[Vermutung]] von Sapir AmJPh 60, 464.<br />'''Page''' 1,803
}}
}}

Latest revision as of 21:33, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυσία Medium diacritics: καυσία Low diacritics: καυσία Capitals: ΚΑΥΣΙΑ
Transliteration A: kausía Transliteration B: kausia Transliteration C: kafsia Beta Code: kausi/a

English (LSJ)

ἡ, wide brimmed hat, felt hat used by the Macedonians, forming part of the regalia of their kings, Men.331, Duris 14 J., Ephipp. (FGrH 126) 5 J., Nearch.28 J., Plb.4.4.5, AP6.335 (Antip. Thess.), Plu.Ant.54, Arr. An.7.22.2, Hdn.4.8.2.

German (Pape)

[Seite 1408] ἡ, ein weißer macedonischer Hut mit breiten Krempen, gegen die Sonnenhitze (καῦσις); Antip. Th. 10 (VI, 335) nennt ihn Μακεδόσιν εὔκολον ὅπλον καὶ σκέπας ἐν νιφετῷ καὶ κόρυς ἐν πολέμῳ; Pol. 4, 4, 5 Plut. Ant. 54 u. öfter; Poll. 10, 162.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chapeau macédonien à larges bords pour garantir du soleil.
Étymologie: καίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καυσία -ας, ἡ κάω vilthoed (Macedonisch).

Russian (Dvoretsky)

καυσία: ион. καυσίηкавсия (широкополая войлочная шляпа у македонян) Polyb., Plut., Anth.

Spanish

gorro de fieltro

Greek Monolingual

καυσία, ἡ (Α) καύσος
ελαφρό, λευκό, πλατύγυρο κάλυμμα του κεφαλιού που φορούσαν οι Μακεδόνες για προφύλαξη από τον ήλιο («κρηπῖσι καὶ χλαμύδι καὶ καυσίᾳ διαδηματοφόρῳ κεκοσμημένον», Πλούτ.).

Greek (Liddell-Scott)

καυσία: ἐλαφρὸς καὶ εὐρὺν ἔχων γῦρον πῖλος ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Μακεδόσι πρὸς ἀπόκρουσιν τῶν καυστικῶν τοῦ ἡλίου ἀκτίνων (καῦσις), Μένανδρ. ἐν «Μισογ.» 11, Πολύβ. 4. 4, 5, Ἀρρ. Ἀν. 7. 22, Ἀνθ. Π. 6. 335· πρβλ. Sturz εἰς Διαλ. Μακ. 41, Βεκκῆρον εἰς Χαρικλ. 443· «εἶδος πίλου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς (ὡς καὶ τιάρα), σκέπουσά τε ἀπὸ καύσωνος καὶ ὡς εἰς περικεφαλαίαν συντελοῦσά τι» Λεξικ. Ρητορ. σ. 269, 19· «καυσία· πῖλος πλατύς, ὃν οἱ Μακεδονικοὶ βασιλεῖς ἐφόρουν λευκὸν αὐτῷ διάδημα περιειλοῦντες» Εὐστάθ. 1398. 3· «καυσία· εὔκολον ὅπλον Μακεδονικὸν καὶ σκέπας ἐν νιφετῷ καὶ κόρυς ἐν πολέμῳ» Ἀνθ. Π. 6. 335· συνάπτεται συχνὰ μετὰ τῆς χλαμύδος, ἥτις ἐπίσης ἦτο τῶν Μακεδόνων, Ἀθήν. 537F, 536A· χλαμὺς καὶ κ. διαδηματοφόρος Πλουτ. Ἀντών. 54, Ἠθ. 760Β.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: name of a royal felt hat by the Macedonians (hell.; s. Hoffmann Maked. 55ff.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: - Unexplained. Suggestion by Sapir AmJPh 60, 464. DELG connects καίω (?). Fur. 119 refers to γαύσαπος and γαυσάπης; also Lat. gloss on gausape. Quite unclear.

Frisk Etymology German

καυσία: {kausía}
Grammar: f.
Meaning: Ben. eines königlichen Filzhutes bei den Makedonen (hell. u. spät; s. Hoffmann Maked. 55ff.).
Etymology: Unerklärt. Lose Vermutung von Sapir AmJPh 60, 464.
Page 1,803