ἀγακλεής: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγακλεής''': -ές, κλητ. - κλεές Ὅμηρ.: Ἐπικ. γεν. ἀγακλῆος Ἰλ. ΙΙ. 738, ὀνομ. πληθ. ἀγακληεῖς, Μανέθων 3. 324, (καὶ παρὰ συγγρ. [[λίαν]] μεταγ. ὡς ἐν Ἀπολλιναρίῳ ἑν. ὀνομ., [[ἀγακλήεις]]): ― βραχὺς [[τύπος]] τῆς ἑν. αἰτ. ἀγακλέᾰ, Πίνδ. Π. 9. 187., Ἴσθ. 1. 49. δοτ. ἀγακλέϊ, Ἀνθ. Πλαν. 377: πληθ. ἀγακλέᾰς, Ἀντιμάχ. ἀποσπ. 36, πρβλ. [[εὐκλεής]]. Λίαν [[ἔνδοξος]], [[περίφημος]], Λατ. inclytus, ἐν Ἰλ. ἀεὶ περὶ ἀνδρῶν, ὡς ἐν Π. 738., Ψ. 529. ἐν Πινδάρῳ, ἀγακλ. αἶα, κτλ. ― Ἐπικ. καὶ Λυρ. [[λέξις]] (μὴ ἀπαντῶσα ἐν Ὀδ.), ἐν πεζῷ λόγῳ μόνον ὡς ἐπίρρ. ἀγακλεῶς, Ἱππ. 28. 13.
|lstext='''ἀγακλεής''': -ές, κλητ. - κλεές Ὅμηρ.: Ἐπικ. γεν. ἀγακλῆος Ἰλ. ΙΙ. 738, ὀνομ. πληθ. ἀγακληεῖς, Μανέθων 3. 324, (καὶ παρὰ συγγρ. [[λίαν]] μεταγ. ὡς ἐν Ἀπολλιναρίῳ ἑν. ὀνομ., [[ἀγακλήεις]]): ― βραχὺς [[τύπος]] τῆς ἑν. αἰτ. ἀγακλέᾰ, Πίνδ. Π. 9. 187., Ἴσθ. 1. 49. δοτ. ἀγακλέϊ, Ἀνθ. Πλαν. 377: πληθ. ἀγακλέᾰς, Ἀντιμάχ. ἀποσπ. 36, πρβλ. [[εὐκλεής]]. Λίαν [[ἔνδοξος]], [[περίφημος]], Λατ. inclytus, ἐν Ἰλ. ἀεὶ περὶ ἀνδρῶν, ὡς ἐν Π. 738., Ψ. 529. ἐν Πινδάρῳ, ἀγακλ. αἶα, κτλ. ― Ἐπικ. καὶ Λυρ. [[λέξις]] (μὴ ἀπαντῶσα ἐν Ὀδ.), ἐν πεζῷ λόγῳ μόνον ὡς ἐπίρρ. ἀγακλεῶς, Ἱππ. 28. 13.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très illustre.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαν]], [[κλέος]].
}}
}}

Revision as of 19:22, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγακλεής Medium diacritics: ἀγακλεής Low diacritics: αγακλεής Capitals: ΑΓΑΚΛΕΗΣ
Transliteration A: agakleḗs Transliteration B: agakleēs Transliteration C: agakleis Beta Code: a)gakleh/s

English (LSJ)

ές, voc.

   A -κλεές Il.17.716, al.: Ep. gen. ἀγακλῆος Il.16.738, nom. pl. ἀγακληεῖς Man.3.324: shortened acc. sing. ἀγακλέᾰ Pi.P.9.106, I.1.34; dat. ἀγακλέϊ APl.5.377; acc. pl. ἀγακλέᾰς Antim. Eleg.2:—very glorious, famous, in Il. always of men, as 16.738, 23.529; later of places and things, ναός, Δᾶλος, B.15.12, Pi.Pae.4.12; παιάν ib.5.48.—Ep. and Lyr. word (not in Od.), exc. in Adv. ἀγακλεῶς, Hp.Praec.12.

German (Pape)

[Seite 7] ές (ἄγαν κλέος), sehr berühmt, Hom. stets von Menschen, nur in der Il., 16, 738 u. 23, 529 gen. ἀγακλῆος, 17, 716 u. 21, 373 voc. ἀγακλεές; – acc. -έᾰ κούραν Pind. P. s, 166; αἶσαν I. 1, 34; ἀγακλέας ὀργεῶνας Antimach. frg. 36; ἀγακλέϊ νίκῃ Athl. stat. 56 (Plan. 377); Maneth. ἀγακληεῖς, nom. pl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγακλεής: -ές, κλητ. - κλεές Ὅμηρ.: Ἐπικ. γεν. ἀγακλῆος Ἰλ. ΙΙ. 738, ὀνομ. πληθ. ἀγακληεῖς, Μανέθων 3. 324, (καὶ παρὰ συγγρ. λίαν μεταγ. ὡς ἐν Ἀπολλιναρίῳ ἑν. ὀνομ., ἀγακλήεις): ― βραχὺς τύπος τῆς ἑν. αἰτ. ἀγακλέᾰ, Πίνδ. Π. 9. 187., Ἴσθ. 1. 49. δοτ. ἀγακλέϊ, Ἀνθ. Πλαν. 377: πληθ. ἀγακλέᾰς, Ἀντιμάχ. ἀποσπ. 36, πρβλ. εὐκλεής. Λίαν ἔνδοξος, περίφημος, Λατ. inclytus, ἐν Ἰλ. ἀεὶ περὶ ἀνδρῶν, ὡς ἐν Π. 738., Ψ. 529. ἐν Πινδάρῳ, ἀγακλ. αἶα, κτλ. ― Ἐπικ. καὶ Λυρ. λέξις (μὴ ἀπαντῶσα ἐν Ὀδ.), ἐν πεζῷ λόγῳ μόνον ὡς ἐπίρρ. ἀγακλεῶς, Ἱππ. 28. 13.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très illustre.
Étymologie: ἄγαν, κλέος.