ἀπολαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
(13_7_2)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0310.png Seite 310]] (s. [[λαμβάνω]]), 1) abnehmen, bekommen, Eur. Or. 451; bes. was Einem gebührt, von [[λαμβάνω]], so wie [[ἀποδίδωμι]] von [[δίδωμι]] unterschieden, das, zu dessen Leistung ein Anderer verpflichtet ist, erhalten; Ggstz [[λαμβάνω]] Dem. 7, 5; dem [[ἀποδίδωμι]] entsprechend Plat. Rep. I, 332 b; μισθόν Her. 8, 137; τὸν όφειλόμενον μισθόν Xen. An. 7, 7, 14; τὰ [[χρέα]] ἵνα ἀπολάβωμεν Andoc. 3, 15; τὴν ἡγεμονίαν, ἣν εἴχομεν, wieder erlangen, Isocr. 4, 21; vgl. Her. 1, 61. 3, 18; mit [[πάλιν]] Ptat. Tim. 59 c; τὰ παρ' ἐμοῦ δίκαια Aesch. 1, 196; τόκους, καταδίκην, Dem. 37, 7. 47, 52; [[χάριν]] Xen. Mem. 4, 4, 17; ὅρκους, den Eid abnehmen, leisten lassen, Dem. 5, 9; παρ' ὧν ἔμελλε λόγον τινὸς ἀπολήψεσθαι, sich Rechenschaft ablegen lassen, Aesch. 3, 27; übh. nehmen, von etwas, τὸ πέμπτον [[μέρος]] Plat. Legg. XII, 956 d; vgl. Thuc. 6, 87 u. Xen. Hell. 5, 1, 21; ἀπό τινος, wegnehmen, Pol. 22, 26; οὐδὲν ἀπολαβοῦσα τοῦ βίου χρηστόν, ohne Freude am Leben, Plut. de mul. virt. Κάμμα (p. 297). – Uchtr., ἐμοῦ τῷ λόγῳ, vernehmen, Plat. Legg. XII, 964 a. – 2) absondern, bei Seite nehmen, ἀπολαβὼν μοῦνον Her. 1, 209, wie Ar. Ran. 78; bes. ἀπολαβών, abgesondert, im Einzelnen, z. B. σκόπει Plat. Gorg. 495 e; οὐκ ἀπολαβόντες ὀλίγους ἀλλ' ὅλην Rep. IV, 420 c; abschneiden, vom Winde, der die Schiffer faßt u. aufhält, ἀπολαμφθέντες ὑπ' ἀνέμων Her. 2, 115; [[ὅταν]] τύχωσιν ἄνεμοι ἀπολαβόντες αὐτούς Plat. Phaed. 58 c; νεῶν ἀπειλημμένων Menex. 243 c; ὑπ' ἀπλοίας Thuc. 6, 22; bes. von Soldaten (Suid. ἐναποκλεῖσαι), [[πάντοθεν]] Her. 5, 101, u. öfter; ἐν μέσῳ Thuc. 5, 59; [[μέσον]] τινά Pol. 11, 1, u. öfter; [[εἴσω]] Thuc. 1, 134; [[ἔνδον]] Xen. Cyr. 7, 1, 21; ἰσθμούς Thuc. 4, 45; τείχει, von allen Seiten mit einer Mauer einschließen, 4, 102; νόσῳ, χειμῶνι, πολέμοις ἀποληφθείς, Dem. 8, 35. Uebtr., λόγοις Plat. Euthyd. 305 d; ἐν κακῷ Gorg. 522 a; ἀπειλημμένος εἴς τι, in Verlegenheit gebracht; τὴν ἀναπνοήν τινος, d. i. das Athemholen einengen, erdrosseln, Plut. Rom. 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0310.png Seite 310]] (s. [[λαμβάνω]]), 1) abnehmen, bekommen, Eur. Or. 451; bes. was Einem gebührt, von [[λαμβάνω]], so wie [[ἀποδίδωμι]] von [[δίδωμι]] unterschieden, das, zu dessen Leistung ein Anderer verpflichtet ist, erhalten; Ggstz [[λαμβάνω]] Dem. 7, 5; dem [[ἀποδίδωμι]] entsprechend Plat. Rep. I, 332 b; μισθόν Her. 8, 137; τὸν όφειλόμενον μισθόν Xen. An. 7, 7, 14; τὰ [[χρέα]] ἵνα ἀπολάβωμεν Andoc. 3, 15; τὴν ἡγεμονίαν, ἣν εἴχομεν, wieder erlangen, Isocr. 4, 21; vgl. Her. 1, 61. 3, 18; mit [[πάλιν]] Ptat. Tim. 59 c; τὰ παρ' ἐμοῦ δίκαια Aesch. 1, 196; τόκους, καταδίκην, Dem. 37, 7. 47, 52; [[χάριν]] Xen. Mem. 4, 4, 17; ὅρκους, den Eid abnehmen, leisten lassen, Dem. 5, 9; παρ' ὧν ἔμελλε λόγον τινὸς ἀπολήψεσθαι, sich Rechenschaft ablegen lassen, Aesch. 3, 27; übh. nehmen, von etwas, τὸ πέμπτον [[μέρος]] Plat. Legg. XII, 956 d; vgl. Thuc. 6, 87 u. Xen. Hell. 5, 1, 21; ἀπό τινος, wegnehmen, Pol. 22, 26; οὐδὲν ἀπολαβοῦσα τοῦ βίου χρηστόν, ohne Freude am Leben, Plut. de mul. virt. Κάμμα (p. 297). – Uchtr., ἐμοῦ τῷ λόγῳ, vernehmen, Plat. Legg. XII, 964 a. – 2) absondern, bei Seite nehmen, ἀπολαβὼν μοῦνον Her. 1, 209, wie Ar. Ran. 78; bes. ἀπολαβών, abgesondert, im Einzelnen, z. B. σκόπει Plat. Gorg. 495 e; οὐκ ἀπολαβόντες ὀλίγους ἀλλ' ὅλην Rep. IV, 420 c; abschneiden, vom Winde, der die Schiffer faßt u. aufhält, ἀπολαμφθέντες ὑπ' ἀνέμων Her. 2, 115; [[ὅταν]] τύχωσιν ἄνεμοι ἀπολαβόντες αὐτούς Plat. Phaed. 58 c; νεῶν ἀπειλημμένων Menex. 243 c; ὑπ' ἀπλοίας Thuc. 6, 22; bes. von Soldaten (Suid. ἐναποκλεῖσαι), [[πάντοθεν]] Her. 5, 101, u. öfter; ἐν μέσῳ Thuc. 5, 59; [[μέσον]] τινά Pol. 11, 1, u. öfter; [[εἴσω]] Thuc. 1, 134; [[ἔνδον]] Xen. Cyr. 7, 1, 21; ἰσθμούς Thuc. 4, 45; τείχει, von allen Seiten mit einer Mauer einschließen, 4, 102; νόσῳ, χειμῶνι, πολέμοις ἀποληφθείς, Dem. 8, 35. Uebtr., λόγοις Plat. Euthyd. 305 d; ἐν κακῷ Gorg. 522 a; ἀπειλημμένος εἴς τι, in Verlegenheit gebracht; τὴν ἀναπνοήν τινος, d. i. das Athemholen einengen, erdrosseln, Plut. Rom. 27.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπολαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, παρ’ Ἡροδ. [[λάμψομαι]], 3. 146., 9. 38· πρκμ. Ἀττ. ἀπείληφα, παθ. ἀπείλημμαι, Ἰων. ἀπολέλαμμαι, ἐνεργ. ἀόρ. β΄ ἀπέλαβον, ἀλλὰ παθ. ἀόρ. α΄ ἀπελήφθην, Ἰων. ἀπελάμφθην Ἡρόδ. Λαμβάνω παρ’ ἄλλου (ἀντιστοιχοῦν τῷ ἀποδιδόναι), Πλάτ. Πολ. 332B· [[παρά]] τινος Θουκ. 5. 30· ἀπ. τοῦ βίου χρηστὸν Πλούτ. 2. 258Β: ― [[λαμβάνω]] τὸ ὀφειλόμενόν μοι, μισθὸν Ἡρόδ. 8. 137· ἀπ. τὸν ὀφειλόμενον μισθὸν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 14· ἀπ. τὴν σὴν ξυνάορον Εὐρ. Ὀρ. 654· τὰ χρήματα Ἀριστοφ. Νεφ. 1274· τὰ παρὰ τοῦ πατρὸς Ἀντιφάν. ἐν «Νεοττίδι» 2· ἀπ. [[χρέα]], πληρώνομαι τὰ χρεωστούμενα, Ἀνδοκ. 25. 20· ὑπόσχεσιν [[παρά]] τινος ἀπολ. Ξεν. Συμπ. 3. 3· τὰ δίκαια Αἰσχίν. 27.36· ― Ἐν [[ταύτῃ]] τῇ σημασίᾳ ἀντιτίθεται τῷ [[λαμβάνω]], Ἐπιστ. Φιλίππου πᾳρὰ Δημ. 162. 17· πρβλ. 78. 3· ἀπ. ὅρκους, [[δέχομαι]] αὐτοὺς προσφερομένους, Δημ. 59. 11., 234. 10· ἴδε ἐν λ. [[ὅρκος]]. 2) ἀφαιρῶ, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] πράγματός τινος, Θουκ. 6. 87, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 369Β 3) ἀφαιρῶ, Πολύβ. 22. 26, 8 και 17 4) ακούω ἢ [[μανθάνω]], ὡς τὸ λατ. accipio, Πλάτ. Πολ. 614A, Αἰσχίν. 27. 36. ΙΙ. [[λαμβάνω]] [[ὀπίσω]], ἀνακτῶμαι, τὴν τυραννίδα, τὴν πόλιν Ἡρόδ. 1. 61., 2. 119., 3. 146, κ. ἀλλ.· τὴν ἡγεμονίαν Ἰσοκρ. 44Ε· τὴν αὐτὴν εὐεργεσίαν ὁ αὐτ. 307Δ. 2) ἔχω [[δικαίωμα]] ν’ ἀπαιτήσω καὶ νὰ [[λάβω]], ἵν’ ἡ [[πόλις]] ἔχῃ ὑπεύθυνα σώματα παρ’ ὧν ἔμελλε τῶν ἀνηλωμένων λόγον ἀπολήψεσθαι Αἰσχίν. κ. Κτησιφ. 8. 6. ΙΙΙ. [[λαμβάνω]] τινὰ ἢ ὁδηγῶ εἰς παράμερον [[μέρος]], καλέσας Ὑστάσπεα καὶ ἀπολαβὼν μοῦνον εἶπε, καὶ λαβὼν αὐτὸν κατ’ ἰδίαν μόνον εἶπε, Ἡρόδ. 1. 209· αὐτὸν μόνον Ἀριστοφ. Βάτρ. 78· μὴ [[μόνος]] τὸ χρηστὸν ἀπολαβὼν ἔχε Εὐρ. Ὀρ. 451· ἀπολαβὼν σκόπει, λαβὼν αὐτὸ κατ’ ἰδίαν, Πλάτ. Γοργ. 495E· τὴν εὐδαίμονα πλάττομεν [πόλιν] οὐκ ἀπολαβόντες, ἀλλ’ ὅλην, μὴ λαβόντες [[μέρος]] αὐτῆς μόνον, ἀλλὰ θεωρήσαντες αὐτὴν ἐν συνόλῳ, ὁ αὐτ. Πολ. 420C, πρβλ. 392E. IV. [[ἀποκλείω]], [[ἐμποδίζω]], σταματῶ, λέγων ὡς ἀπολάμψοιτο συχνοὺς Ἡρόδ. 9. 38· ἀπ. τείχει, διὰ τείχους [[διακόπτω]], [[ἀποκλείω]], Θουκ. 4. 102, πρβλ. 1, 7, κτλ· ἀπ. [[εἴσω]], [[ἐγκλείω]], [[ἀποκλείω]] [[ἐντός]], ὁ αὐτ. 1. 134· ἐπὶ ἐναντίων ἀνέμων, [[ὅταν]] τύχωσιν οἱ ἄνεμοι ἀπολαβόντες αὐτοὺς Πλάτ. Φαίδων 58C· κἂν ἄνεμοι τὴν ναῦν ἀπολάβωσιν Φιλόστρ. 741· τὴν ἀναπνοήν ἀπ. τινος, [[ἐμποδίζω]] τὴν ἀναπνοήν τινος, [[πνίγω]] αὐτόν, Πλουτ. Ρωμ. 27· ἀπ. τῶν σιτίων, [[ἀποκλείω]] τῆς τροφῆς, [[ἐμποδίζω]] τινὰ νὰ φάγῃ, Ἱππ. 104Α: ― [[συχνάκις]] ἐν τῷ παθ., ὑπ’ ἀνέμων ἀπολαμφθέντες, ἐμποδισθέντες ὑπὸ ἐναντίων ἀν., Ἡρόδ. 2. 115., 9. 114· ὑπὸ ἀπλοίας Θουκ. 6. 22· νόσῳ καὶ χειμῶνι καὶ πολέμοις ἀποληφθεὶς Δημ. 98. 25· ἐν ὀλίγῳ ἀπολαμφθέντες Ἡρόδ. 8. 11· ἀπολαμφθέντες [[πάντοθεν]] ὁ αὐτ. 5. 101· ἐν τῇ νήσῳ ὁ αὐτ. 8. 70. 76, πρβλ. 97, 108· ἐμπλέκομαι, ἐν τοῖς ἰδίοις λόγοις ἀπ. Πλάτ. Εὐθύδ. 305D· ἐν τούτῳ τῷ κακῷ ὁ αὐτ. Γοργ. 522Α. ― [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ ῥοῦ, τῆς φορᾶς τοῦ αἵματος, σταματῶμαι, Ἱππ. π. Ἀγμ. 754· κοιλίη, [[κύστις]] ἀπολελαμμένη ὁ αὐτ. Προρρ. 74Β, 77Β, κτλ. ― [[λέξις]] τοῦ πεζοῦ λόγου, ἀλλ' εὕρηται παρ’ Εὐρ. καὶ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 305-308.
}}
}}

Revision as of 10:58, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολαμβάνω Medium diacritics: ἀπολαμβάνω Low diacritics: απολαμβάνω Capitals: ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: apolambánō Transliteration B: apolambanō Transliteration C: apolamvano Beta Code: a)polamba/nw

English (LSJ)

fut. -λήψομαι, in Hdt.

   A -λάμψομαι 3.146, 9.38: Att. pf. ἀπείληφα, Pass. ἀπείλημμαι, Ion. ἀπολέλαμμαι: in Act. aor. 2 ἀπέλαβον, but in Pass. aor. 1 ἀπελήφθην, Ion. ἀπελάμφθην Hdt.:— take or receive from another, correlat. to ἀποδιδόναι, Pl.R.332b; οὐδὲν ἀ. τοῦ βίου χρηστόν (v.l. ἀπολαύ-) Plu.2.258b.    2 receive what is one's due, μισθόν Hdt.8.137; ἀ. τὸν ὀφειλόμενον μισθόν X.An.7.7.14; τὴν σὴν ξυνάορον E.Or.654; τὰ χρήματα Ar.Nu.1274; τὰ παρὰ τοῦ πατρός Antiph. 196; ἀ. χρέα have them paid, And.3.15; ὑπόσχεσιν παρά τινος ἀ. X.Smp.3.3; τὰ δίκαια Aeschin.1.196: opp. λαμβάνω, Epist. Phil. ap. D.12.14, cf. D.7.5; ἀ. ὅρκους accept them when tendered, Id.5.9, 18.27.    3 take of, take a part of a thing, Th.6.87, Pl.Hp.Mi.369b; ἀ. μέρος τι Id.R.392e, cf. Arist.Po.1459a35: abs. in aor. part., ἀπολαβὼν σκόπει consider it separately, Pl.Grg.495e, cf. R.420c.    4 take away, Plb.21.43.8,17; take off, τὸ βάρος Arist. IA711a24.    5 hear, learn, Pl.R.614a.    II regain, recover, τὴν τυραννίδα, τὴν πόλιν, Hdt.1.61, 2.119, 3.146, al.; τι παρά τινος Th.5.30; τὴν ἡλεμονίαν Isoc.4.21; τὴν αὐτὴν εὐερλεσίαν 14.57: metaph., ἀ. ἑαυτόν recover oneself, Porph.Sent.40, al.    2 have rendered to one, λόγον ἀ. demand an account, Aeschin.3.27,168.    III take apart or aside, of persons, ἀ. τινὰ μοῦνον Hdt.1.209; αὐτὸν μόνον Ar. Ra.78, cf. LXX 2 Ma.6.21; of things, μὴ μόνος τὸ χρηστὸν ἀπολαβὼν ἔχε E.Or.451:—Med., ἀπολαβόμενος taking him aside, Ev.Marc.7.33:—Pass., οἱ ἀπειλημμένοι those set apart, recluses, UPZ60.10 (ii B.C.).    IV cut off, intercept, λέγων ὡς ἀπολάμψοιτο συχνούς Hdt.9.38; ἀ. τείχει wall off, Th.4.102; ἰσθμούς Id.1.7, cf. 4.113; ἀ. εἴσω shut up inside, Id.1.134; of contrary winds, ὅταν τύχωσιν οἱ ἄνεμοι ἀπολαβόντες αὐτούς Pl.Phd.58c; κἂν ἄνεμοι τὴν ναῦν ἀπολάβωσιν Philostr.Her.14; τὴν ἀναπνοὴν ἀ. τινός stop his breath, choke him, Plu.Rom.27; τὸν ἀντίπαλον ἐς πνῖγμα Philostr.Im.1.6; ἀ. τῶν σιτίων spoil the appetite, Hp.Prorrh.2.22:—freq. in Pass., ὑπ' ἀνέμων ἀπολαμφθέντες arrested or stopped by contrary winds, Hdt.2.115, 9.114; ὑπὸ ἀπλοίας Th.6.22; νόσῳ καὶ χειμῶνι καὶ πολέμοις ἀποληφθείς D.8.35; ἐν ὀλίγῳ ἀπολαμφθέντες Hdt.8.11; ἀπολαμφθέντες πάντοθεν Id.5.101; ἐν τῇ νήσῳ Id.8.70,76; ἐν τῆ Εὐρώπη ib.97,108; ἐν τοῖς ἰδίοις λόγοις ἀ. to be entangled in... Pl. Euthd.305d; ἐν τούτῳ τῷ κακῷ Id.Grg. 522a; ἐς στενόν Philostr. VS1.19.1; of an afflux of blood, to be checked, Hp.Fract.4; κοιλίη, κύστις ἀπολελαμμένη, Id.Prorrh.1.88, 115, etc.    V Math., cut off, ἡμικύκλιον ἀποληφθήσεται Arist.Mete.375b27, cf. Archim.Quadr. 15, etc.; intercept, Id.Sph.Cyl.1.10; -ομένη, ἡ, abscissa, Apollon.Perg.Con.1.11, al.—A prose word, used by E. ll.cc.

German (Pape)

[Seite 310] (s. λαμβάνω), 1) abnehmen, bekommen, Eur. Or. 451; bes. was Einem gebührt, von λαμβάνω, so wie ἀποδίδωμι von δίδωμι unterschieden, das, zu dessen Leistung ein Anderer verpflichtet ist, erhalten; Ggstz λαμβάνω Dem. 7, 5; dem ἀποδίδωμι entsprechend Plat. Rep. I, 332 b; μισθόν Her. 8, 137; τὸν όφειλόμενον μισθόν Xen. An. 7, 7, 14; τὰ χρέα ἵνα ἀπολάβωμεν Andoc. 3, 15; τὴν ἡγεμονίαν, ἣν εἴχομεν, wieder erlangen, Isocr. 4, 21; vgl. Her. 1, 61. 3, 18; mit πάλιν Ptat. Tim. 59 c; τὰ παρ' ἐμοῦ δίκαια Aesch. 1, 196; τόκους, καταδίκην, Dem. 37, 7. 47, 52; χάριν Xen. Mem. 4, 4, 17; ὅρκους, den Eid abnehmen, leisten lassen, Dem. 5, 9; παρ' ὧν ἔμελλε λόγον τινὸς ἀπολήψεσθαι, sich Rechenschaft ablegen lassen, Aesch. 3, 27; übh. nehmen, von etwas, τὸ πέμπτον μέρος Plat. Legg. XII, 956 d; vgl. Thuc. 6, 87 u. Xen. Hell. 5, 1, 21; ἀπό τινος, wegnehmen, Pol. 22, 26; οὐδὲν ἀπολαβοῦσα τοῦ βίου χρηστόν, ohne Freude am Leben, Plut. de mul. virt. Κάμμα (p. 297). – Uchtr., ἐμοῦ τῷ λόγῳ, vernehmen, Plat. Legg. XII, 964 a. – 2) absondern, bei Seite nehmen, ἀπολαβὼν μοῦνον Her. 1, 209, wie Ar. Ran. 78; bes. ἀπολαβών, abgesondert, im Einzelnen, z. B. σκόπει Plat. Gorg. 495 e; οὐκ ἀπολαβόντες ὀλίγους ἀλλ' ὅλην Rep. IV, 420 c; abschneiden, vom Winde, der die Schiffer faßt u. aufhält, ἀπολαμφθέντες ὑπ' ἀνέμων Her. 2, 115; ὅταν τύχωσιν ἄνεμοι ἀπολαβόντες αὐτούς Plat. Phaed. 58 c; νεῶν ἀπειλημμένων Menex. 243 c; ὑπ' ἀπλοίας Thuc. 6, 22; bes. von Soldaten (Suid. ἐναποκλεῖσαι), πάντοθεν Her. 5, 101, u. öfter; ἐν μέσῳ Thuc. 5, 59; μέσον τινά Pol. 11, 1, u. öfter; εἴσω Thuc. 1, 134; ἔνδον Xen. Cyr. 7, 1, 21; ἰσθμούς Thuc. 4, 45; τείχει, von allen Seiten mit einer Mauer einschließen, 4, 102; νόσῳ, χειμῶνι, πολέμοις ἀποληφθείς, Dem. 8, 35. Uebtr., λόγοις Plat. Euthyd. 305 d; ἐν κακῷ Gorg. 522 a; ἀπειλημμένος εἴς τι, in Verlegenheit gebracht; τὴν ἀναπνοήν τινος, d. i. das Athemholen einengen, erdrosseln, Plut. Rom. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, παρ’ Ἡροδ. λάμψομαι, 3. 146., 9. 38· πρκμ. Ἀττ. ἀπείληφα, παθ. ἀπείλημμαι, Ἰων. ἀπολέλαμμαι, ἐνεργ. ἀόρ. β΄ ἀπέλαβον, ἀλλὰ παθ. ἀόρ. α΄ ἀπελήφθην, Ἰων. ἀπελάμφθην Ἡρόδ. Λαμβάνω παρ’ ἄλλου (ἀντιστοιχοῦν τῷ ἀποδιδόναι), Πλάτ. Πολ. 332B· παρά τινος Θουκ. 5. 30· ἀπ. τοῦ βίου χρηστὸν Πλούτ. 2. 258Β: ― λαμβάνω τὸ ὀφειλόμενόν μοι, μισθὸν Ἡρόδ. 8. 137· ἀπ. τὸν ὀφειλόμενον μισθὸν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 14· ἀπ. τὴν σὴν ξυνάορον Εὐρ. Ὀρ. 654· τὰ χρήματα Ἀριστοφ. Νεφ. 1274· τὰ παρὰ τοῦ πατρὸς Ἀντιφάν. ἐν «Νεοττίδι» 2· ἀπ. χρέα, πληρώνομαι τὰ χρεωστούμενα, Ἀνδοκ. 25. 20· ὑπόσχεσιν παρά τινος ἀπολ. Ξεν. Συμπ. 3. 3· τὰ δίκαια Αἰσχίν. 27.36· ― Ἐν ταύτῃ τῇ σημασίᾳ ἀντιτίθεται τῷ λαμβάνω, Ἐπιστ. Φιλίππου πᾳρὰ Δημ. 162. 17· πρβλ. 78. 3· ἀπ. ὅρκους, δέχομαι αὐτοὺς προσφερομένους, Δημ. 59. 11., 234. 10· ἴδε ἐν λ. ὅρκος. 2) ἀφαιρῶ, λαμβάνω μέρος πράγματός τινος, Θουκ. 6. 87, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 369Β 3) ἀφαιρῶ, Πολύβ. 22. 26, 8 και 17 4) ακούω ἢ μανθάνω, ὡς τὸ λατ. accipio, Πλάτ. Πολ. 614A, Αἰσχίν. 27. 36. ΙΙ. λαμβάνω ὀπίσω, ἀνακτῶμαι, τὴν τυραννίδα, τὴν πόλιν Ἡρόδ. 1. 61., 2. 119., 3. 146, κ. ἀλλ.· τὴν ἡγεμονίαν Ἰσοκρ. 44Ε· τὴν αὐτὴν εὐεργεσίαν ὁ αὐτ. 307Δ. 2) ἔχω δικαίωμα ν’ ἀπαιτήσω καὶ νὰ λάβω, ἵν’ ἡ πόλις ἔχῃ ὑπεύθυνα σώματα παρ’ ὧν ἔμελλε τῶν ἀνηλωμένων λόγον ἀπολήψεσθαι Αἰσχίν. κ. Κτησιφ. 8. 6. ΙΙΙ. λαμβάνω τινὰ ἢ ὁδηγῶ εἰς παράμερον μέρος, καλέσας Ὑστάσπεα καὶ ἀπολαβὼν μοῦνον εἶπε, καὶ λαβὼν αὐτὸν κατ’ ἰδίαν μόνον εἶπε, Ἡρόδ. 1. 209· αὐτὸν μόνον Ἀριστοφ. Βάτρ. 78· μὴ μόνος τὸ χρηστὸν ἀπολαβὼν ἔχε Εὐρ. Ὀρ. 451· ἀπολαβὼν σκόπει, λαβὼν αὐτὸ κατ’ ἰδίαν, Πλάτ. Γοργ. 495E· τὴν εὐδαίμονα πλάττομεν [πόλιν] οὐκ ἀπολαβόντες, ἀλλ’ ὅλην, μὴ λαβόντες μέρος αὐτῆς μόνον, ἀλλὰ θεωρήσαντες αὐτὴν ἐν συνόλῳ, ὁ αὐτ. Πολ. 420C, πρβλ. 392E. IV. ἀποκλείω, ἐμποδίζω, σταματῶ, λέγων ὡς ἀπολάμψοιτο συχνοὺς Ἡρόδ. 9. 38· ἀπ. τείχει, διὰ τείχους διακόπτω, ἀποκλείω, Θουκ. 4. 102, πρβλ. 1, 7, κτλ· ἀπ. εἴσω, ἐγκλείω, ἀποκλείω ἐντός, ὁ αὐτ. 1. 134· ἐπὶ ἐναντίων ἀνέμων, ὅταν τύχωσιν οἱ ἄνεμοι ἀπολαβόντες αὐτοὺς Πλάτ. Φαίδων 58C· κἂν ἄνεμοι τὴν ναῦν ἀπολάβωσιν Φιλόστρ. 741· τὴν ἀναπνοήν ἀπ. τινος, ἐμποδίζω τὴν ἀναπνοήν τινος, πνίγω αὐτόν, Πλουτ. Ρωμ. 27· ἀπ. τῶν σιτίων, ἀποκλείω τῆς τροφῆς, ἐμποδίζω τινὰ νὰ φάγῃ, Ἱππ. 104Α: ― συχνάκις ἐν τῷ παθ., ὑπ’ ἀνέμων ἀπολαμφθέντες, ἐμποδισθέντες ὑπὸ ἐναντίων ἀν., Ἡρόδ. 2. 115., 9. 114· ὑπὸ ἀπλοίας Θουκ. 6. 22· νόσῳ καὶ χειμῶνι καὶ πολέμοις ἀποληφθεὶς Δημ. 98. 25· ἐν ὀλίγῳ ἀπολαμφθέντες Ἡρόδ. 8. 11· ἀπολαμφθέντες πάντοθεν ὁ αὐτ. 5. 101· ἐν τῇ νήσῳ ὁ αὐτ. 8. 70. 76, πρβλ. 97, 108· ἐμπλέκομαι, ἐν τοῖς ἰδίοις λόγοις ἀπ. Πλάτ. Εὐθύδ. 305D· ἐν τούτῳ τῷ κακῷ ὁ αὐτ. Γοργ. 522Α. ― οὕτως ἐπὶ τοῦ ῥοῦ, τῆς φορᾶς τοῦ αἵματος, σταματῶμαι, Ἱππ. π. Ἀγμ. 754· κοιλίη, κύστις ἀπολελαμμένη ὁ αὐτ. Προρρ. 74Β, 77Β, κτλ. ― λέξις τοῦ πεζοῦ λόγου, ἀλλ' εὕρηται παρ’ Εὐρ. καὶ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 305-308.