χόνδρος: Difference between revisions
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
(13_7_2) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1364.png Seite 1364]] ὁ, 1) <b class="b2">Korn, Graupe</b>, Pille, jede kleine, rundliche Masse; ὰλὸς χόνδροι, Salzkörner, Her. 4, 181. 185; Ar. Ach. 495, wo jetzt χόνδρους [[ἅλας]] gelesen wird (s. d. Folgde); im Ggstz von λεπτοὶ ἅλες, s. Phoenix bei Ath. VIII, 359 f; vgl. Arist. meteor. 2, 3; Suid. erkl. ἁλῶν θρόμβοι, παχὺς ἅλς; u. so ist auch wohl zu erklären πικρὸς ἁδυμαγὴς [[χόνδρος]] [[ἐποψίδιος]] Leon. Tar. 55 (VII, 736); λιβάνου, Weihrauchkörner. – Bes. Weizengraupen, auch Graupen von Spelt, Dinkel, die alica der Römer, vgl. Ath. III, 127. – Auch ein aus Weizen- od. Speltgraupen bereiteter schleimiger Trank für Kranke; sprichwörtlich χόνδρον λείχειν, von einem alten Manne, Ar. Vesp. 737; fr. bei Ath. a. a. O. – Die Getreidearten, aus denen die Graupe bereitet wird, werden ebenfalls so genannt, vgl. das lat. far, Pol. 12, 2,5. – 2) der<b class="b2"> Knorpel</b>, Arist. H. A. 3, 8; ein zäher Körper, der zwischen Fleisch und Knochen in der Mitte steht, z. B. vom jungen Hirschgeweih Ael. H. A. 6, 5; bes. der Brustknorpel, der das Brustbein nach vorn, zwischen der Einfügung der unächten Rippen endigt, auch [[χόνδρος]] [[ξιφοειδής]], Nic. Al. 123. – Der Nasenknorpel, die knorpelige Scheidewand der Nase; – der Knorpel des Luftröhrenkopfes od. Kehlkopfes; – ώλενίτης, = [[ὠμοπλάτη]], Lycophr. 155. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1364.png Seite 1364]] ὁ, 1) <b class="b2">Korn, Graupe</b>, Pille, jede kleine, rundliche Masse; ὰλὸς χόνδροι, Salzkörner, Her. 4, 181. 185; Ar. Ach. 495, wo jetzt χόνδρους [[ἅλας]] gelesen wird (s. d. Folgde); im Ggstz von λεπτοὶ ἅλες, s. Phoenix bei Ath. VIII, 359 f; vgl. Arist. meteor. 2, 3; Suid. erkl. ἁλῶν θρόμβοι, παχὺς ἅλς; u. so ist auch wohl zu erklären πικρὸς ἁδυμαγὴς [[χόνδρος]] [[ἐποψίδιος]] Leon. Tar. 55 (VII, 736); λιβάνου, Weihrauchkörner. – Bes. Weizengraupen, auch Graupen von Spelt, Dinkel, die alica der Römer, vgl. Ath. III, 127. – Auch ein aus Weizen- od. Speltgraupen bereiteter schleimiger Trank für Kranke; sprichwörtlich χόνδρον λείχειν, von einem alten Manne, Ar. Vesp. 737; fr. bei Ath. a. a. O. – Die Getreidearten, aus denen die Graupe bereitet wird, werden ebenfalls so genannt, vgl. das lat. far, Pol. 12, 2,5. – 2) der<b class="b2"> Knorpel</b>, Arist. H. A. 3, 8; ein zäher Körper, der zwischen Fleisch und Knochen in der Mitte steht, z. B. vom jungen Hirschgeweih Ael. H. A. 6, 5; bes. der Brustknorpel, der das Brustbein nach vorn, zwischen der Einfügung der unächten Rippen endigt, auch [[χόνδρος]] [[ξιφοειδής]], Nic. Al. 123. – Der Nasenknorpel, die knorpelige Scheidewand der Nase; – der Knorpel des Luftröhrenkopfes od. Kehlkopfes; – ώλενίτης, = [[ὠμοπλάτη]], Lycophr. 155. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χόνδρος''': ὁ, χονδρὸν σφαιροειδὲς [[τεμάχιον]] πράγματός τινος, [[κόκκος]], σπυρὶ, σβῶλος, Λατ. granum mica, grumus, ἁλὸς χόνδρους Ἱππ. 879C (πρβλ. [[χονδρός]])· ἁλὸς τρύφεα κατὰ χόνδρους μεγάλους Ἡρόδ. 4. 181· [[οἰκία]] ἐκ τῶν ἀλίνων χ. οἰκοδομέεται [[αὐτόθι]] 185· - [[χόνδρος]] ἀπολ. ἄλας, χ. [[ἐποψίδιος]] Ἀνθ. Π. 7. 736· [[ὡσαύτως]], [[χόνδρος]] λιβανωτοῦ, τὸ τοῦ Πλινίου thuris manna, Λουκ. Λούκ ἢ Ὄν. 12, Κρονοσ. 12. 2) χονδροαλεσμένος [[σῖτος]] ἢ [[ζειά]], «πλυγοῦρι», παρὰ τοῖς μεταγεν. καὶ ἄλιξ, Λατ. alica, σασαμίδας [[χόνδρον]] τε καὶ ἐγκρίδας Στησίχ. 2· [[χόνδρον]] ἔψειν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 10, πρβλ. 364· χ. γάλακτι κατανενιμμένος Φερεκράτης ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 18· ἐκ δ’ Ἰταλίας χ. καὶ πλευρὰ βόεια Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 1. 6· χόνδ. Μεγαρικὸς, Θετταλικὸς Ἀντιφάνης ἐν Ἀντείᾳ 1. 2, Ἄλεξ. ἐν «Πονήρα» 6· ὁ χ. πλεῖον [[ὕδωρ]] δέχεται, ἢ οἱ πυροὶ ἐξ ὧν ὁ [[τοιοῦτος]] ἐγένετο χ. Ἀριστ. Προβλ. 21. 21, πρβλ. Πολύβ. 2, 2, 5. 3) ζωμὸς παρεσκευασμένος ὲκ χονδροῦ ἀλεύρου (πρβλ. [[χονδροπτισάνη]]), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 10, 364· - παροιμ. ἐπὶ γέροντος, [[χόνδρον]] λείχειν Ἀριστοφ. Σφ. 737. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[ὀστοῦν]] [[μαλακὸν]] μὴ λαβὸν σύστασιν σκληρὰν, [[ὀστοῦν]] τραγανὸν, Λατ. cartilago, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 8, 1, π. Ζ. Μορ. 2. 9, 15· [[μάλιστα]] δὲ ὁ [[χόνδρος]] ὁ κατὰ τὸ [[στῆθος]], δι’ οὗ ἑνοῦνται αἱ ψευδοπλευραἰ πρὸς τὸ κατώτατον [[ἄκρον]] τοῦ ὀστοῦ τοῦ στέρνου, Ἱππ. 1208 D, πρβλ, 91Β, Νικ. Ἀλεξιφ. 123, καλούμενος ἐν τῇ ἀνατομικῇ [[χόνδρος]] ξιφοειδὴς, Λατ. cartilago ensiformis, Foës. Oec. ἐν λ. ([[ὅθεν]] ὑποχόνδριον, τό, ὅ ἴδε)· [[ὡσαύτως]], ὁ [[χόνδρος]] τοῦ ὠτὸς. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 8· τῆς [[ῥινός]], [[Πολυδ]]. Β΄, 79· τῆς τραχείας ἀρτηρίας, [[αὐτόθι]] 99, κλπ.· χ. [[ὠλενίτης]], ἡ [[ὠμοπλάτη]], Λυκόφρ. 155· [[ὡσαύτως]] λέγεται ἐπὶ τῶν νέων καὶ ἔτι τρυφερῶν κεράτων, Αἰλ. π. Ζ. 6. 5. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:14, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A granule or lump of salt, ἁλὸς χόνδρους Hp.Ulc.17, cf. Sophr. in PSI11.1214a.3: pl., PLit.Lond.167.18 (ii/iii A. D.); ἁλὸς τρύφεα κατὰ χόνδρους μεγάλους Hdt.4.181; οἰκία ἐκ τῶν ἁλίνων χ. οἰκοδομέαται ib.185:—χόνδρος abs., salt, χ. ἐποψίδιος AP7.736 (Leon.); also of the gum of frankincense, Thphr.HP9.4.10; λιβανωτοῦ χ. Luc.Sat.16, cf. Asin.12; χ. λιβάνου Dsc.1.68.7. 2 groats of wheat or spelt (esp. the latter, Dsc.2.96, Gp.3.7); σασαμίδας χόνδρον τε καὶ ἐγκρίδας Stesich.2; χόνδρον ἕψων Ar.Fr.203, cf. 412 (anap.); χ. γάλακι κατανενιμμένος Pherecr.108.18; ἐκ δ' Ἰταλίας χ. καὶ πλευρὰ βόεια Hermipp.63.6 (hex.); χ. Μεγαρικός, Θετταλικός, Antiph. 34.2,3, Alex.191; ὁ χ. πλεῖον ὕδωρ δέχεται ἢ οἱ πυροὶ ἐξ ὧν ὁ τοιοῦτος ἐγένετο χ. Arist.Pr.929b1, cf. Thphr.CP4.16.2, Plb.12.2.5; χόνδρου πτισάνη Gal.6.496: hence, gruel, porridge, Thphr.HP 4.4.9, Orac. ap. Hierocl. in CA1p.421M.: prov., of an old man, χόνδρον λείχειν Ar.V.737 (anap.). II gristle, cartilage, Hp.Aph. 6.19, Arist.HA516b31, PA655a37: esp. the cartilage of the breast, which unites the false ribs at the termination of the breast-bone, Hp.Epid.7.3, cf. Prorrh.2.7, Nic.Al.123; and v. ξιφοειδής; also, the cartilage of the ear, Arist.HA492a16; of the nose, Poll.2.79; of the windpipe (i. e. uvula), ib.99; ὠλενίτης χ. the shoulder-blade, Lyc.155; also of the young horns of deer, Ael.NA6.5.
German (Pape)
[Seite 1364] ὁ, 1) Korn, Graupe, Pille, jede kleine, rundliche Masse; ὰλὸς χόνδροι, Salzkörner, Her. 4, 181. 185; Ar. Ach. 495, wo jetzt χόνδρους ἅλας gelesen wird (s. d. Folgde); im Ggstz von λεπτοὶ ἅλες, s. Phoenix bei Ath. VIII, 359 f; vgl. Arist. meteor. 2, 3; Suid. erkl. ἁλῶν θρόμβοι, παχὺς ἅλς; u. so ist auch wohl zu erklären πικρὸς ἁδυμαγὴς χόνδρος ἐποψίδιος Leon. Tar. 55 (VII, 736); λιβάνου, Weihrauchkörner. – Bes. Weizengraupen, auch Graupen von Spelt, Dinkel, die alica der Römer, vgl. Ath. III, 127. – Auch ein aus Weizen- od. Speltgraupen bereiteter schleimiger Trank für Kranke; sprichwörtlich χόνδρον λείχειν, von einem alten Manne, Ar. Vesp. 737; fr. bei Ath. a. a. O. – Die Getreidearten, aus denen die Graupe bereitet wird, werden ebenfalls so genannt, vgl. das lat. far, Pol. 12, 2,5. – 2) der Knorpel, Arist. H. A. 3, 8; ein zäher Körper, der zwischen Fleisch und Knochen in der Mitte steht, z. B. vom jungen Hirschgeweih Ael. H. A. 6, 5; bes. der Brustknorpel, der das Brustbein nach vorn, zwischen der Einfügung der unächten Rippen endigt, auch χόνδρος ξιφοειδής, Nic. Al. 123. – Der Nasenknorpel, die knorpelige Scheidewand der Nase; – der Knorpel des Luftröhrenkopfes od. Kehlkopfes; – ώλενίτης, = ὠμοπλάτη, Lycophr. 155.
Greek (Liddell-Scott)
χόνδρος: ὁ, χονδρὸν σφαιροειδὲς τεμάχιον πράγματός τινος, κόκκος, σπυρὶ, σβῶλος, Λατ. granum mica, grumus, ἁλὸς χόνδρους Ἱππ. 879C (πρβλ. χονδρός)· ἁλὸς τρύφεα κατὰ χόνδρους μεγάλους Ἡρόδ. 4. 181· οἰκία ἐκ τῶν ἀλίνων χ. οἰκοδομέεται αὐτόθι 185· - χόνδρος ἀπολ. ἄλας, χ. ἐποψίδιος Ἀνθ. Π. 7. 736· ὡσαύτως, χόνδρος λιβανωτοῦ, τὸ τοῦ Πλινίου thuris manna, Λουκ. Λούκ ἢ Ὄν. 12, Κρονοσ. 12. 2) χονδροαλεσμένος σῖτος ἢ ζειά, «πλυγοῦρι», παρὰ τοῖς μεταγεν. καὶ ἄλιξ, Λατ. alica, σασαμίδας χόνδρον τε καὶ ἐγκρίδας Στησίχ. 2· χόνδρον ἔψειν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 10, πρβλ. 364· χ. γάλακτι κατανενιμμένος Φερεκράτης ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 18· ἐκ δ’ Ἰταλίας χ. καὶ πλευρὰ βόεια Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 1. 6· χόνδ. Μεγαρικὸς, Θετταλικὸς Ἀντιφάνης ἐν Ἀντείᾳ 1. 2, Ἄλεξ. ἐν «Πονήρα» 6· ὁ χ. πλεῖον ὕδωρ δέχεται, ἢ οἱ πυροὶ ἐξ ὧν ὁ τοιοῦτος ἐγένετο χ. Ἀριστ. Προβλ. 21. 21, πρβλ. Πολύβ. 2, 2, 5. 3) ζωμὸς παρεσκευασμένος ὲκ χονδροῦ ἀλεύρου (πρβλ. χονδροπτισάνη), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 10, 364· - παροιμ. ἐπὶ γέροντος, χόνδρον λείχειν Ἀριστοφ. Σφ. 737. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ὀστοῦν μαλακὸν μὴ λαβὸν σύστασιν σκληρὰν, ὀστοῦν τραγανὸν, Λατ. cartilago, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 8, 1, π. Ζ. Μορ. 2. 9, 15· μάλιστα δὲ ὁ χόνδρος ὁ κατὰ τὸ στῆθος, δι’ οὗ ἑνοῦνται αἱ ψευδοπλευραἰ πρὸς τὸ κατώτατον ἄκρον τοῦ ὀστοῦ τοῦ στέρνου, Ἱππ. 1208 D, πρβλ, 91Β, Νικ. Ἀλεξιφ. 123, καλούμενος ἐν τῇ ἀνατομικῇ χόνδρος ξιφοειδὴς, Λατ. cartilago ensiformis, Foës. Oec. ἐν λ. (ὅθεν ὑποχόνδριον, τό, ὅ ἴδε)· ὡσαύτως, ὁ χόνδρος τοῦ ὠτὸς. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 8· τῆς ῥινός, Πολυδ. Β΄, 79· τῆς τραχείας ἀρτηρίας, αὐτόθι 99, κλπ.· χ. ὠλενίτης, ἡ ὠμοπλάτη, Λυκόφρ. 155· ὡσαύτως λέγεται ἐπὶ τῶν νέων καὶ ἔτι τρυφερῶν κεράτων, Αἰλ. π. Ζ. 6. 5.