μειλίσσω: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source
(13_7_1)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0115.png Seite 115]] mild, angenehm machen, erheitern, bes. freundlich behandeln, Einem zu Gefallen Etwas thun, πυρὸς μειλίσσειν ὦκα, Il. 7, 410, = χαρίζεσθαι, den Todten einen Gefallen thun, indem man ihnen die Verbrennung, ihren Antheil am Feuer gewährt, τινὰ τραπέζῃ, bewirthen, Theocr. 16, 28; auch bitten, ἱκέσθαι, Ap. Rh. 4, 416; übh. besänftigen, [[ὀργάς]], Eur. Hel. 1339; τινὰ χύτλοις, Ap. Rh. 4, 708; übertr., λιπαροῖς χεύμασιν γαίας [[οὖδας]] μειλίσσειν, Aesch. Suppl. 1010, durch reichliche Ueberschwemmungen den Erdboden erfreuen, befruchten; στυγίους μητρὸς [[ὀργάς]], besänftigen, Eur. Hel. 1355. – Pass. erheitert werden, sich erheitern, H. h. Cer. 291. – Med. [[μηδέ]] τί μ' αἰδόμενος μειλίσσεο, μηδ' ἐλεαίρων, Od. 3, 96. 4, 326, aus Achtung gegen mich rede mir nicht zum Munde, schone, mildre Nichts; versöhnen, Ap. Rh. 1, 860 u. oft, u. a. Sp., auch in Prosa, ἔθνη τιθασσεύων καὶ μειλισσόμενος, Plut. Alex. fort. 1, 8. – Vgl. [[μέλι]], [[μειλίχιος]], mulceo, mild.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0115.png Seite 115]] mild, angenehm machen, erheitern, bes. freundlich behandeln, Einem zu Gefallen Etwas thun, πυρὸς μειλίσσειν ὦκα, Il. 7, 410, = χαρίζεσθαι, den Todten einen Gefallen thun, indem man ihnen die Verbrennung, ihren Antheil am Feuer gewährt, τινὰ τραπέζῃ, bewirthen, Theocr. 16, 28; auch bitten, ἱκέσθαι, Ap. Rh. 4, 416; übh. besänftigen, [[ὀργάς]], Eur. Hel. 1339; τινὰ χύτλοις, Ap. Rh. 4, 708; übertr., λιπαροῖς χεύμασιν γαίας [[οὖδας]] μειλίσσειν, Aesch. Suppl. 1010, durch reichliche Ueberschwemmungen den Erdboden erfreuen, befruchten; στυγίους μητρὸς [[ὀργάς]], besänftigen, Eur. Hel. 1355. – Pass. erheitert werden, sich erheitern, H. h. Cer. 291. – Med. [[μηδέ]] τί μ' αἰδόμενος μειλίσσεο, μηδ' ἐλεαίρων, Od. 3, 96. 4, 326, aus Achtung gegen mich rede mir nicht zum Munde, schone, mildre Nichts; versöhnen, Ap. Rh. 1, 860 u. oft, u. a. Sp., auch in Prosa, ἔθνη τιθασσεύων καὶ μειλισσόμενος, Plut. Alex. fort. 1, 8. – Vgl. [[μέλι]], [[μειλίχιος]], mulceo, mild.
}}
{{ls
|lstext='''μειλίσσω''': μέλλ. -ξω· (Ἐκ τῆς √ΜΕΙΛ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ μείλια, μείλιχος καὶ -ίχιος, κτλ., μειλεῖν = ἀρέσκειν (Ἡσύχ.), καὶ [[ἴσως]] μέλε (ὦ [[μέλε]])· πρβλ. Σανσκρ. mard (= marl), m.ri.l-âmi (faveo), m.ril-îkam (gratia)· Γοτθ. milds ([[φιλόστοργος]])· Ἀρχ. Γερμ. mil-ti (mild)· Σλαυ. mil-u ([[ἐλεεινός]])· Λιθ. myl-iu (amo), κτλ.· ― ἡ [[ῥίζα]] τοῦ μέλι, δηλ. μέλιτ, ἀντίκειται εἰς τὴν πρὸς τὸ μείλια, κτλ. σχέσιν). Περιποιοῦμαι, φιλοξενῶ τινα, τραπέζῃ μειλίξαντ’ ἀποπέμψαι Θεόκρ. 16. 28· ἰδίως [[καταπραΰνω]], ἐξιλεώνω, σπανίως [[μετὰ]] γεν., πυρὸς μειλισσέμεν (ὡς τὸ πυρὸς χαρίζεσθαι), καταπραΰνειν, ἐξιλεοῦν [τοὺς νεκροὺς] διὰ τοῦ [[πυρός]], δηλ. δι’ ἐπικηδείων τελετῶν καὶ τιμῶν, Ἰλ. Η. 410· ἐπὶ ποταμῶν, λιπαροῖς χεύμασι γαίας... μειλίσσοντες [[οὖδας]], εὐεργετοῦντες, χαροποιοῦντες τὸ [[ἔδαφος]] διὰ λιπαρῶν ῥευμάτων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1030· [[ὀργὰς]] μ. Εὐρ. Ἑλ. 1339· μ. τινὰ λοιβαῖς, χύτλοις Λυκόφρ. 542, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 708. ΙΙ. Παθ., μειλίσσομαι, πραΰνομαι, [[γίνομαι]] πραότερος, ἡσυχώτερος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 291. ΙΙΙ. Μέσ., μεταχειρίζομαι γλυκεῖς καὶ πραϋντικοὺς λόγους, μηδέ τί μ’ αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ’ ἐλεαίρων, μὴ μείλιχα καὶ προσηνῆ λέγε χαριζόμενος ἢ ἐλεῶν, ἀλλ’ εἰπέ μοι δηλ. τὰ πράγματα ὡς ἔχουσιν, Ὀδ. Γ. 96., Δ. 326. 2) [[ἐξευμενίζω]], ἐξιλεώνω, Κύπριν ἀοιδῇσιν θυέεσσί τε Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 860, πρβλ. Φιλόστρ. 304, κτλ.· [[δαμάζω]], [[ὑποτάσσω]], ἔθνη..., καθάπερ ζῷα τιθασεύων καὶ μ. Πλούτ. 2. 330B· ἀϋτμὴν πυρὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 531. 3) ἐπικαλοῦμαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 985, πρβλ. Δ. 1012· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ἐγὼ κεῖνόν γε τεὰς ἐς χεῖρας ἱκέσθαι μειλίξω Δ. 416.
}}
}}

Revision as of 10:06, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειλίσσω Medium diacritics: μειλίσσω Low diacritics: μειλίσσω Capitals: ΜΕΙΛΙΣΣΩ
Transliteration A: meilíssō Transliteration B: meilissō Transliteration C: meilisso Beta Code: meili/ssw

English (LSJ)

fut. -ξω A.R.4.416: Ep. aor. Med.

   A μειλίξατο Id.1.650: —make mild, soothe, treat kindly, τινα Theoc.16.28; esp. appease, propitiate: rarely c. gen., πυρὸς μειλισσέμεν (like πυρὸς χαρίζεσθαι) to appease [the dead] by fire, i.e. funeral rites, Il.7.410; of rivers, λιπαροῖς χεύμασι γαίας . . μειλίσσοντες οὖδας gladdening the soil with rich streams, A.Supp.1029 (lyr.); ὀργὰς μ. E.Hel.1339 (lyr.); μ. τινὰ λοιβαῖς, χύτλοις, Lyc.542, A.R.4.708.    2 implore, ἐγὼ κεῖνόν γε τεὰς ἐς χεῖρας ἱκέσθαι μειλίξω ib.416.    II Pass., μειλίσσομαι to be soothed, grow calm, h. Cer. 290; to be subdued, πυρὸς μειλίσσετ' ἀϋτμή A.R.3.531.    III Med., use soothing words, μηδέ τί μ' αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ' ἐλεαίρων extenuate not aught from respect or pity, Od. 3.96.    2 propitiate, Κύπριν ἀοιδῇσιν θυέεσσί τε A.R.1.860; συκοφάντας ἀπομαγδαλιᾷ Philostr.VA7.23; soften, subdue, ἔθνη . . καθάπερ ζῷα τιθασεύων καὶ μ. Plu.2.330b.    3 implore, A.R.3.985, 4.1012.

German (Pape)

[Seite 115] mild, angenehm machen, erheitern, bes. freundlich behandeln, Einem zu Gefallen Etwas thun, πυρὸς μειλίσσειν ὦκα, Il. 7, 410, = χαρίζεσθαι, den Todten einen Gefallen thun, indem man ihnen die Verbrennung, ihren Antheil am Feuer gewährt, τινὰ τραπέζῃ, bewirthen, Theocr. 16, 28; auch bitten, ἱκέσθαι, Ap. Rh. 4, 416; übh. besänftigen, ὀργάς, Eur. Hel. 1339; τινὰ χύτλοις, Ap. Rh. 4, 708; übertr., λιπαροῖς χεύμασιν γαίας οὖδας μειλίσσειν, Aesch. Suppl. 1010, durch reichliche Ueberschwemmungen den Erdboden erfreuen, befruchten; στυγίους μητρὸς ὀργάς, besänftigen, Eur. Hel. 1355. – Pass. erheitert werden, sich erheitern, H. h. Cer. 291. – Med. μηδέ τί μ' αἰδόμενος μειλίσσεο, μηδ' ἐλεαίρων, Od. 3, 96. 4, 326, aus Achtung gegen mich rede mir nicht zum Munde, schone, mildre Nichts; versöhnen, Ap. Rh. 1, 860 u. oft, u. a. Sp., auch in Prosa, ἔθνη τιθασσεύων καὶ μειλισσόμενος, Plut. Alex. fort. 1, 8. – Vgl. μέλι, μειλίχιος, mulceo, mild.

Greek (Liddell-Scott)

μειλίσσω: μέλλ. -ξω· (Ἐκ τῆς √ΜΕΙΛ παράγονται ὡσαύτως αἱ μείλια, μείλιχος καὶ -ίχιος, κτλ., μειλεῖν = ἀρέσκειν (Ἡσύχ.), καὶ ἴσως μέλε (ὦ μέλε)· πρβλ. Σανσκρ. mard (= marl), m.ri.l-âmi (faveo), m.ril-îkam (gratia)· Γοτθ. milds (φιλόστοργος)· Ἀρχ. Γερμ. mil-ti (mild)· Σλαυ. mil-u (ἐλεεινός)· Λιθ. myl-iu (amo), κτλ.· ― ἡ ῥίζα τοῦ μέλι, δηλ. μέλιτ, ἀντίκειται εἰς τὴν πρὸς τὸ μείλια, κτλ. σχέσιν). Περιποιοῦμαι, φιλοξενῶ τινα, τραπέζῃ μειλίξαντ’ ἀποπέμψαι Θεόκρ. 16. 28· ἰδίως καταπραΰνω, ἐξιλεώνω, σπανίως μετὰ γεν., πυρὸς μειλισσέμεν (ὡς τὸ πυρὸς χαρίζεσθαι), καταπραΰνειν, ἐξιλεοῦν [τοὺς νεκροὺς] διὰ τοῦ πυρός, δηλ. δι’ ἐπικηδείων τελετῶν καὶ τιμῶν, Ἰλ. Η. 410· ἐπὶ ποταμῶν, λιπαροῖς χεύμασι γαίας... μειλίσσοντες οὖδας, εὐεργετοῦντες, χαροποιοῦντες τὸ ἔδαφος διὰ λιπαρῶν ῥευμάτων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1030· ὀργὰς μ. Εὐρ. Ἑλ. 1339· μ. τινὰ λοιβαῖς, χύτλοις Λυκόφρ. 542, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 708. ΙΙ. Παθ., μειλίσσομαι, πραΰνομαι, γίνομαι πραότερος, ἡσυχώτερος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 291. ΙΙΙ. Μέσ., μεταχειρίζομαι γλυκεῖς καὶ πραϋντικοὺς λόγους, μηδέ τί μ’ αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ’ ἐλεαίρων, μὴ μείλιχα καὶ προσηνῆ λέγε χαριζόμενος ἢ ἐλεῶν, ἀλλ’ εἰπέ μοι δηλ. τὰ πράγματα ὡς ἔχουσιν, Ὀδ. Γ. 96., Δ. 326. 2) ἐξευμενίζω, ἐξιλεώνω, Κύπριν ἀοιδῇσιν θυέεσσί τε Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 860, πρβλ. Φιλόστρ. 304, κτλ.· δαμάζω, ὑποτάσσω, ἔθνη..., καθάπερ ζῷα τιθασεύων καὶ μ. Πλούτ. 2. 330B· ἀϋτμὴν πυρὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 531. 3) ἐπικαλοῦμαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 985, πρβλ. Δ. 1012· καὶ οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., ἐγὼ κεῖνόν γε τεὰς ἐς χεῖρας ἱκέσθαι μειλίξω Δ. 416.