καταπλέω: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(13_5) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] (s. [[πλέω]]), herabschiffen, zu Schiffe von der hohen See an die Küste fahren, anlanden, einlaufen; Od. 9, 142; τὰς ἐκ Πόντου [[ναῦς]] Ἀθήναζε ἐκώλυε καταπλεῖν Xen. Hell. 5, 1, 28; εἰς τὴν γῆν κατέπλευσαν 1, 7, 29; Plat. Euthyd. 297 c; Dem. u. A.; auch von Sachen, καταπλέοντος Ἀθήναζε πυροῦ Theophr.; – zurückschiffen, -fahren, Andoc. 2, 13 u. A. – S. unten [[καταπλώω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] (s. [[πλέω]]), herabschiffen, zu Schiffe von der hohen See an die Küste fahren, anlanden, einlaufen; Od. 9, 142; τὰς ἐκ Πόντου [[ναῦς]] Ἀθήναζε ἐκώλυε καταπλεῖν Xen. Hell. 5, 1, 28; εἰς τὴν γῆν κατέπλευσαν 1, 7, 29; Plat. Euthyd. 297 c; Dem. u. A.; auch von Sachen, καταπλέοντος Ἀθήναζε πυροῦ Theophr.; – zurückschiffen, -fahren, Andoc. 2, 13 u. A. – S. unten [[καταπλώω]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καταπλέω''': μέλλ., -πλεύσομαι καὶ πλευσοῦμαι· Ἰων. -[[πλώω]]·- [[πλέω]] πρὸς τὰ [[κάτω]]· δηλ., 1) [[πλέω]] ἐκ τοῦ πελάγους πρὸς τὴν [[ἀκτήν]], [[πλέω]] πρὸς τὴν ξηράν, προσορμίζομαι, ἀντίθ., [[ἀναπλέω]], καταπλέων ὁ στρατὸς ναυσὶ πολλαῖς κατηνέχθη εἰς ὄχθας Ἡρῳδιαν. 3. 9, 14· [[ἔνθα]] κατεπλέομεν Ὀδ. Ι, 142· ἀπολ., [[ἄνευ]] προσδιορ., τῆς στρατιῆς καταπλεούσης οὐκ εἴα προσορμίζεσθαι Ἡρόδ. 6. 97· ὁλκάδι καταπλεύσας 7. 137· ἐς Αἶαν μακρῇ νηῒ κ. Ἡρόδ. 1. 2· πρβλ. 8. 132· ἐπὶ Ἑλλησπόντου 8. 109., 9. 98· ἐπ’ [[Ἀρτεμίσιον]] 7. 195· τὰς ἐκ Πόντου [[ναῦς]] Ἀθήναζε καταπλεῖν ἐκώλυεν Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 28· ἕως ἂν [[δεῦρο]] καταπλέωμεν παρὰ Δημ. 569, 3· [[ἐνταῦθα]] κ. ὁ αὐτ. 886, 3· πρβλ. Λυσ. 161, 43· νεωστὶ καταπεπλευκώς, ἐλθὼν ἐσχάτως εἰς τὴν ξηράν, Πλάτ. Εὐθύδ. 297C· καταπλέοντος πυροῦ Θεόφρ. ἐν Αἰτ. Φ. 4. 9, 5· καταπλέουσα [[ἀγορά]], [[νῆες]] [[μετὰ]] σίτου τῆς ἀγορᾶς, Ἀππ. Καρχ. 200· 2) [[πλέω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] τοῦ ποταμοῦ, κατὰ τὸ [[ῥεῦμα]] [[αὐτοῦ]], μετ’ αἰτ. ἐς Βαβυλῶνα κατ. τὸν Εὐφρήτην Ἡρόδ. 1, 185· ἀπολ., 7, 137· ἐπὶ ἰχθύος, κατ. ἐς θάλασσαν 2. 93· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 10. ΙΙ. [[πλέω]] [[ὀπίσω]], [[πλέων]] [[ἐπιστρέφω]], [[ὅθεν]] ἐξέπλεεν [[ἐνταῦθα]] καὶ καταπλεῖ Δημοσθ. 886, 3, Ἡρόδ. 1, 165., 3, 45, Ἀνδοκ. 21, 22, κτλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 5 August 2017
English (LSJ)
lon. καταπλώω Hdt.2.93 codd.: aor.
A -έπλωσα Id.1.2, al.:— sail down; i.e., 1 sail from the high sea to land, put in, ἔνθα κατεπλέομεν Od.9.142: abs., Hdt.6.97, 7.137, Lys.28.5, etc.; ἐς Αἶαν Hdt.1.2, cf. 8.132; ἐπὶ Ἑλλησπόντου ib.109,9.98; ἐπ' Ἀρτεμίσιον Id.7.195; τὰς ἐκ Πόντου ναῦς Ἀθήναζε κ. X.HG5.1.28; ἕως ἂν δεῦρο -πλεύσωμεν Test. ap. D.21.168; ἐνταῦθα κ. Id.32.14; sail home, Lys. 21.3, Phoenicid.2.3; νεωστὶ καταπεπλευκώς having lately come ashore, Pl.Euthd.297c; of things, to be brought by sea, πυρὸς Ἀθήναζε -πλέων Thphr.CP4.9.5; ἡ -πλέουσα ἀγορά App.Pun.100. 2 sail down stream, [ἐς] τὸν Εὐφρήτην Hdt.1.185; in Egypt, down the Nile, κ. εἰς τὴν πόλιν (sc. Alexandria) PMagd.22.4 (iii B.C.), cf. PTeb.58.44 (ii B.C.), etc.; of fish, swim down stream, κ. ἐς θάλασσαν Hdt.2.93, cf. Arist.HA598b16. II sail back, Hdt.1.165, 3.45, And.2.13, Phld.Acad.Ind.p.102M., etc.
German (Pape)
[Seite 1370] (s. πλέω), herabschiffen, zu Schiffe von der hohen See an die Küste fahren, anlanden, einlaufen; Od. 9, 142; τὰς ἐκ Πόντου ναῦς Ἀθήναζε ἐκώλυε καταπλεῖν Xen. Hell. 5, 1, 28; εἰς τὴν γῆν κατέπλευσαν 1, 7, 29; Plat. Euthyd. 297 c; Dem. u. A.; auch von Sachen, καταπλέοντος Ἀθήναζε πυροῦ Theophr.; – zurückschiffen, -fahren, Andoc. 2, 13 u. A. – S. unten καταπλώω.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλέω: μέλλ., -πλεύσομαι καὶ πλευσοῦμαι· Ἰων. -πλώω·- πλέω πρὸς τὰ κάτω· δηλ., 1) πλέω ἐκ τοῦ πελάγους πρὸς τὴν ἀκτήν, πλέω πρὸς τὴν ξηράν, προσορμίζομαι, ἀντίθ., ἀναπλέω, καταπλέων ὁ στρατὸς ναυσὶ πολλαῖς κατηνέχθη εἰς ὄχθας Ἡρῳδιαν. 3. 9, 14· ἔνθα κατεπλέομεν Ὀδ. Ι, 142· ἀπολ., ἄνευ προσδιορ., τῆς στρατιῆς καταπλεούσης οὐκ εἴα προσορμίζεσθαι Ἡρόδ. 6. 97· ὁλκάδι καταπλεύσας 7. 137· ἐς Αἶαν μακρῇ νηῒ κ. Ἡρόδ. 1. 2· πρβλ. 8. 132· ἐπὶ Ἑλλησπόντου 8. 109., 9. 98· ἐπ’ Ἀρτεμίσιον 7. 195· τὰς ἐκ Πόντου ναῦς Ἀθήναζε καταπλεῖν ἐκώλυεν Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 28· ἕως ἂν δεῦρο καταπλέωμεν παρὰ Δημ. 569, 3· ἐνταῦθα κ. ὁ αὐτ. 886, 3· πρβλ. Λυσ. 161, 43· νεωστὶ καταπεπλευκώς, ἐλθὼν ἐσχάτως εἰς τὴν ξηράν, Πλάτ. Εὐθύδ. 297C· καταπλέοντος πυροῦ Θεόφρ. ἐν Αἰτ. Φ. 4. 9, 5· καταπλέουσα ἀγορά, νῆες μετὰ σίτου τῆς ἀγορᾶς, Ἀππ. Καρχ. 200· 2) πλέω πρὸς τὰ κάτω τοῦ ποταμοῦ, κατὰ τὸ ῥεῦμα αὐτοῦ, μετ’ αἰτ. ἐς Βαβυλῶνα κατ. τὸν Εὐφρήτην Ἡρόδ. 1, 185· ἀπολ., 7, 137· ἐπὶ ἰχθύος, κατ. ἐς θάλασσαν 2. 93· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 10. ΙΙ. πλέω ὀπίσω, πλέων ἐπιστρέφω, ὅθεν ἐξέπλεεν ἐνταῦθα καὶ καταπλεῖ Δημοσθ. 886, 3, Ἡρόδ. 1, 165., 3, 45, Ἀνδοκ. 21, 22, κτλ.