παρέρπω: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρέρπω''': καὶ παρερπύζω, [[ἕρπω]] κρυφίως, Θεόκρ. 15.48· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἀορ. α΄ παρείρπῠσα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 511. 2) κωμικ. ἀντὶ παριέναι (ἴδε [[πάρειμι]] IV. 2), ἐπὶ ῥήτορος, [[προβαίνω]] ([[ὅπως]] ὁμιλήσω), αὐτόθ. 398. ΙΙ. [[παρέρχομαι]], Ἀνθολ. Πλαν. 4. 11, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 195. | |lstext='''παρέρπω''': καὶ παρερπύζω, [[ἕρπω]] κρυφίως, Θεόκρ. 15.48· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἀορ. α΄ παρείρπῠσα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 511. 2) κωμικ. ἀντὶ παριέναι (ἴδε [[πάρειμι]] IV. 2), ἐπὶ ῥήτορος, [[προβαίνω]] ([[ὅπως]] ὁμιλήσω), αὐτόθ. 398. ΙΙ. [[παρέρχομαι]], Ἀνθολ. Πλαν. 4. 11, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 195. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> se glisser furtivement;<br /><b>2</b> passer le long de <i>ou</i> au delà de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἕρπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
A creep secretly up to, Theoc.15.48 : aor. 1 παρείρπῠσα creep in, Ar.Ec. 511 ; of an orator, creep forward (to speak), ib.398. II Dor. = παριέναι, ἐς τῶ Ῥιττηνίω Schwyzer177.8(Crete, V B.C.); ἐν τὸ ἱερόν IG 5(2).514.3(Lycosura, ii B. C.) : aor. subj. παρένθῃ, inf.παρενθεῖν, ib.8, Theoc.15.60 ; μηδὲ παρερπέτω μηθεὶς ἀμύητος εἰς τὸν τόπον IG5(1).1390.36 (Andania, i B. C.); appear in public, Dialex.2.9. 2pass by, APl.1.11 (Hermocr.), Epigr.Gr.195 (Crete).
German (Pape)
[Seite 518] (ἕρπω), = παρερπύζω, Theocr. 15, 47 u. Sp, nur praes. u. imperf.
Greek (Liddell-Scott)
παρέρπω: καὶ παρερπύζω, ἕρπω κρυφίως, Θεόκρ. 15.48· οὕτως ἐν τῷ ἀορ. α΄ παρείρπῠσα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 511. 2) κωμικ. ἀντὶ παριέναι (ἴδε πάρειμι IV. 2), ἐπὶ ῥήτορος, προβαίνω (ὅπως ὁμιλήσω), αὐτόθ. 398. ΙΙ. παρέρχομαι, Ἀνθολ. Πλαν. 4. 11, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 195.
French (Bailly abrégé)
1 se glisser furtivement;
2 passer le long de ou au delà de, acc..
Étymologie: παρά, ἕρπω.