Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποχράω: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(13_7_2)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0336.png Seite 336]] ion. [[ἀποχρέω]] (s. [[χράω]], inf. ἀποχρῆν Luc. Hermot. 24 merc. cond. 5), hinreichen, genügen, εἷς ἐγὼν [[ἀποχρέω]] Epicharm. bei Ath. VII, 308 c; νῷν δὲ δύ ἀποχρήσουσι μόνω θανάτω Ar. Plut. 484; ἡλικίαν ἔχεις ἀποχρῶσαν [[ἤδη]] Ar. B. A. 439; ἑκατὸν νέες ἀποχρῶσι Her. 5, 31; ποταμὸς οὐκ ἀπέχρησε τῇ στρατιᾷ πινόμενος 7, 196; οὐδὲ τοῦτ' ἀπέχρησεν αὐτοῖς, sie begnügten sich nicht damit, Isocr. 4, 97; gew. 3. Person Sing., ἀπόχρη, ἀποχρήσει, es reicht hin, [[ἐμοί]], für mich, ich bin damit zufrieden; vgl. Aesch. Ag. 1556; ἀπέχρα ἡσυχίην ἄγειν Her. 1, 66; s. Plat. Phaedr. 275 b Rep. VI. 506 b; ἀπόχρη μοι τοσοῦτον, ἐάν – Isocr. 5, 28; Her. braucht so auch das med., ἀπεχρέετο 8, 14; aber ἀποχρεομένων τούτοις τῶν Μυσῶν, da die Myser damit zufrieden waren, 1, 37; οὐκ ἀπεχρᾶτο ἄρχειν 1, 102; ἀποχρῶν, genügend, ξύμβουλος Plat. Alc. II. 145 c; ἦν ἀποχρῶν ἀνὴρ πρὸς τὰ κακά Phereer. bei Plut. de mus. 30 (V. 6). – Med. ἀποχράομαι, zu seinem Vortheil benutzen, ἀποχρήσασθαι τῇ τοῦ στρατεύματος ἐκπλήξει Thuc. 7, 42; vgl. 6, 17; Folgde, bes. Pol.; – = [[χράομαι]], 1, 45, 2; Plut. Pomp. 76; mißbrauchen, Dem. 17, 31 u. öfter; τῇ πολιτῶν φιλονεικίᾳ Plut. Them. 4; aufbrauchen, aufreiben, Plut.; tödten, Ar. bei Suid., vgl. B. A. 423.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0336.png Seite 336]] ion. [[ἀποχρέω]] (s. [[χράω]], inf. ἀποχρῆν Luc. Hermot. 24 merc. cond. 5), hinreichen, genügen, εἷς ἐγὼν [[ἀποχρέω]] Epicharm. bei Ath. VII, 308 c; νῷν δὲ δύ ἀποχρήσουσι μόνω θανάτω Ar. Plut. 484; ἡλικίαν ἔχεις ἀποχρῶσαν [[ἤδη]] Ar. B. A. 439; ἑκατὸν νέες ἀποχρῶσι Her. 5, 31; ποταμὸς οὐκ ἀπέχρησε τῇ στρατιᾷ πινόμενος 7, 196; οὐδὲ τοῦτ' ἀπέχρησεν αὐτοῖς, sie begnügten sich nicht damit, Isocr. 4, 97; gew. 3. Person Sing., ἀπόχρη, ἀποχρήσει, es reicht hin, [[ἐμοί]], für mich, ich bin damit zufrieden; vgl. Aesch. Ag. 1556; ἀπέχρα ἡσυχίην ἄγειν Her. 1, 66; s. Plat. Phaedr. 275 b Rep. VI. 506 b; ἀπόχρη μοι τοσοῦτον, ἐάν – Isocr. 5, 28; Her. braucht so auch das med., ἀπεχρέετο 8, 14; aber ἀποχρεομένων τούτοις τῶν Μυσῶν, da die Myser damit zufrieden waren, 1, 37; οὐκ ἀπεχρᾶτο ἄρχειν 1, 102; ἀποχρῶν, genügend, ξύμβουλος Plat. Alc. II. 145 c; ἦν ἀποχρῶν ἀνὴρ πρὸς τὰ κακά Phereer. bei Plut. de mus. 30 (V. 6). – Med. ἀποχράομαι, zu seinem Vortheil benutzen, ἀποχρήσασθαι τῇ τοῦ στρατεύματος ἐκπλήξει Thuc. 7, 42; vgl. 6, 17; Folgde, bes. Pol.; – = [[χράομαι]], 1, 45, 2; Plut. Pomp. 76; mißbrauchen, Dem. 17, 31 u. öfter; τῇ πολιτῶν φιλονεικίᾳ Plut. Them. 4; aufbrauchen, aufreiben, Plut.; tödten, Ar. bei Suid., vgl. B. A. 423.
}}
{{ls
|lstext='''ἀποχράω''': Ἰων. -[[χρέω]], ἀπαρ. -χρῆν Δημ. 46. 10· Ἀντιφάνης ἐν «Μοιχοῖς» 1, Λουκ. Ἑρμότ. 24 (οὐχὶ ἀποχρῆναι, κατὰ τὰ Α. Β. 81. 31), Ἰων. -χρᾶν, Ἡρόδ. μετοχ. -χρῶν, -χρῶσα, ἴδε κατωτ.: ἀπαρέμ. ἀπέχρη, Ἰων. -έχρα: μέλλ. -χρήσω: ἀόρ. -έχρησα, ἀρκῶ, ἐξαρκῶ: 1) ἀπολ., ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, εἷς ἐγὼν ἀποχρέω Ἐπίχ. 114 Ahr. (τὸ μόνον [[χωρίον]] [[ἔνθα]] τὸ α΄ ἑνικ. [[πρόσωπον]] ἀπαντᾶ)· δύ’ ἀποχρήσουσι μόνω Ἀριστοφ. Πλ. 484· ἀποχρήσει (ἐνν. ἡ ὑφαντική) Πλάτ. Πολιτικ. 279Β· τηλικαύτην ἀποχρῆν εἶμαι δύναμιν Δημ. 46. 10· [[οὗτος]] μὲν ἦν ἀποχρῶν ἀνὴρ ἔμοιγε… πρὸς τὰ νῦν κακὰ Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 1. 6· [[ἡλικία]] ἀποχρῶσα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 417· ξύμβουλος ἀποχρῶν Πλάτ. Ἀλκ. ΙΙ. 145C· μετ’ ἀπαρ., ἀποχρέουσι… ἑκατὸν [[νέες]] χειρώσασθαι Ἡρόδ. 5. 31· Κνιδίους μούνους ἀποχρᾶν οἱ… γίνεσθαι ὁ αὐτ. 3. 138, πρβλ. 9. 48· [[πεδίον]] ἀποχρῶν τὴν Ἀσίαν πρὸς τὴν Εὐρώπην ἀντιτάξαι Φιλοστρ. 764. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. [[μετὰ]] δότ. α) σὺν ὀνομαστ. ὑποκειμεν. ποταμὸς οὐκ ἀπέχρησε τῇ στρατιῇ πινόμενος, δὲν ἐξήρκεσεν, Ἡρόδ. 7. 43, 196, πρβλ. [[ἀντιχράω]]· [[συχν]]. ἐν τῇ φράσει, [[ταῦτα]] ἀποχρᾷ μοι Ἡρόδ. 6. 137, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1603, Πλάτ. Φαῖδρ. 279Β· ἀπόχρη μοι τοσοῦτον, ἐάν… Ἰσοκρ. 88Α· οὐκ ἀπέχρησε δὲ αὐτῷ τοῦτο Δημ. 520. 7. β) ἀπροσ. μετ’ ἀπαρεμφ., ἀποχρᾷ μοι ἄγειν, ποιεῖν κτλ., [[εἶναι]] ἀρκετὸν δι’ ἐμὲ νὰ ὁδηγῶ, νὰ [[κάμνω]] κτλ., Ἡρόδ. 1. 66., 8. 130., 9. 79, Ἱππ. Μοχλ. 863· [ἔφασαν] ἀποχρήσειν σφι φυλάσσειν Ἡρόδ. 8. 130· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. μετοχ., ἀπέχρα σφι ἠγεομένοισι, ἦτο ἀρκετὸν δι’ αὐτοὺς ἂν εἶχον τὴν ἡγεμονίαν, ὁ αὐτ. 7. 148· κτεάνων τε [[μέρος]] βαιὸν ἐχούσῃ πᾶν ἀπόχρη μοι, [[εἶναι]] [[ὅλως]] ἐπαρκὲς εἰς ἐμὲ νὰ ἔχω μικρὸν [[μέρος]] ἐκ τῶν κτημάτων μου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1574· ([[οὐδαμοῦ]] ἀλλαχοῦ παρὰ Τραγ.). γ) ἀπροσ. ἀπόχρη τινός, ὑπάρχει ἀρκετὸν ἔκ τινος πράγματος, Ἱππ. 597. 7., 688. 49· ἀποχρῆν ἐνίοις ὑμῶν ἂν μοὶ δοκεῖ, [[νομίζω]] θὰ εἶχεν ἱκανοποιήσῃ τινὰς ἐξ ὑμῶν, Δημ. 52. 13: - ἀπολ., κατὰ μετοχ., οὐκ ἀποχρῆσαν αὐτῷ, ἀφοῦ δὲν τῷ ἤρκεσε, Ἀριστ. περὶ Ξενοφάντ. 2. 25. 3) παθ., εἶμαι εὐχαριστημένος μέ τι, [[μετὰ]] δοτ. ἀποχρεομένων τούτοις τῶν Μυσῶν Ἡρόδ. 1. 37, πρβλ. Δημ. 215. 9. β) ἀπρσ. ὡς τὸ ἀπόχρη, οὐκ ἀπεχρᾶτο μούνων ἄρχειν τῶν Μήδων Ἡρόδ. 1. 102· ἀπεχρέετο σφι ἡσυχίην ἄγειν ὁ αὐτ. 8. 14. ΙΙ. χρησμοδοτῶ, ὡς τὸ [[χράω]], παρὰ Σουΐδ. Β. ἀποχράομαι, Ἰων. -[[χρέομαι]], μεταχειρίζομαί τι πρὸς ἰδὶαν μου ὠφέλειαν, [[κάμνω]] ἐπωφελῆ χρῆσιν [[αὐτοῦ]], ἐπικαιρότατον [[χωρίον]]… ἀποχρῆσθαι Θουκ. 1. 68· ἀποχρήσασθε τῇ ὠφελίᾳ ὁ αὐτ. 6. 17, πρβλ. 7. 42· [[ὅταν]]… ἀποχρήσωνται, χρῶνται λοιπὸν ὡς προδόταις, ἀφοῦ μεταχειρισθῶσιν αὐτοὺς ὅσον δύνανται (καὶ ὠφεληθῶσιν ἐξ αὐτῶν) [[τότε]] πλέον τοὺς μεταχειρίζονται ὡς προδότας, Πολύβ. 17. 15, 9. 2) καταχρῶμαι, Λατ. abuti, [[μετὰ]] δοτ. Δημ. 515.8· εἰς [[ταῦτα]] ἀποχρῆσθαι τῷ πλουτεῖν ὁ αὐτ. 555. 22· ἀποχρωμένων [[μᾶλλον]] ἢ χρωμένων αὐτῷ Πλουτ. Ἀλκ. καὶ Κορ. Σύγκρ. 2· οἷς μὲν χρῆσθαι, οἷς δ’ ἀποχρῆσθαι ὁ αὐτ. 2. 178C. 3) μετ’ αἰτιατ., διαχρῶμαι, [[ἀποκτείνω]], Λατ. conficere, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 328, Θουκ. 3. 81· πρβλ. [[Πολυδ]]. Η΄, 74, κτλ. β) ἀπ. τὰ χρήματα, μεταχειρίζομαι, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 21, 7.
}}
}}

Revision as of 11:33, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποχράω Medium diacritics: ἀποχράω Low diacritics: αποχράω Capitals: ΑΠΟΧΡΑΩ
Transliteration A: apochráō Transliteration B: apochraō Transliteration C: apochrao Beta Code: a)poxra/w

English (LSJ)

Dor. ἀπο-χρέω Archim.Aren.3.3, [Epich.]253: inf.

   A -χρῆν D.4.22, Antiph.161, Luc.Herm.24 (-χρῆναι v.l. in D.H.3.22, condemned by AB81), Ion. -χρᾶν Hdt.3.138, but -χρῆναι Hp.VC14; part. -χρῶν, -χρῶσα, v. infr.: impf. ἀπέχρη, Ion. -έχρα Hdt.1.66: fut. -χρήσω: aor. -έχρησα:—suffice, be sufficient, be enough:    1 abs., in persons other than 3sg., 1sg. only in εἷς ἐγὼν ἀποχρέω [Epich.] l.c.; [θανάτω] δύ' ἀποχρήσουσιν μόνω Ar.Pl.484; ἀποχρήσει (sc. ἡ ὑφαντική) Pl.Plt.279b; τηλικαύτην ἀποχρῆν οἶμαι τὴν δύναμιν D.4.22; ἀποχρῶν ἀνὴρ ἔμοιγε πρὸς τὰ νῦν κακά Pherecr.145.6; ἡλικία ἀποχρῶσα Ar.Fr.489; σύμβουλος ἀποχρῶν τῇ πόλει Pl.Alc.2.145c; of ἀρετή, Stoic.3.50: c. inf., ἀποχρῶσι . . ἑκατὸν νέες χειρώσασθαι Hdt.5.31; Κνιδίους μούνους ἀποχρᾶν οἱ τοὺς κατάγοντας γίνεσθαι Id.3.138, cf. 9.48; πεδίον ἀποχρῶν τὴν Ἀσίαν πρὸς τὴν Εὐρώπην ἀντιτάξαι Philostr. Im.1.1.    2 mostly in 3sg., c. dat.,    a with a nom., [ποταμὸς] οὐκ ἀπέχρησε τῆ στρατιῇ πινόμενος was not enough to supply the army with drink, Hdt.7.43, 196; often in the phrase ταῦτ' ἀπόχρη μοι Ar. Av. 1603, cf. Pl.Phdr.279a; ἀπόχρη μοι τοσοῦτον ἐὰν . . Isoc.5.28; οὐκ ἀπέχρησε δὲ αὐτῷ τοῦτο D.21.17; οὐδὲ ταῦτ' ἀπέχρησεν αὐτοῖς Isoc. 4.97. b. impers., c. inf., ἀποχρᾷ (-χρη) μοι ἡσυχίην ἄγειν, ποιέειν τι, etc., t)is sufficient for me to... Hdt.1.66, 6.137, 9.79, Hp.Mochl.38; [ἔφασαν] ἀποχρήσειν σφι τὴν ἑωυτῶν φυγάσσειν Hdt.8.130: c. dat. part., ἀποχρᾶν σφι κατὰ τὸ ἥμισυ ἡγεομένοισι it was enough for them if they shared the command, Id.7.148; μέρος βαιὸν ἐχούση πᾶν ἀπόχρη μοι 'tis all sufficient for me to have a little, A.Ag.1574 (nowhere else in Trag.); τοσαῦτ' ἀπόχρη προσθήσειν Str.9.1.20.    c impers., ἀπόχρη τινός there is enough of a thing, Hp.Mul.1.12, Vid.Ac.4; ἀποχρῆν ἐνίοις ὑμῶν ἄν μοι δοκεῖ εἰ .. methinks it would have satisfied some of you, D.4.42: abs. in part., οὐκ ἀποχρῆς αν αὐτῷ since it did not suffice him, Arist.Xen.976b21.    3 Pass., to be contented with a thing, c. dat., ἀποχρεωμένων τούτοισι τῶν Μυσῶν the Mysians being satisfied therewith, Hdt.1.37; τοῖς ὀνόμασι μόνον D.17.31.    b impers., οὐκ ἀπεχρᾶτο μούνων Μήδων ἄρχειν Hdt.1.102; ἀπεχρᾶτό σφι ἡσυχίην ἄγειν Id.8.14.    II deliver an oracle, Ael.Fr.59.    B ἀποχράομαι use to the full, avail oneself of, ἐπικαιρότατον χωρίον . . ἀποχρῆσθαι Th.1.68; ἀποχρήσασθε τῆ . . ὠφελίᾳ Id.6.17, cf. 7.42; ὅταν . . ἀποχρήσωνται χρῶνται λοιπὸν ὡς προδόταις when they have made all the use they can of them, then they deal with them... Plb.18.15.9.    2 abuse, misuse, c. dat., εἰς ταῦτα ἀποχρῆσθαι τῷ πλουτεῖν D.21.124; πλεονεκτικῶς ταῖς ἐξουσίαις ἀ. OGI665.16(Egypt, i A.D.); ἀποχρωμένων μᾶλλον ἢ χρωμένων αὐτῷ Plu.Comp.Alc.Cor.2; οἷς μὲν χρῆσθαι, οἷς δ' ἀ. Id.2.178c: c. gen., θυγατρός Id.Nob.13.    3 c. acc., destroy, kill, Ar.Fr.358, Th.3.81, Poll.8.74, etc.    4 ἀ. τὰ χρήματα make use of, Arist.Oec.1349b17.    5 ἀποχρησαμένοις· ἀποσεισαμένοις, Hsch.

German (Pape)

[Seite 336] ion. ἀποχρέω (s. χράω, inf. ἀποχρῆν Luc. Hermot. 24 merc. cond. 5), hinreichen, genügen, εἷς ἐγὼν ἀποχρέω Epicharm. bei Ath. VII, 308 c; νῷν δὲ δύ ἀποχρήσουσι μόνω θανάτω Ar. Plut. 484; ἡλικίαν ἔχεις ἀποχρῶσαν ἤδη Ar. B. A. 439; ἑκατὸν νέες ἀποχρῶσι Her. 5, 31; ποταμὸς οὐκ ἀπέχρησε τῇ στρατιᾷ πινόμενος 7, 196; οὐδὲ τοῦτ' ἀπέχρησεν αὐτοῖς, sie begnügten sich nicht damit, Isocr. 4, 97; gew. 3. Person Sing., ἀπόχρη, ἀποχρήσει, es reicht hin, ἐμοί, für mich, ich bin damit zufrieden; vgl. Aesch. Ag. 1556; ἀπέχρα ἡσυχίην ἄγειν Her. 1, 66; s. Plat. Phaedr. 275 b Rep. VI. 506 b; ἀπόχρη μοι τοσοῦτον, ἐάν – Isocr. 5, 28; Her. braucht so auch das med., ἀπεχρέετο 8, 14; aber ἀποχρεομένων τούτοις τῶν Μυσῶν, da die Myser damit zufrieden waren, 1, 37; οὐκ ἀπεχρᾶτο ἄρχειν 1, 102; ἀποχρῶν, genügend, ξύμβουλος Plat. Alc. II. 145 c; ἦν ἀποχρῶν ἀνὴρ πρὸς τὰ κακά Phereer. bei Plut. de mus. 30 (V. 6). – Med. ἀποχράομαι, zu seinem Vortheil benutzen, ἀποχρήσασθαι τῇ τοῦ στρατεύματος ἐκπλήξει Thuc. 7, 42; vgl. 6, 17; Folgde, bes. Pol.; – = χράομαι, 1, 45, 2; Plut. Pomp. 76; mißbrauchen, Dem. 17, 31 u. öfter; τῇ πολιτῶν φιλονεικίᾳ Plut. Them. 4; aufbrauchen, aufreiben, Plut.; tödten, Ar. bei Suid., vgl. B. A. 423.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχράω: Ἰων. -χρέω, ἀπαρ. -χρῆν Δημ. 46. 10· Ἀντιφάνης ἐν «Μοιχοῖς» 1, Λουκ. Ἑρμότ. 24 (οὐχὶ ἀποχρῆναι, κατὰ τὰ Α. Β. 81. 31), Ἰων. -χρᾶν, Ἡρόδ. μετοχ. -χρῶν, -χρῶσα, ἴδε κατωτ.: ἀπαρέμ. ἀπέχρη, Ἰων. -έχρα: μέλλ. -χρήσω: ἀόρ. -έχρησα, ἀρκῶ, ἐξαρκῶ: 1) ἀπολ., ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, εἷς ἐγὼν ἀποχρέω Ἐπίχ. 114 Ahr. (τὸ μόνον χωρίον ἔνθα τὸ α΄ ἑνικ. πρόσωπον ἀπαντᾶ)· δύ’ ἀποχρήσουσι μόνω Ἀριστοφ. Πλ. 484· ἀποχρήσει (ἐνν. ἡ ὑφαντική) Πλάτ. Πολιτικ. 279Β· τηλικαύτην ἀποχρῆν εἶμαι δύναμιν Δημ. 46. 10· οὗτος μὲν ἦν ἀποχρῶν ἀνὴρ ἔμοιγε… πρὸς τὰ νῦν κακὰ Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 1. 6· ἡλικία ἀποχρῶσα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 417· ξύμβουλος ἀποχρῶν Πλάτ. Ἀλκ. ΙΙ. 145C· μετ’ ἀπαρ., ἀποχρέουσι… ἑκατὸν νέες χειρώσασθαι Ἡρόδ. 5. 31· Κνιδίους μούνους ἀποχρᾶν οἱ… γίνεσθαι ὁ αὐτ. 3. 138, πρβλ. 9. 48· πεδίον ἀποχρῶν τὴν Ἀσίαν πρὸς τὴν Εὐρώπην ἀντιτάξαι Φιλοστρ. 764. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. μετὰ δότ. α) σὺν ὀνομαστ. ὑποκειμεν. ποταμὸς οὐκ ἀπέχρησε τῇ στρατιῇ πινόμενος, δὲν ἐξήρκεσεν, Ἡρόδ. 7. 43, 196, πρβλ. ἀντιχράω· συχν. ἐν τῇ φράσει, ταῦτα ἀποχρᾷ μοι Ἡρόδ. 6. 137, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1603, Πλάτ. Φαῖδρ. 279Β· ἀπόχρη μοι τοσοῦτον, ἐάν… Ἰσοκρ. 88Α· οὐκ ἀπέχρησε δὲ αὐτῷ τοῦτο Δημ. 520. 7. β) ἀπροσ. μετ’ ἀπαρεμφ., ἀποχρᾷ μοι ἄγειν, ποιεῖν κτλ., εἶναι ἀρκετὸν δι’ ἐμὲ νὰ ὁδηγῶ, νὰ κάμνω κτλ., Ἡρόδ. 1. 66., 8. 130., 9. 79, Ἱππ. Μοχλ. 863· [ἔφασαν] ἀποχρήσειν σφι φυλάσσειν Ἡρόδ. 8. 130· ὡσαύτως μετὰ δοτ. μετοχ., ἀπέχρα σφι ἠγεομένοισι, ἦτο ἀρκετὸν δι’ αὐτοὺς ἂν εἶχον τὴν ἡγεμονίαν, ὁ αὐτ. 7. 148· κτεάνων τε μέρος βαιὸν ἐχούσῃ πᾶν ἀπόχρη μοι, εἶναι ὅλως ἐπαρκὲς εἰς ἐμὲ νὰ ἔχω μικρὸν μέρος ἐκ τῶν κτημάτων μου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1574· (οὐδαμοῦ ἀλλαχοῦ παρὰ Τραγ.). γ) ἀπροσ. ἀπόχρη τινός, ὑπάρχει ἀρκετὸν ἔκ τινος πράγματος, Ἱππ. 597. 7., 688. 49· ἀποχρῆν ἐνίοις ὑμῶν ἂν μοὶ δοκεῖ, νομίζω θὰ εἶχεν ἱκανοποιήσῃ τινὰς ἐξ ὑμῶν, Δημ. 52. 13: - ἀπολ., κατὰ μετοχ., οὐκ ἀποχρῆσαν αὐτῷ, ἀφοῦ δὲν τῷ ἤρκεσε, Ἀριστ. περὶ Ξενοφάντ. 2. 25. 3) παθ., εἶμαι εὐχαριστημένος μέ τι, μετὰ δοτ. ἀποχρεομένων τούτοις τῶν Μυσῶν Ἡρόδ. 1. 37, πρβλ. Δημ. 215. 9. β) ἀπρσ. ὡς τὸ ἀπόχρη, οὐκ ἀπεχρᾶτο μούνων ἄρχειν τῶν Μήδων Ἡρόδ. 1. 102· ἀπεχρέετο σφι ἡσυχίην ἄγειν ὁ αὐτ. 8. 14. ΙΙ. χρησμοδοτῶ, ὡς τὸ χράω, παρὰ Σουΐδ. Β. ἀποχράομαι, Ἰων. -χρέομαι, μεταχειρίζομαί τι πρὸς ἰδὶαν μου ὠφέλειαν, κάμνω ἐπωφελῆ χρῆσιν αὐτοῦ, ἐπικαιρότατον χωρίον… ἀποχρῆσθαι Θουκ. 1. 68· ἀποχρήσασθε τῇ ὠφελίᾳ ὁ αὐτ. 6. 17, πρβλ. 7. 42· ὅταν… ἀποχρήσωνται, χρῶνται λοιπὸν ὡς προδόταις, ἀφοῦ μεταχειρισθῶσιν αὐτοὺς ὅσον δύνανται (καὶ ὠφεληθῶσιν ἐξ αὐτῶν) τότε πλέον τοὺς μεταχειρίζονται ὡς προδότας, Πολύβ. 17. 15, 9. 2) καταχρῶμαι, Λατ. abuti, μετὰ δοτ. Δημ. 515.8· εἰς ταῦτα ἀποχρῆσθαι τῷ πλουτεῖν ὁ αὐτ. 555. 22· ἀποχρωμένων μᾶλλον ἢ χρωμένων αὐτῷ Πλουτ. Ἀλκ. καὶ Κορ. Σύγκρ. 2· οἷς μὲν χρῆσθαι, οἷς δ’ ἀποχρῆσθαι ὁ αὐτ. 2. 178C. 3) μετ’ αἰτιατ., διαχρῶμαι, ἀποκτείνω, Λατ. conficere, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 328, Θουκ. 3. 81· πρβλ. Πολυδ. Η΄, 74, κτλ. β) ἀπ. τὰ χρήματα, μεταχειρίζομαι, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 21, 7.