Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκέλλω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκέλλω''': μέλλ. σκελῶ Γαλην. 6. 558· ἀόρ. α´ ἔσκηλα, εὐκτ. σκήλειε Ἰλ.· ἔσκειλα Ζωναρ. 1650.― Παθητ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΕΛ παράγονται καὶ τὰ ἀσκελής, περισκελής, σκελιφρός, [[ὡσαύτως]] [[σκληρός]], σκληφρός· [[ἴσως]] συγγενὲς τῷ Λατ. squal-eo). Ξηραίνω, [[καταξηραίνω]], στεγνώνω, μὴ [[μένος]] ἠελίοιο σκήλει’ ἀμφὶ ἐπὶ [[χρόα]] ἵνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν Ἰλ. Ψ. 191· πρβλ. [[ἐνσκέλλω]]. ΙΙ. Παθ., σκέλλομαι (κατα- Αἰσχύλ. Πρ. 481)· μέλλ. σκελοῦμαι Ἡσύχ.· [[μετὰ]] πρκμ. ἀμεταβ. ἐνεργ. [[ἔσκληκα]] ἔχοντος σημασ. ἐνεστ.· ― (ἐν δὲ τοῖς συνθέτοις καὶ μετ’ ἀμεταβ. ἀορ. β´ ἐνεργ. [[σκλῆναι]]. πρβλ. *ἀπόσκλημι)· ― εἶμαι [[κατάξηρος]], [[στεγνός]], [[κάτισχνος]], ἐσκληκότα καπνῷ, ἐξηραμμένη εἰς τὸν καπνόν, Χοιρίλ. 4, πρβλ. Νικ. Θηρ. 718· χρὼς ἐσκλήκει Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 201· Ἐπικ. μετοχ. ὀνομαστ. πληθ. ἐσκληῶτες [[αὐτόθι]] 53· πρβλ. ἐν-, ἐξέσκληκα.
|lstext='''σκέλλω''': μέλλ. σκελῶ Γαλην. 6. 558· ἀόρ. α´ ἔσκηλα, εὐκτ. σκήλειε Ἰλ.· ἔσκειλα Ζωναρ. 1650.― Παθητ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΕΛ παράγονται καὶ τὰ ἀσκελής, περισκελής, σκελιφρός, [[ὡσαύτως]] [[σκληρός]], σκληφρός· [[ἴσως]] συγγενὲς τῷ Λατ. squal-eo). Ξηραίνω, [[καταξηραίνω]], στεγνώνω, μὴ [[μένος]] ἠελίοιο σκήλει’ ἀμφὶ ἐπὶ [[χρόα]] ἵνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν Ἰλ. Ψ. 191· πρβλ. [[ἐνσκέλλω]]. ΙΙ. Παθ., σκέλλομαι (κατα- Αἰσχύλ. Πρ. 481)· μέλλ. σκελοῦμαι Ἡσύχ.· [[μετὰ]] πρκμ. ἀμεταβ. ἐνεργ. [[ἔσκληκα]] ἔχοντος σημασ. ἐνεστ.· ― (ἐν δὲ τοῖς συνθέτοις καὶ μετ’ ἀμεταβ. ἀορ. β´ ἐνεργ. [[σκλῆναι]]. πρβλ. *ἀπόσκλημι)· ― εἶμαι [[κατάξηρος]], [[στεγνός]], [[κάτισχνος]], ἐσκληκότα καπνῷ, ἐξηραμμένη εἰς τὸν καπνόν, Χοιρίλ. 4, πρβλ. Νικ. Θηρ. 718· χρὼς ἐσκλήκει Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 201· Ἐπικ. μετοχ. ὀνομαστ. πληθ. ἐσκληῶτες [[αὐτόθι]] 53· πρβλ. ἐν-, ἐξέσκληκα.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> σκελῶ, <i>ao.</i> ἔσκηλα;<br />faire sécher, faire dessécher, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Σκελ, être desséché.
}}
}}

Revision as of 19:22, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκέλλω Medium diacritics: σκέλλω Low diacritics: σκέλλω Capitals: ΣΚΕΛΛΩ
Transliteration A: skéllō Transliteration B: skellō Transliteration C: skello Beta Code: ske/llw

English (LSJ)

aor. 1 ἔσκηλα, opt.

   A σκήλειε Il. (v. infr.), ἔσκειλα Zonar.:— Pass., v. infr. 11:—dry up, parch, μὴ μένος ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν Il.23.191; cf. ἐνσκέλλω.    II Pass. σκέλλομαι (κατα- A.Pr.481): fut. σκελοῦμαι Hsch.: intr. pf. Act. ἔσκληκα in pres. signf. (in compds. also with intr. aor. 2 Act. σκλῆναι, cf. ἀποσκλῆναι):— to be parched, lean, dry, ἐσκληκότα καπνῷ smoke-dried, Choeril.4, cf. Nic.Th.718; χρὼς ἐσκλήκει A.R.2.201; Ep. part. nom. pl. ἐσκληῶτες ib.53.

German (Pape)

[Seite 891] auch σκελέω, aor. ἔσκηλα, trocken, dürr machen, austrocknen, dörren; μὴ μένος Ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν, damit nicht der Sonne Gewalt die Haut rings um die Sehnen und Glieder ausdörre, Il. 23, 191; σκήλῃ, conj. aor., Nic. Ther. 694. – Auch = mager machen und hart machen, verhärten, Sp. – Pass. σκέλλομαι, fut. σκλήσομαι, aor. ἔσκλην, σκλαίην, σκλῆναι, und perf. ἔσκληκα, vertrocknen, verdorren, mager werden, Sp; πίνῳ δέ οἱ αὐαλέος χρὼς ἐσκλήκει, Ap. Rh. 2, 200; vgl. Nic. Th. 789; eine synkopirte Form des perf. ἐσκληῶτες findet sich Ap. Rh. 2, 53.

Greek (Liddell-Scott)

σκέλλω: μέλλ. σκελῶ Γαλην. 6. 558· ἀόρ. α´ ἔσκηλα, εὐκτ. σκήλειε Ἰλ.· ἔσκειλα Ζωναρ. 1650.― Παθητ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΕΛ παράγονται καὶ τὰ ἀσκελής, περισκελής, σκελιφρός, ὡσαύτως σκληρός, σκληφρός· ἴσως συγγενὲς τῷ Λατ. squal-eo). Ξηραίνω, καταξηραίνω, στεγνώνω, μὴ μένος ἠελίοιο σκήλει’ ἀμφὶ ἐπὶ χρόα ἵνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν Ἰλ. Ψ. 191· πρβλ. ἐνσκέλλω. ΙΙ. Παθ., σκέλλομαι (κατα- Αἰσχύλ. Πρ. 481)· μέλλ. σκελοῦμαι Ἡσύχ.· μετὰ πρκμ. ἀμεταβ. ἐνεργ. ἔσκληκα ἔχοντος σημασ. ἐνεστ.· ― (ἐν δὲ τοῖς συνθέτοις καὶ μετ’ ἀμεταβ. ἀορ. β´ ἐνεργ. σκλῆναι. πρβλ. *ἀπόσκλημι)· ― εἶμαι κατάξηρος, στεγνός, κάτισχνος, ἐσκληκότα καπνῷ, ἐξηραμμένη εἰς τὸν καπνόν, Χοιρίλ. 4, πρβλ. Νικ. Θηρ. 718· χρὼς ἐσκλήκει Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 201· Ἐπικ. μετοχ. ὀνομαστ. πληθ. ἐσκληῶτες αὐτόθι 53· πρβλ. ἐν-, ἐξέσκληκα.

French (Bailly abrégé)

f. σκελῶ, ao. ἔσκηλα;
faire sécher, faire dessécher, acc..
Étymologie: R. Σκελ, être desséché.