ἀξίωμα: Difference between revisions
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(13_6a) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0271.png Seite 271]] τό, 1) die Würdigung; Würde, Ansehen, φιλοσοφίας Plat. Rep. VI, 495 d; Conv. 220 d; vgl. Eur. Suppl. 490; Plut. Num. 2; εἶναι ἐν ἀξιώματι ὑπό τινος. bei Jem. in Achtung stehen, Thuc. 1, 130. 6, 15; οἱ ἐν ἀξιώματι, die Angesehenen, Arist., Plut.; εἰς ἀξ. καθιστἀναι τινά, zu Ansehen bringen, Plut. Sol. 4. – 2) Verlangen, Forderung, Soph. O.C. 1451; Bittschrift, Plut. Symp. 2, 1, 9. – 3) Bei den Philosophen ein ohne Beweis als wahr angenommener Satz, Cic.; Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0271.png Seite 271]] τό, 1) die Würdigung; Würde, Ansehen, φιλοσοφίας Plat. Rep. VI, 495 d; Conv. 220 d; vgl. Eur. Suppl. 490; Plut. Num. 2; εἶναι ἐν ἀξιώματι ὑπό τινος. bei Jem. in Achtung stehen, Thuc. 1, 130. 6, 15; οἱ ἐν ἀξιώματι, die Angesehenen, Arist., Plut.; εἰς ἀξ. καθιστἀναι τινά, zu Ansehen bringen, Plut. Sol. 4. – 2) Verlangen, Forderung, Soph. O.C. 1451; Bittschrift, Plut. Symp. 2, 1, 9. – 3) Bei den Philosophen ein ohne Beweis als wahr angenommener Satz, Cic.; Plut. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀξίωμα''': -ατος, τό, ([[ἀξιόω]]) ἐκεῖνο τοῦ ὁποίου τις θεωρεῖται [[ἄξιος]], [[τιμή]], γάμων… ἀξίωμ’ ἐδέξατο Εὐρ. Ἴων 62· ἐς ἀξ. βαίνειν [[αὐτόθι]] 605· κοινῆς τραπέζης ἀξ. ἔχειν ὁ αὐτ. Ὀρ. 9· τὸ τῆς πόλεως ἀξ., τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ ἀντιπροσωπεύοντος τὴν πόλιν, Δημ. 277. 4. 2) [[τιμή]], [[φήμη]], [[μεγάλη]] [[ὑπόληψις]], διακεκριμένος [[χαρακτήρ]], Λατ. dignitas, Εὐρ. Ἱκ. 424, Θουκ. 2. 34, 65, κτλ. [[εἶναι]] ἐν ἀξιώματι ὑπὸ ἀστῶν ὁ αὐτ. 6. 15· τὸ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν ἀξ. Δημ. 1384. 3: ― [[μετὰ]] γεν. ἀντικειμεν., ἀξ. ἔχειν ἀρετῆς, φήμην δι’ ἀρετήν, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 6. 3) [[τάξις]], [[θέσις]], ἀξιώματος [[ἀφάνεια]] Θουκ. 2. 27· γένει καὶ τοῖς ἄλλοις ἀξιώμασιν Ἰσοκρ. 385Ε: ― ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀξία]], [[ποιότης]], οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι Θουκ. 5. 8. ΙΙ. ὅ,τι νομίζεται κατάλληλον, [[ἀπόφασις]], [[σκοπός]], δαιμόνων Σοφ. Ο. Κ. 1452, πρβλ. 1459· τὰ τῶν προγόνων ἀξ. Δημ. 298. 4. 2) ἐν τῇ ἐπιστήμῃ, ὅ,τι παραλαμβάνεται ὡς βάσις τῆς ἀποδείξεως, [[ἤτοι]] αὐταπόδεικτός τις [[ἀρχή]], Ἀριστ. Μεταφ. 2. 2, 15, Ἀν. Ὕστ. 1. 3, 7, κ. ἀλλ.: ― ἐν τοῖς μαθηματικοῖς, αὐταπόδεικτον [[θεώρημα]], [[ἀξίωμα]], ὡς καὶ νῦν, [[αὐτόθι]] 1. 10, 4, Μεταφ. 3. 3, 1, κ. ἀλλ. 3) [[ἀπαίτησις]], [[αἴτησις]], Πλούτ. 2. 633C. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:01, 5 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A that of which one is thought worthy, an honour, γάμων . . ἀξίωμ' ἐδέξατο E.Ion62; οἳ τὰς πόλεις ἔχουσι κἀξιώματαib. 605; κοινῆς τραπέζης ἀ. ἔχειν Id.Or.9; τὸ τῆς πόλεως ἀ. the dignity of the city's representative, D.18.149. 2 honour, reputation, E.Supp. 424, Th.2.65, etc.; ὢν ἐν ἀξιώματι ὑπὸ τῶν ἀστῶν Id.6.15; τὸ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν ἀ. D.59.113: c. gen. objecti, ἀ. ἔχειν ἀρετῆς claim on ground of merit, Arist.Pol.1281b25. 3 rank, position, ἀξιώματος ἀφάνεια Th.2.37; γένει καὶ τοῖς ἄλλοις ἀξιώμασιν Isoc.19.7. 4 of things, worth, quality, οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀ. Th.5.8. 5 concrete, things of dignity, Philostr.VS2.5.4. II that which is thought fit, decision, decree, δαιμόνων S.OC1452, cf. 1459; τὰ τῶν προγόνων ἀ. D.18.210; ἀ. κενὰ καὶ νομοθεσίαι Epicur.Ep.2p.36U. 2 in Science, that which is assumed as the basis of demonstration, selfevident principle, Arist.Metaph.997a7, 1005b33, APo.72a17, Polystr. p.16 W.:—Math., axiom, Arist.Metaph.1005a20, etc.; philosophical doctrine, τὸ Ζήνωνος ἀ. ib.1001b7, cf. Xen.979b22; logical proposition, Chrysipp.Stoic.2.53,63, etc. 3 request, petition, ἱκετικὸν ἀ. BGU1053ii7 (i B. C.), cf. Plu.2.633c.
German (Pape)
[Seite 271] τό, 1) die Würdigung; Würde, Ansehen, φιλοσοφίας Plat. Rep. VI, 495 d; Conv. 220 d; vgl. Eur. Suppl. 490; Plut. Num. 2; εἶναι ἐν ἀξιώματι ὑπό τινος. bei Jem. in Achtung stehen, Thuc. 1, 130. 6, 15; οἱ ἐν ἀξιώματι, die Angesehenen, Arist., Plut.; εἰς ἀξ. καθιστἀναι τινά, zu Ansehen bringen, Plut. Sol. 4. – 2) Verlangen, Forderung, Soph. O.C. 1451; Bittschrift, Plut. Symp. 2, 1, 9. – 3) Bei den Philosophen ein ohne Beweis als wahr angenommener Satz, Cic.; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξίωμα: -ατος, τό, (ἀξιόω) ἐκεῖνο τοῦ ὁποίου τις θεωρεῖται ἄξιος, τιμή, γάμων… ἀξίωμ’ ἐδέξατο Εὐρ. Ἴων 62· ἐς ἀξ. βαίνειν αὐτόθι 605· κοινῆς τραπέζης ἀξ. ἔχειν ὁ αὐτ. Ὀρ. 9· τὸ τῆς πόλεως ἀξ., τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀντιπροσωπεύοντος τὴν πόλιν, Δημ. 277. 4. 2) τιμή, φήμη, μεγάλη ὑπόληψις, διακεκριμένος χαρακτήρ, Λατ. dignitas, Εὐρ. Ἱκ. 424, Θουκ. 2. 34, 65, κτλ. εἶναι ἐν ἀξιώματι ὑπὸ ἀστῶν ὁ αὐτ. 6. 15· τὸ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν ἀξ. Δημ. 1384. 3: ― μετὰ γεν. ἀντικειμεν., ἀξ. ἔχειν ἀρετῆς, φήμην δι’ ἀρετήν, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 6. 3) τάξις, θέσις, ἀξιώματος ἀφάνεια Θουκ. 2. 27· γένει καὶ τοῖς ἄλλοις ἀξιώμασιν Ἰσοκρ. 385Ε: ― ἐπὶ πραγμάτων, ἀξία, ποιότης, οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι Θουκ. 5. 8. ΙΙ. ὅ,τι νομίζεται κατάλληλον, ἀπόφασις, σκοπός, δαιμόνων Σοφ. Ο. Κ. 1452, πρβλ. 1459· τὰ τῶν προγόνων ἀξ. Δημ. 298. 4. 2) ἐν τῇ ἐπιστήμῃ, ὅ,τι παραλαμβάνεται ὡς βάσις τῆς ἀποδείξεως, ἤτοι αὐταπόδεικτός τις ἀρχή, Ἀριστ. Μεταφ. 2. 2, 15, Ἀν. Ὕστ. 1. 3, 7, κ. ἀλλ.: ― ἐν τοῖς μαθηματικοῖς, αὐταπόδεικτον θεώρημα, ἀξίωμα, ὡς καὶ νῦν, αὐτόθι 1. 10, 4, Μεταφ. 3. 3, 1, κ. ἀλλ. 3) ἀπαίτησις, αἴτησις, Πλούτ. 2. 633C.