Ἀφροδίτη: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἀφροδίτη''': [ῑ], ἡ, ([[ἀφρός]]) Λατ. Venus, ἡ θεὰ τοῦ ἔρωτος καὶ τῆς καλλονῆς. Ἡ πρώτη περὶ αὐτῆς [[μνεία]] ὡς γεννηθείσης ἐξ ἀφροῦ (πρβλ. [[ἀφρός]], [[Ἀφρογένεια]]) γίνεται ἐν Ὕμν. Ὁμ. 5, πρβλ. Ἡσ. Θ. 192 κἑξ.· διὰ τὴν τοῦ ἀφροῦ γένεσιν [[Ἀφροδίτη]] ἐκλήθη Πλάτ. Κρατ. 406C. Ἡ [[θυγάτηρ]] τοῦ Διὸς καὶ τῆς Διώνης· ἐν τῇ Ὀδ. παρίσταται ὡς [[σύζυγος]] τοῦ Ἡφαίστου καὶ ἐρωμένη τοῦ Ἄρεως. ΙΙ. ὡς προσηγορικόν, σαρκικὸς [[ἔρως]], [[ἡδονή]], [[φιλότης]], ἐπιθυμία, Ὀδ. Χ. 444· ὑπό τινι ψαύειν Ἀφροδίτας Πινδ. Ο. 6. 58· ἔργα Ἀφροδίτης Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 1. 9, κτλ.· μὰ τὴν Ἀφρ., νὴ τὴν Ἀφρ., [[τρόπος]] καθ’ ὃν αἱ γυναῖκες ὡρκίζοντο, Ἀριστοφ. Λυσ. 208, Ἐκκλ. 189, κτλ. 2) πᾶσα σφοδρὰ ἐπιθυμία ἢ [[πόθος]] ὡς τὸ [[ἔρως]], Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 1264· Ἀφρ. τιν’ ἡδεῖαν κακῶν, ἀπόλαυσιν, Εὐρ. Φοίν. 399. 3) ὡς τὸ [[χάρις]], ἑλκυστικὴ [[καλλονή]], [[θέλγητρον]], Λατ. venustas, Αἰσχύλ. Ἀγ. 419· τοιαύτην Ἀφρ. ἐπὶ τῇ γλώττῃ… ἔχει Λουκ. Σκύθ. 11, πρβλ. Διον. Ἀλ. π. Συνθ. σ. 11. ΙΙΙ. Ἀφροδίτης [[πόλις]], [[ὄνομα]] διαφόρων ἐν Αἰγύπτῳ [[πόλεων]], Στράβων 802, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]] Ἀφροδιτοπολίτης [[νομός]], [[ὄνομα]] νομοῦ τινος ἐν τῇ χώρᾳ ἐκείνῃ, ὁ αὐτ. 809. IV. ὁ τᾶς Ἀφροδίτας, ὁ [[πλανήτης]] [[Ἀφροδίτη]], Τίμ. Λοκρ. 97Α, πρβλ. Πλάτ. Ἐπινομ. 987Β, Ἀριστ. Μεταφ. 11. 8, 10.
|lstext='''Ἀφροδίτη''': [ῑ], ἡ, ([[ἀφρός]]) Λατ. Venus, ἡ θεὰ τοῦ ἔρωτος καὶ τῆς καλλονῆς. Ἡ πρώτη περὶ αὐτῆς [[μνεία]] ὡς γεννηθείσης ἐξ ἀφροῦ (πρβλ. [[ἀφρός]], [[Ἀφρογένεια]]) γίνεται ἐν Ὕμν. Ὁμ. 5, πρβλ. Ἡσ. Θ. 192 κἑξ.· διὰ τὴν τοῦ ἀφροῦ γένεσιν [[Ἀφροδίτη]] ἐκλήθη Πλάτ. Κρατ. 406C. Ἡ [[θυγάτηρ]] τοῦ Διὸς καὶ τῆς Διώνης· ἐν τῇ Ὀδ. παρίσταται ὡς [[σύζυγος]] τοῦ Ἡφαίστου καὶ ἐρωμένη τοῦ Ἄρεως. ΙΙ. ὡς προσηγορικόν, σαρκικὸς [[ἔρως]], [[ἡδονή]], [[φιλότης]], ἐπιθυμία, Ὀδ. Χ. 444· ὑπό τινι ψαύειν Ἀφροδίτας Πινδ. Ο. 6. 58· ἔργα Ἀφροδίτης Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 1. 9, κτλ.· μὰ τὴν Ἀφρ., νὴ τὴν Ἀφρ., [[τρόπος]] καθ’ ὃν αἱ γυναῖκες ὡρκίζοντο, Ἀριστοφ. Λυσ. 208, Ἐκκλ. 189, κτλ. 2) πᾶσα σφοδρὰ ἐπιθυμία ἢ [[πόθος]] ὡς τὸ [[ἔρως]], Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 1264· Ἀφρ. τιν’ ἡδεῖαν κακῶν, ἀπόλαυσιν, Εὐρ. Φοίν. 399. 3) ὡς τὸ [[χάρις]], ἑλκυστικὴ [[καλλονή]], [[θέλγητρον]], Λατ. venustas, Αἰσχύλ. Ἀγ. 419· τοιαύτην Ἀφρ. ἐπὶ τῇ γλώττῃ… ἔχει Λουκ. Σκύθ. 11, πρβλ. Διον. Ἀλ. π. Συνθ. σ. 11. ΙΙΙ. Ἀφροδίτης [[πόλις]], [[ὄνομα]] διαφόρων ἐν Αἰγύπτῳ [[πόλεων]], Στράβων 802, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]] Ἀφροδιτοπολίτης [[νομός]], [[ὄνομα]] νομοῦ τινος ἐν τῇ χώρᾳ ἐκείνῃ, ὁ αὐτ. 809. IV. ὁ τᾶς Ἀφροδίτας, ὁ [[πλανήτης]] [[Ἀφροδίτη]], Τίμ. Λοκρ. 97Α, πρβλ. Πλάτ. Ἐπινομ. 987Β, Ἀριστ. Μεταφ. 11. 8, 10.
}}
{{bailly
|btext=<i>qqf</i> [[Ἁφροδίτη]] <i>en att.</i><br />ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> Aphrodite (<i>lat.</i> Vénus), déesse de l’amour et de la beauté, que les Grecs croyaient née de l’écume des flots ([[ἐκ]] [[τοῦ]] ἀφροῦ) ; <i>p. suite n. commun</i> :<br /><b>1</b> plaisirs de l’amour;<br /><b>2</b> amour, désir passionné, passion;<br /><b>3</b> jouissance (de l’amitié);<br /><b>4</b> grâce, beauté;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> la planète Vénus;<br /><b>2</b> Aphrodite, <i>n. d’un coup de dés</i>.
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀφροδίτη Medium diacritics: Ἀφροδίτη Low diacritics: Αφροδίτη Capitals: ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Transliteration A: Aphrodítē Transliteration B: Aphroditē Transliteration C: Afroditi Beta Code: *)afrodi/th

English (LSJ)

[ῑ], ἡ, (ἀφρός)

   A Aphrodite, h.Hom.5, Hes.Th.195; διὰ τὴν τοῦ ἀφροῦ γένεσιν Ἀφροδίτη ἐκλήθη Pl.Cra.4c6c.    II as Appellat., sexual love, pleasure, Od.22.444; ὑπ' Ἀπόλλωνι ψαύειν Ἀφροδίτας Pi.O.6.35; ἔργα Ἀφροδίτης h.Ven.1,9, etc.; μὰ τὴν Ἀ., νὴ τὴν Ἀ., a woman's form of oath, Ar.Lys.208, Ec.189, etc.    2 generally, vehement longing or desire, E.IA1264; Ἀ. τιν' ἡδεῖαν κακῶν enjoyment, Id.Ph.399.    3 beauty, grace, charm, ἔρρει πᾶσ' Ἀ. A.Ag. 419 (lyr.); τοιαύτην Ἀ. ἐπὶ τῇ γλώττῃ . . ἔχει Luc.Scyth.11; πολλὴν Ἀ. τῷ λόγῳ περιτιθέναι D.H.Comp.3.    III ὁ τᾶς Ἀφροδίτας [ἀστήρ] the planet Venus, Ti.Locr.97a, cf. Pl.Epin.987b, Arist.Metaph.1073b31, etc.    IV Pythag. name for five, Theol.Ar.31.    V seedtime, Orph.Fr.33.    VI name of various plasters, Aët.12.48, 15.15.

German (Pape)

[Seite 415] ἡ, 1) nom. propr., Aphrodite. – 2) übertr., Liebe, Liebesgenuß, Od. 22, 444; sonst auch ἔργα Ἀφροδίτης; übh. heftige Luft, Begierde, Eur. I. A. 1264; Anmuth, Liebreiz, Eur. Phoen. 402; τοσαύτην ἀφροδίτην ἐπὶ τῇ γλώσσῃ ὁ νεανίσκος ἔχει Luc. Scyth. 11.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀφροδίτη: [ῑ], ἡ, (ἀφρός) Λατ. Venus, ἡ θεὰ τοῦ ἔρωτος καὶ τῆς καλλονῆς. Ἡ πρώτη περὶ αὐτῆς μνεία ὡς γεννηθείσης ἐξ ἀφροῦ (πρβλ. ἀφρός, Ἀφρογένεια) γίνεται ἐν Ὕμν. Ὁμ. 5, πρβλ. Ἡσ. Θ. 192 κἑξ.· διὰ τὴν τοῦ ἀφροῦ γένεσιν Ἀφροδίτη ἐκλήθη Πλάτ. Κρατ. 406C. Ἡ θυγάτηρ τοῦ Διὸς καὶ τῆς Διώνης· ἐν τῇ Ὀδ. παρίσταται ὡς σύζυγος τοῦ Ἡφαίστου καὶ ἐρωμένη τοῦ Ἄρεως. ΙΙ. ὡς προσηγορικόν, σαρκικὸς ἔρως, ἡδονή, φιλότης, ἐπιθυμία, Ὀδ. Χ. 444· ὑπό τινι ψαύειν Ἀφροδίτας Πινδ. Ο. 6. 58· ἔργα Ἀφροδίτης Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 1. 9, κτλ.· μὰ τὴν Ἀφρ., νὴ τὴν Ἀφρ., τρόπος καθ’ ὃν αἱ γυναῖκες ὡρκίζοντο, Ἀριστοφ. Λυσ. 208, Ἐκκλ. 189, κτλ. 2) πᾶσα σφοδρὰ ἐπιθυμία ἢ πόθος ὡς τὸ ἔρως, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 1264· Ἀφρ. τιν’ ἡδεῖαν κακῶν, ἀπόλαυσιν, Εὐρ. Φοίν. 399. 3) ὡς τὸ χάρις, ἑλκυστικὴ καλλονή, θέλγητρον, Λατ. venustas, Αἰσχύλ. Ἀγ. 419· τοιαύτην Ἀφρ. ἐπὶ τῇ γλώττῃ… ἔχει Λουκ. Σκύθ. 11, πρβλ. Διον. Ἀλ. π. Συνθ. σ. 11. ΙΙΙ. Ἀφροδίτης πόλις, ὄνομα διαφόρων ἐν Αἰγύπτῳ πόλεων, Στράβων 802, κτλ.· ἐντεῦθεν Ἀφροδιτοπολίτης νομός, ὄνομα νομοῦ τινος ἐν τῇ χώρᾳ ἐκείνῃ, ὁ αὐτ. 809. IV. ὁ τᾶς Ἀφροδίτας, ὁ πλανήτης Ἀφροδίτη, Τίμ. Λοκρ. 97Α, πρβλ. Πλάτ. Ἐπινομ. 987Β, Ἀριστ. Μεταφ. 11. 8, 10.

French (Bailly abrégé)

qqf Ἁφροδίτη en att.
ης (ἡ) :
I. Aphrodite (lat. Vénus), déesse de l’amour et de la beauté, que les Grecs croyaient née de l’écume des flots (ἐκ τοῦ ἀφροῦ) ; p. suite n. commun :
1 plaisirs de l’amour;
2 amour, désir passionné, passion;
3 jouissance (de l’amitié);
4 grâce, beauté;
II. p. anal.
1 la planète Vénus;
2 Aphrodite, n. d’un coup de dés.