ἀγήνωρ: Difference between revisions
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγήνωρ''': [ᾰ], Δωρ. [[ἀγάνωρ]], ορος, ὁ, ἡ, ([[ἄγαν]], [[ἀνήρ]]) ποιητ. ἐπίθ., [[ἀνδρεῖος]] [[ἡρωικός]], [[θυμός]]. Ἰλ. Π, 801, [[κραδίη]] καὶ θυμὸς ἀγ., Ι. 635 καὶ ἀλλ.·βίῃ καὶ ἀγήνορι θυμῷ εἴξας, ἐπὶ λέοντος, Ω, 42. Συχνάκις [[μετὰ]] τῆς συγγενοῦς ἐννοίας, [[ἰσχυρογνώμων]], [[ὑπεροπτικός]], περὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ι. 699· περὶ τοῦ Θερσίτου, Β, 276· περὶ τῶν μνηστήρων, Ὀδ. Α, 106. 144, καὶ ἀλλ.· περὶ τῶν Τιτάνων, Ἡσ. Θ. 641· πρβλ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 7· περὶ ἀρχηγῶν ἢ ἡγεμόνων στρατοῦ, Αἰσχύλ. Θ. 124 (�λυρ.). 2) Παρὰ Πινδ. ἐπὶ ζῴων καὶ πραγμάτων, [[μεγαλοπρεπής]], [[λαμπρός]], [[ἵππος]], Ὀ. 9. 35, [[πλοῦτος]], Π. 10. 27· [[κόμπος]], Ἰσθ. 1. 60. | |lstext='''ἀγήνωρ''': [ᾰ], Δωρ. [[ἀγάνωρ]], ορος, ὁ, ἡ, ([[ἄγαν]], [[ἀνήρ]]) ποιητ. ἐπίθ., [[ἀνδρεῖος]] [[ἡρωικός]], [[θυμός]]. Ἰλ. Π, 801, [[κραδίη]] καὶ θυμὸς ἀγ., Ι. 635 καὶ ἀλλ.·βίῃ καὶ ἀγήνορι θυμῷ εἴξας, ἐπὶ λέοντος, Ω, 42. Συχνάκις [[μετὰ]] τῆς συγγενοῦς ἐννοίας, [[ἰσχυρογνώμων]], [[ὑπεροπτικός]], περὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ι. 699· περὶ τοῦ Θερσίτου, Β, 276· περὶ τῶν μνηστήρων, Ὀδ. Α, 106. 144, καὶ ἀλλ.· περὶ τῶν Τιτάνων, Ἡσ. Θ. 641· πρβλ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 7· περὶ ἀρχηγῶν ἢ ἡγεμόνων στρατοῦ, Αἰσχύλ. Θ. 124 (�λυρ.). 2) Παρὰ Πινδ. ἐπὶ ζῴων καὶ πραγμάτων, [[μεγαλοπρεπής]], [[λαμπρός]], [[ἵππος]], Ὀ. 9. 35, [[πλοῦτος]], Π. 10. 27· [[κόμπος]], Ἰσθ. 1. 60. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> viril, courageux, brave, héroïque;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> fier, arrogant.<br />'''Étymologie:''' ἀ- augm., *γϜανήρ = [[ἀνήρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:22, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. ἀγάνωρ, ορος, ὁ, ἡ, (ἀγα-, ἀνήρ) poet. Adj.
A manly, heroic, θυμός Il.2.276, 12.300; κραδίη καὶ θυμὸς ἀ. 9.635, etc.; βίῃ καὶ ἀγήνορι θυμῷ εἴξας, of a lion, 24.42: freq. with collat. notion of headstrong, arrogant, of Achilles, 9.699; Thersites, 2.276; the suitors, Od.1.106,144, al.; the Titans, Hes.Th.641, cf. Op.7; the Seven against Thebes, A.Th.124 (lyr.). 2 of animals and things, stately, magnificent, ἵππος Pi.O.9.23; lavish, μισθός P.3.55; πλοῦτος ib.10.18; κόμπος I.1.43.
German (Pape)
[Seite 13] ορος (ἄγανἀνήρ od. von ἄγαμαι u. ἀνήρ, andere von ἄγωἄνδρας), sehr mannhaft, muthvoll, Hom. oft, bes. θυμός (vom Löwen Il. 12, 300); auch mit dem tadelnden Nebenbegriff des stolzen Uebermuthes, μνηστῆρες oft in der Od., auch Thersites, Il. 2, 276; – von den Titanen, Hes. Th. 641; Pind., s. ἀγάνωρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγήνωρ: [ᾰ], Δωρ. ἀγάνωρ, ορος, ὁ, ἡ, (ἄγαν, ἀνήρ) ποιητ. ἐπίθ., ἀνδρεῖος ἡρωικός, θυμός. Ἰλ. Π, 801, κραδίη καὶ θυμὸς ἀγ., Ι. 635 καὶ ἀλλ.·βίῃ καὶ ἀγήνορι θυμῷ εἴξας, ἐπὶ λέοντος, Ω, 42. Συχνάκις μετὰ τῆς συγγενοῦς ἐννοίας, ἰσχυρογνώμων, ὑπεροπτικός, περὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ι. 699· περὶ τοῦ Θερσίτου, Β, 276· περὶ τῶν μνηστήρων, Ὀδ. Α, 106. 144, καὶ ἀλλ.· περὶ τῶν Τιτάνων, Ἡσ. Θ. 641· πρβλ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 7· περὶ ἀρχηγῶν ἢ ἡγεμόνων στρατοῦ, Αἰσχύλ. Θ. 124 (�λυρ.). 2) Παρὰ Πινδ. ἐπὶ ζῴων καὶ πραγμάτων, μεγαλοπρεπής, λαμπρός, ἵππος, Ὀ. 9. 35, πλοῦτος, Π. 10. 27· κόμπος, Ἰσθ. 1. 60.
French (Bailly abrégé)
ορος;
adj. m.
1 viril, courageux, brave, héroïque;
2 en mauv. part fier, arrogant.
Étymologie: ἀ- augm., *γϜανήρ = ἀνήρ.