καταπυκνόω: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(13_5) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1373.png Seite 1373]] ganz dicht machen, Arist. Meteorl. 1, 9; anfüllen, κατεπώκνου παραδειγμάτων πλήθει τὴν πόλιν Plut. Lycurg. 27; τρήμασι τὸ [[τεῖχος]], viel durchlöchern, Pol. 8, 7, 6; öfter bei Sp.; vermehren, aufhäufen, τέτταρά σοι τάλαντα κατεπύκνωσα bei Ath. III, 102 a. Vgl. D. L. 10, 142. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1373.png Seite 1373]] ganz dicht machen, Arist. Meteorl. 1, 9; anfüllen, κατεπώκνου παραδειγμάτων πλήθει τὴν πόλιν Plut. Lycurg. 27; τρήμασι τὸ [[τεῖχος]], viel durchlöchern, Pol. 8, 7, 6; öfter bei Sp.; vermehren, aufhäufen, τέτταρά σοι τάλαντα κατεπύκνωσα bei Ath. III, 102 a. Vgl. D. L. 10, 142. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καταπυκνόω''': [[γεμίζω]] πυκνὰ μέ τι [[πρᾶγμα]], τρήμασι τὸ [[τεῖχος]] Πολύβ. 8. 7, 6· θύρας ἥλοις Διόδ. 17. 71· τοῖς ἀφώνοις τὰς συλλαβὰς Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16· παραδειγμάτων πλήθει τὴν πόλιν, μὲ ἀφθονίαν παραδειγμάτων, Πλουτ. Λυκοῦργ. 27· [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ., ἐπὶ τοῦ στερεώματος καταπεπυνκῶσθαι… πλήθει ἀστέρων Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 8, 18· ἐπὶ χώρας, ἐλαίαις καταπεπυκνῶσθαι, εἶμαι πυκνῶς πεφυτευμένος με…, Διόδ. 3. 44· μεταφ., σταθμοὶ ἐγείροντο καὶ ἐπαύλεις καὶ τῇ [[πάλαι]] [[ῥᾳστώνῃ]] καταπυκνοῦται Θεμίστ. 16. 112. ΙΙ. [[ἀναγκάζω]] εἰς μικρὰν περιοχήν, [[συμπιέζω]], συμπυκνῶ, Ἐπίκουρος οὕτω κατεπύκνου τὴν ἡδονὴν Δάμοξ. ἐν «Συντρόφ.» 1. 62· καὶ [[ὡσαύτως]] ἐν σχέσει πρὸς τὸν Ἐπίκουρον, τάλαντ’ ἐγώ σοι κατεπύκνωσα τέτταρα, ἐδαπάνησα τέσσαρα τάλαντα διὰ μιᾶς ἢ ἐπεσώρευσα, [[αὐτόθι]] 4· ὡς [[παράδειγμα]] τῆς τοιαύτης χρήσεως ἀναφέρεται τοῦ Ἐπικούρου ἐν Διογ. Λ. 10. 142, εἰ κατεπυκνοῦτο πᾶσα ἡδονὴ κτλ. (ἀλλὰ τὸ λοιπὸν τῆς προτάσεως φάινεται ἐφθαρμένον)· πρβλ. [[καταπύκνωσις]]· καταπεπυκνωμένη [[ἡδονή]], ἡ τελεία, ἡ [[ἀπόλυτος]]· καταπεπύκνωται ἡ τοῦ Ἀριστοτέλους [[πραγματεία]], πυκνή, συχνὴ ἡ [[χρῆσις]] αὐτῆς γέγονεν, Πορφυρ. β. Πλάτ. 14. 23, 136. ΙΙΙ. Παθ., συμπυκνοῦμαι, ἐπί τινων εἰδῶν συλλογισμοῦ (πρβλ. [[πυκνόω]] V), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 14, 2· [[ἀλλά]], εἰ μὴ καταπυκνοῦταί τι, ἂν δὲν εἶνε [[πάντοτε]] εὔκολον, ἐφαρμόσιμον, Μ. Ἀντων. 5. 9. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:07, 5 August 2017
English (LSJ)
A stud thickly, τρήμασι τὸ τεῖχος Plb.8.5.6; θύρας ἥλοις D.S.18.71; τοῖς ἀφώνοις τὰς συλλαβάς D.H.Comp.16; παραδειγμάτων πλήθει τὴν πόλιν Plu.Lyc.27; τοῖς ὑπερβατοῖς Phld.Rh.1.160 S.:—Pass., of the sky, καταπεπυκνῶσθαι . . πλήθει ἀστέρων Arist.Mete.346a29; of a country, ἐλαίαις καταπεπυκνῶσθαι to be thickly planted with . . (v.l. for -πεφυτεῦσθαι), D.S. 3.44: metaph., βίος ἐν θαλίαις -πεπυκνωμένος Porph.Plot.23. II force into a small compass, compress, condense, Ἐπίκουρος οὕτω κατεπύκνου τὴν ἡδονήν Damox.2.62; τάλαντ' ἐγώ σοι κατεπύκνωσα τέτταρα spent four talents in a lump, ib.4; to illustrate this is cited the dogma of Epicur., Sent.9, εἰ κατεπυκνοῦτο πᾶσα ἡδονὴ κτλ., cf. καταπύκνωσις; ὁ Λυκοῦργος τοὺς πολίτας τῇ σιωπῇ πιέζων συνῆγε καὶ κατεπύκνου Plu.2.510f:—Pass., -πεπύκνωται ἡ πραγματεία Porph. Plot.14; also εἰ μὴ -πυκνοῦταί σοι τὸ ἀπὸ δογμάτων ὀρθῶν ἕκαστα πράσσειν that your habit of acting . . is not consolidated, M.Ant.5.9. 2 in Music, κ. τὸ διάγραμμα fill up the intervals in a scale (with smaller intervals), Aristox.Harm.p.7 M.:—Pass., Theo Sm.p.91 H., Nicom. Exc.7. III Pass., to be condensed, of complex forms of inference (cf. πυκνόω v), Arist.APo.79a30.
German (Pape)
[Seite 1373] ganz dicht machen, Arist. Meteorl. 1, 9; anfüllen, κατεπώκνου παραδειγμάτων πλήθει τὴν πόλιν Plut. Lycurg. 27; τρήμασι τὸ τεῖχος, viel durchlöchern, Pol. 8, 7, 6; öfter bei Sp.; vermehren, aufhäufen, τέτταρά σοι τάλαντα κατεπύκνωσα bei Ath. III, 102 a. Vgl. D. L. 10, 142.
Greek (Liddell-Scott)
καταπυκνόω: γεμίζω πυκνὰ μέ τι πρᾶγμα, τρήμασι τὸ τεῖχος Πολύβ. 8. 7, 6· θύρας ἥλοις Διόδ. 17. 71· τοῖς ἀφώνοις τὰς συλλαβὰς Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16· παραδειγμάτων πλήθει τὴν πόλιν, μὲ ἀφθονίαν παραδειγμάτων, Πλουτ. Λυκοῦργ. 27· οὕτως ἐν τῷ Παθ., ἐπὶ τοῦ στερεώματος καταπεπυνκῶσθαι… πλήθει ἀστέρων Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 8, 18· ἐπὶ χώρας, ἐλαίαις καταπεπυκνῶσθαι, εἶμαι πυκνῶς πεφυτευμένος με…, Διόδ. 3. 44· μεταφ., σταθμοὶ ἐγείροντο καὶ ἐπαύλεις καὶ τῇ πάλαι ῥᾳστώνῃ καταπυκνοῦται Θεμίστ. 16. 112. ΙΙ. ἀναγκάζω εἰς μικρὰν περιοχήν, συμπιέζω, συμπυκνῶ, Ἐπίκουρος οὕτω κατεπύκνου τὴν ἡδονὴν Δάμοξ. ἐν «Συντρόφ.» 1. 62· καὶ ὡσαύτως ἐν σχέσει πρὸς τὸν Ἐπίκουρον, τάλαντ’ ἐγώ σοι κατεπύκνωσα τέτταρα, ἐδαπάνησα τέσσαρα τάλαντα διὰ μιᾶς ἢ ἐπεσώρευσα, αὐτόθι 4· ὡς παράδειγμα τῆς τοιαύτης χρήσεως ἀναφέρεται τοῦ Ἐπικούρου ἐν Διογ. Λ. 10. 142, εἰ κατεπυκνοῦτο πᾶσα ἡδονὴ κτλ. (ἀλλὰ τὸ λοιπὸν τῆς προτάσεως φάινεται ἐφθαρμένον)· πρβλ. καταπύκνωσις· καταπεπυκνωμένη ἡδονή, ἡ τελεία, ἡ ἀπόλυτος· καταπεπύκνωται ἡ τοῦ Ἀριστοτέλους πραγματεία, πυκνή, συχνὴ ἡ χρῆσις αὐτῆς γέγονεν, Πορφυρ. β. Πλάτ. 14. 23, 136. ΙΙΙ. Παθ., συμπυκνοῦμαι, ἐπί τινων εἰδῶν συλλογισμοῦ (πρβλ. πυκνόω V), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 14, 2· ἀλλά, εἰ μὴ καταπυκνοῦταί τι, ἂν δὲν εἶνε πάντοτε εὔκολον, ἐφαρμόσιμον, Μ. Ἀντων. 5. 9.