ἐπισφάζω: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
(13_6a)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0987.png Seite 987]] auch [[ἐπισφάττω]] (s. [[σφάζω]]), dabei, darüber schlachten, opfern, κἄμ' ἐπισφάξαι τάφῳ Eur. Hec. 505; τρίτον θῦμ' ὡς ἐπισφάξων δυοῖν, zu zwei Opfern noch ein drittes, Herc. Fur. 995; τινά τινι, auf Einen, Xen. An. 1, 8, 29; ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἀβραδάτᾳ Cyr. 7, 3, 7, beim Grabe des Abradatas; ἐπισφαγήσεται ib. 11; vgl. Eur. El. 92 πυρᾷ [[αἷμα]] μηλείου φόνου; Sp., wie Plut. Anton. 13; vollends tödten, 76. – Uebertr., durch Reden umbringen, Luc. Iov. Trag. 43.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0987.png Seite 987]] auch [[ἐπισφάττω]] (s. [[σφάζω]]), dabei, darüber schlachten, opfern, κἄμ' ἐπισφάξαι τάφῳ Eur. Hec. 505; τρίτον θῦμ' ὡς ἐπισφάξων δυοῖν, zu zwei Opfern noch ein drittes, Herc. Fur. 995; τινά τινι, auf Einen, Xen. An. 1, 8, 29; ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἀβραδάτᾳ Cyr. 7, 3, 7, beim Grabe des Abradatas; ἐπισφαγήσεται ib. 11; vgl. Eur. El. 92 πυρᾷ [[αἷμα]] μηλείου φόνου; Sp., wie Plut. Anton. 13; vollends tödten, 76. – Uebertr., durch Reden umbringen, Luc. Iov. Trag. 43.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπισφάζω''': μεταγεν. -[[σφάττω]], [[σφάζω]] ἐπί, [[σφάζω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι, ἰδίως ἐπὶ ἐπιτυμβίων θυσιῶν, κἄμ᾿ ἐπισφάξαι τάφῳ Εὐρ. Ἑκ. 505· καὶ ἅμα πρόβατα πολλὰ ἐλαύνειν ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἀβραδάτᾳ Ξεν. Κύρ. 7. 3, 7. 2) [[ἐπιχέω]], [[αἷμα]] μηλείου φόνου ἐπ. Εὐρ. Ἠλ. 92, πρβλ. 281. ‒ Παθ., [[αἷμα]] [[ἀρτίως]] ἐπεσφαγμένον Ἀριστ. π. Χρωμ. 5, 19. ΙΙ. [[σφάζω]] ἐπί τινος ἢ [[προσέτι]], τρίτον θῦμ᾿ ὡς ἐπισφάξων δυοῖν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 995, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8, 29 ([[ἔνθα]] καὶ τὸ Μέσ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ)· Ἀντώνιον ἐπ. Καίσαρι Πλουτ. Βροῦτ. 18: ‒ ἐκ νέου [[φονεύω]], νεκροὺς ἐπισφάττειν Διογ. Λ. 2. 135. ΙΙΙ. [[φονεύω]] ἐντελῶς, «ἀποτελειώνω», Λατ. conficere, Πλουτ. Ἀντών. 76: ‒ μεταφ., σκοτώνω, σὺ ἡμᾶς ἐπισφάττεις, ὦ Μῶμε, οὐκ ἐν καιρῷ ἐπιτιμῶν Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 43.
}}
}}

Revision as of 09:28, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισφάζω Medium diacritics: ἐπισφάζω Low diacritics: επισφάζω Capitals: ΕΠΙΣΦΑΖΩ
Transliteration A: epispházō Transliteration B: episphazō Transliteration C: episfazo Beta Code: e)pisfa/zw

English (LSJ)

later ἐπισυ-σφάττω,

   A slaughter over or upon, esp. of sacrifices at a tomb, κἄμ' ἐπισφάξαι τάφῳ E.Hec.505 ; πρόβατά τινι ἐ. sacrifice them to the dead, X.Cyr.7.3.7 (Pass.).    2 αἷμα μηλείου φόνου ἐ. shed the blood of slaughtered sheep over, E.El.92, cf. 281 ; αἷμ' ἐπισφάξας νέον Id.Sthen.p.44A.:—Pass., αἷμα ἀρτίως ἐπεσφαγμένον Arist. Col.796a15.    II kill upon or besides, τρίτον θῦμ' ὡς ἐπισφάξων δυοῖν E.HF995, cf. X.An.1.8.29 (also ἑαυτὸν ἐπισφάξασθαι ibid.); Ἀντώνιον ἐ. Καίσαρι Plu.Brut.18 :—Pass., ἐπεσφάγη τοῖς παισίν J.BJ5.13. I, cf. Philostr.V A4.16.    2 kill over again, νεκρούς D.L.2.135.    III dispatch, strike the death-blow, Thphr. ap. Porph.Abst. 2.30, Plu.Ant.76 : metaph., talk one to death, Luc.JTr.43.

German (Pape)

[Seite 987] auch ἐπισφάττω (s. σφάζω), dabei, darüber schlachten, opfern, κἄμ' ἐπισφάξαι τάφῳ Eur. Hec. 505; τρίτον θῦμ' ὡς ἐπισφάξων δυοῖν, zu zwei Opfern noch ein drittes, Herc. Fur. 995; τινά τινι, auf Einen, Xen. An. 1, 8, 29; ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἀβραδάτᾳ Cyr. 7, 3, 7, beim Grabe des Abradatas; ἐπισφαγήσεται ib. 11; vgl. Eur. El. 92 πυρᾷ αἷμα μηλείου φόνου; Sp., wie Plut. Anton. 13; vollends tödten, 76. – Uebertr., durch Reden umbringen, Luc. Iov. Trag. 43.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισφάζω: μεταγεν. -σφάττω, σφάζω ἐπί, σφάζω ἐπάνω εἴς τι, ἰδίως ἐπὶ ἐπιτυμβίων θυσιῶν, κἄμ᾿ ἐπισφάξαι τάφῳ Εὐρ. Ἑκ. 505· καὶ ἅμα πρόβατα πολλὰ ἐλαύνειν ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἀβραδάτᾳ Ξεν. Κύρ. 7. 3, 7. 2) ἐπιχέω, αἷμα μηλείου φόνου ἐπ. Εὐρ. Ἠλ. 92, πρβλ. 281. ‒ Παθ., αἷμα ἀρτίως ἐπεσφαγμένον Ἀριστ. π. Χρωμ. 5, 19. ΙΙ. σφάζω ἐπί τινος ἢ προσέτι, τρίτον θῦμ᾿ ὡς ἐπισφάξων δυοῖν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 995, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8, 29 (ἔνθα καὶ τὸ Μέσ. ὡσαύτως ἀπαντᾷ)· Ἀντώνιον ἐπ. Καίσαρι Πλουτ. Βροῦτ. 18: ‒ ἐκ νέου φονεύω, νεκροὺς ἐπισφάττειν Διογ. Λ. 2. 135. ΙΙΙ. φονεύω ἐντελῶς, «ἀποτελειώνω», Λατ. conficere, Πλουτ. Ἀντών. 76: ‒ μεταφ., σκοτώνω, σὺ ἡμᾶς ἐπισφάττεις, ὦ Μῶμε, οὐκ ἐν καιρῷ ἐπιτιμῶν Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 43.