false prophet: Difference between revisions
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
mNo edit summary |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ψευδοπροφήτης:''' ου ὁ лжепророк NT. | |elrutext='''ψευδοπροφήτης:''' ου ὁ [[лжепророк]] NT. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 37: | Line 37: | ||
{{wkpel | {{wkpel | ||
|wkeltx=Αυτός που ψεύδεται για μια υποτιθέμενη έμπνευσή του από τον Θεό. Αυτός που προλέγει κάτι και διαψεύδεται, είτε εξ ιδίας προέλευσης, είτε δήθεν εκ Θεού. Σε όλη την Βιβλική περίοδο —τόσο κατά τη χριστιανική εποχή όσο και πριν από αυτή— καταγράφεται ότι υπήρχαν ψευδοπροφήτες σε αντιπαράθεση με τους προφήτες που απέδιδαν την προέλευση των προφητικών λόγων τους στον αληθινό Θεό. | |wkeltx=Αυτός που ψεύδεται για μια υποτιθέμενη έμπνευσή του από τον Θεό. Αυτός που προλέγει κάτι και διαψεύδεται, είτε εξ ιδίας προέλευσης, είτε δήθεν εκ Θεού. Σε όλη την Βιβλική περίοδο —τόσο κατά τη χριστιανική εποχή όσο και πριν από αυτή— καταγράφεται ότι υπήρχαν ψευδοπροφήτες σε αντιπαράθεση με τους προφήτες που απέδιδαν την προέλευση των προφητικών λόγων τους στον αληθινό Θεό. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[pseudoprophet]]=== | |||
Dutch: [[valse profeet]]; Finnish: väärä profeetta; French: [[faux prophète]], [[pseudoprophète]]; German: [[Pseudoprophet]]; Gothic: 𐌲𐌰𐌻𐌹𐌿𐌲𐌰𐍀𐍂𐌰𐌿𐍆𐌴𐍄𐌿𐍃, 𐌻𐌹𐌿𐌲𐌽𐌰𐍀𐍂𐌰𐌿𐍆𐌴𐍄𐌿𐍃; Greek: [[ψευδοπροφήτης]]; Ancient Greek: [[ψευδοπροφήτης]]; Italian: [[falso profeta]]; Latin: [[pseudopropheta]]; Polish: fałszywy prorok; Russian: [[лжепророк]]; Spanish: [[falso profeta]], [[pseudoprofeta]]; Tagalog: bulaang propeta | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:14, 26 November 2024
English > Greek (Woodhouse)
substantive
false prophet, pseudoprophet, lying prophet: V. ψευδόμαντις, ὁ or ἡ, ψευδοπροφήτης
German (Pape)
[Seite 1395] ὁ, falscher Prophet, Lügenprophet, Sp., wie Ev. Matth. 7, 15.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψευδοπροφήτης -ου, ὁ [ψευδής, προφήτης] valse profeet. NT.
Russian (Dvoretsky)
ψευδοπροφήτης: ου ὁ лжепророк NT.
English (Strong)
from ψευδής and προφήτης; a spurious prophet, i.e. pretended foreteller or religious impostor: false prophet.
English (Thayer)
ψευδοπροφήτου, ὁ (ψευδής and προφήτης), "one who, acting the part of a divinely inspired prophet, utters falsehoods under the name of divine prophecies, a false prophet": Josephus, Antiquities 8,13, 1; 10,7, 3; b. j. 6,5, 2; (τόν τοιοῦτον ἐυθυβόλω ὀνόματι ψευδοπροφήτην προσαγορευει, κιβδηλευοντα τήν ἀληθῆ προφητείαν καί τά γνησια νοθοις ἑυρημασι ἐπισκιαζοντα κτλ., Philo de spec. legg. iii. § 8); ecclesiastical writings (' Teaching' 11,5 [ET] etc. (where see Harnack)); Greek writers use ψευδόμαντις.)
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ,και τ. θηλ. ψευδοπροφήτις, -ήτιδος, Μ
ψευτοπροφήτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ψευδ(ο)- + προφήτης.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοπροφήτης: -ου, ὁ, ψευδὴς ἢ ψευδόμενος προφήτης, Κλήμ. Ἀλ. 368, Ὠριγέν. τ. 3, σ. 781D, Ἱω. Δαμασκ. τ. 1, σ. 88D, κλπ.· θηλ. -ῆτις, ιδος, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 27. - Ἐπίθ. -ητικός, ή, όν, τὸ ψευδοπροφητικὸν πνεῦμα αὐτόθι 5. 16, 5.
Wikipedia EN
In religion, a false prophet is one who falsely claims the gift of prophecy or divine inspiration, or who uses that gift for evil ends. Often, someone who is considered a "true prophet" by some people is simultaneously considered a "false prophet" by others, even within the same religion as the "prophet" in question. The term is sometimes applied outside religion to describe someone who fervently promotes a theory that the speaker thinks is false.
Wikipedia IT
Falso profeta è un titolo che si dà ad una persona che illegittimamente si proclama detentrice di particolari conoscenze o messaggi divini. Il termine è a volte applicato al di fuori della religione per descrivere qualcuno che promuove fervorosamente una teoria che altri considerano falsa.
Wikipedia ES
Un falso profeta es aquel individuo que ilegítimamente finge cualidades de profecía o se proclama poseedor o receptor de determinados dones divinos, sin realmente poseerlos. Se usa de modo especial en la religión judeocristiana para referirse a impostores que ejercen un ministerio religioso que está contaminado por la falsedad y malicia de la apostasía y la hipocresía.
Wikipedia EL
Αυτός που ψεύδεται για μια υποτιθέμενη έμπνευσή του από τον Θεό. Αυτός που προλέγει κάτι και διαψεύδεται, είτε εξ ιδίας προέλευσης, είτε δήθεν εκ Θεού. Σε όλη την Βιβλική περίοδο —τόσο κατά τη χριστιανική εποχή όσο και πριν από αυτή— καταγράφεται ότι υπήρχαν ψευδοπροφήτες σε αντιπαράθεση με τους προφήτες που απέδιδαν την προέλευση των προφητικών λόγων τους στον αληθινό Θεό.
Translations
pseudoprophet
Dutch: valse profeet; Finnish: väärä profeetta; French: faux prophète, pseudoprophète; German: Pseudoprophet; Gothic: 𐌲𐌰𐌻𐌹𐌿𐌲𐌰𐍀𐍂𐌰𐌿𐍆𐌴𐍄𐌿𐍃, 𐌻𐌹𐌿𐌲𐌽𐌰𐍀𐍂𐌰𐌿𐍆𐌴𐍄𐌿𐍃; Greek: ψευδοπροφήτης; Ancient Greek: ψευδοπροφήτης; Italian: falso profeta; Latin: pseudopropheta; Polish: fałszywy prorok; Russian: лжепророк; Spanish: falso profeta, pseudoprofeta; Tagalog: bulaang propeta