σολοικισμός: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(13_4) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] ὁ, ein Fehler wider die Regeln der Sprache S. Emp. adv. gramm. 210; übh. ein Verstoß gegen die gute Lebensart, unschickliches Betragen; τῶν ἡδονῶν Luc. Nigr. 31; Vit. auct. 23, u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] ὁ, ein Fehler wider die Regeln der Sprache S. Emp. adv. gramm. 210; übh. ein Verstoß gegen die gute Lebensart, unschickliches Betragen; τῶν ἡδονῶν Luc. Nigr. 31; Vit. auct. 23, u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σολοικισμός''': ὁ, [[ἔλλειψις]] ὀρθότητος ἐν τῇ χρήσει τῆς γλώσσης, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14· βαρβαρισμὸς ἢ σ. Πλούτ. 2. 731F, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 23· καὶ ἴδε [[σολοικίζω]]· ἀλλ’ οἱ γραμματικοὶ ποιοῦνται τὴν ἑξῆς διάκρισιν: [[βαρβαρισμός]], [[ἁμάρτημα]] περὶ τὴν χρῆσιν τῶν λέξεων, σολοικισμὸς δέ, [[ἁμάρτημα]] περὶ τὴν σύνταξιν τῶν προτάσεων, «ὅτε τις [[ἀτέχνως]] διαλέγεται» Ἡσύχ., Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 198, Σουΐδ. ἐν λ. [[βαρβαρισμός]], κ. ἀλλ. ΙΙ. [[τρόπος]] [[ἄγροικος]] καὶ [[ἄξεστος]], [[ἀπειροκαλία]], «χωριατιά», Πλούτ. 2. 520Α. ― Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σελ. 475 κἑξ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:01, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A incorrectness in the use of language, solecism, Arist.SE173b17; σολοικισμοὶ καὶ βαρβαρισμοί Phld.Rh.1.159 S., cf. Plu.2.731f, Luc.Vit.Auct.23; but βαρβαρισμός, incorrectness in the use of words, is distd. fr. σολ., incorrectness in the construction of sentences, A.D.Synt.198.8, cf. Phld.Rh.1.159 S. 2 of incorrect reasoning, περὶ σολοικισμῶν, title of work by Chrysippus, Stoic.2.6; cf.foreg. 1.2. II awkwardness, Plu.2.520b (pl.).
German (Pape)
[Seite 912] ὁ, ein Fehler wider die Regeln der Sprache S. Emp. adv. gramm. 210; übh. ein Verstoß gegen die gute Lebensart, unschickliches Betragen; τῶν ἡδονῶν Luc. Nigr. 31; Vit. auct. 23, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σολοικισμός: ὁ, ἔλλειψις ὀρθότητος ἐν τῇ χρήσει τῆς γλώσσης, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14· βαρβαρισμὸς ἢ σ. Πλούτ. 2. 731F, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 23· καὶ ἴδε σολοικίζω· ἀλλ’ οἱ γραμματικοὶ ποιοῦνται τὴν ἑξῆς διάκρισιν: βαρβαρισμός, ἁμάρτημα περὶ τὴν χρῆσιν τῶν λέξεων, σολοικισμὸς δέ, ἁμάρτημα περὶ τὴν σύνταξιν τῶν προτάσεων, «ὅτε τις ἀτέχνως διαλέγεται» Ἡσύχ., Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 198, Σουΐδ. ἐν λ. βαρβαρισμός, κ. ἀλλ. ΙΙ. τρόπος ἄγροικος καὶ ἄξεστος, ἀπειροκαλία, «χωριατιά», Πλούτ. 2. 520Α. ― Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σελ. 475 κἑξ.