περισπερχέω: Difference between revisions
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περισπερχέω''': παρ’ Ἡροδ. 7. 207, Λοκρῶν περισπερχεόντων τῇ γνώμῃ, [[ἐπειδὴ]] οἱ Λοκροὶ [[μεγάλως]] ὠργίσθησαν [[ἕνεκα]] ταύτης..., ― [[ὥστε]] ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] = τῷ [[περισπερχής]] εἰμι· ― ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]]· [[διότι]] τοῦ ἁπλοῦ ῥήματος ὁ Ἡρόδ. χρῆται ἀείποτε τῷ παθ. τύπῳ σπέρχομαι· [[ἐντεῦθεν]] ὁ Valk. προὔτεινε περισπερχθέντων. | |lstext='''περισπερχέω''': παρ’ Ἡροδ. 7. 207, Λοκρῶν περισπερχεόντων τῇ γνώμῃ, [[ἐπειδὴ]] οἱ Λοκροὶ [[μεγάλως]] ὠργίσθησαν [[ἕνεκα]] ταύτης..., ― [[ὥστε]] ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] = τῷ [[περισπερχής]] εἰμι· ― ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]]· [[διότι]] τοῦ ἁπλοῦ ῥήματος ὁ Ἡρόδ. χρῆται ἀείποτε τῷ παθ. τύπῳ σπέρχομαι· [[ἐντεῦθεν]] ὁ Valk. προὔτεινε περισπερχθέντων. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>part. prés.</i> περισπερχέων;<br />être fort agité, très ému de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περισπερχής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
A v. περισπέρχω.
German (Pape)
[Seite 592] bei Her. 7, 207, Λοκρῶν περισπερχεόντων τῇ γνώμῃ, da die Lokrer über diese Meinung sehr in Bewegung geriethen, = περισπερχέων ὄντων, was Schäfer Mel. p. 69 bezweifelt; Valcken. vermuthet περισπερχθέντων.
Greek (Liddell-Scott)
περισπερχέω: παρ’ Ἡροδ. 7. 207, Λοκρῶν περισπερχεόντων τῇ γνώμῃ, ἐπειδὴ οἱ Λοκροὶ μεγάλως ὠργίσθησαν ἕνεκα ταύτης..., ― ὥστε ἡ λέξις εἶναι = τῷ περισπερχής εἰμι· ― ἀλλ’ ἡ λέξις εἶναι ἀμφίβολος· διότι τοῦ ἁπλοῦ ῥήματος ὁ Ἡρόδ. χρῆται ἀείποτε τῷ παθ. τύπῳ σπέρχομαι· ἐντεῦθεν ὁ Valk. προὔτεινε περισπερχθέντων.
French (Bailly abrégé)
part. prés. περισπερχέων;
être fort agité, très ému de, τινι.
Étymologie: περισπερχής.