χέραδος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(6_21) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χέρᾰδος''': τό, ἰλύς, [[ἄμμος]] [[μετὰ]] λίθων, λιθάρια καὶ [[συρφετός]], τὰ ὁποῖα καταβιβάζουσιν οἱ χείμαρροι, [[ἅλις]] [[χέραδος]] περιχεύας, «τῆς ὑπὸ τῶν ποταμῶν ἀθροιζομένης ψάμμου καὶ ξύλων συγκομιδῆς» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 319· πρβλ. [[χερμάδιον]]. - Μεταγεν. γραμμ. ἔγραψαν χεράδος, ὡς γεν. τοῦ χεράς, ἡ· - ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ [[ἅλις]], ἀπολ., χωρὶς νὰ συντάσσῃ αὐτὸ [[μετὰ]] γεν.· οἱ ἄριστοι τῶν παλαιῶν κριτικῶν [[ὁμοθύμως]] δέχονται [[χέραδος]], ἴδε τὰ ἀρχαῖα σχόλια ἐν τόπῳ, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμηρικ., Ἐτυμολ. Μέγ.· καὶ ὁ Γαλην. ἐν Λεξ. Ἱππ. μνημονεύει ὡς γενικὴν χεράδεως. Οὕτως ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1123, τὰ Ἀντίγραφα καὶ Σχόλια ἔχουσι [[χέραδος]]· ἐν Πινδ. Π. 6. 13, ὁ Böckh διορθοῖ χεράδει (ἀντὶ χεράδι) ἐκ τοῦ Μεγ. Ἐτυμ. 808, 44· καὶ ἐν Σαπφ. 114, ἡ ὀρθὴ γραφὴ [[εἶναι]] μὴ κίνη [[χέραδος]] (ἀντὶ μὴ κενή). Διὸ ὁ [[τύπος]] χερὰς πρέπει νὰ θεωρηθῇ ὡς [[πλάσμα]] τῶν Γραμματικῶν, ἴδε Δινδ. εἰς Θησ. Στεφ. (Πιθανῶς συγγενὲς ταῖς λ. [[χερμάδιον]], [[χερμάς]], καὶ τῇ ῥίζῃ χέρρος, [[ξηρός]], [[μετὰ]] τῆς ῥιζικῆς σημασίας τοῦ [[τραχύς]], [[σκληρός]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[χέραδος]]· ἡ μετ’ ὀστράκων καὶ λίθων ὕλη», καὶ «χεράδες· αἱ τῶν χειμάρων ποταμῶν λιθώδεις ἀθροίσεις». | |lstext='''χέρᾰδος''': τό, ἰλύς, [[ἄμμος]] [[μετὰ]] λίθων, λιθάρια καὶ [[συρφετός]], τὰ ὁποῖα καταβιβάζουσιν οἱ χείμαρροι, [[ἅλις]] [[χέραδος]] περιχεύας, «τῆς ὑπὸ τῶν ποταμῶν ἀθροιζομένης ψάμμου καὶ ξύλων συγκομιδῆς» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 319· πρβλ. [[χερμάδιον]]. - Μεταγεν. γραμμ. ἔγραψαν χεράδος, ὡς γεν. τοῦ χεράς, ἡ· - ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ [[ἅλις]], ἀπολ., χωρὶς νὰ συντάσσῃ αὐτὸ [[μετὰ]] γεν.· οἱ ἄριστοι τῶν παλαιῶν κριτικῶν [[ὁμοθύμως]] δέχονται [[χέραδος]], ἴδε τὰ ἀρχαῖα σχόλια ἐν τόπῳ, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμηρικ., Ἐτυμολ. Μέγ.· καὶ ὁ Γαλην. ἐν Λεξ. Ἱππ. μνημονεύει ὡς γενικὴν χεράδεως. Οὕτως ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1123, τὰ Ἀντίγραφα καὶ Σχόλια ἔχουσι [[χέραδος]]· ἐν Πινδ. Π. 6. 13, ὁ Böckh διορθοῖ χεράδει (ἀντὶ χεράδι) ἐκ τοῦ Μεγ. Ἐτυμ. 808, 44· καὶ ἐν Σαπφ. 114, ἡ ὀρθὴ γραφὴ [[εἶναι]] μὴ κίνη [[χέραδος]] (ἀντὶ μὴ κενή). Διὸ ὁ [[τύπος]] χερὰς πρέπει νὰ θεωρηθῇ ὡς [[πλάσμα]] τῶν Γραμματικῶν, ἴδε Δινδ. εἰς Θησ. Στεφ. (Πιθανῶς συγγενὲς ταῖς λ. [[χερμάδιον]], [[χερμάς]], καὶ τῇ ῥίζῃ χέρρος, [[ξηρός]], [[μετὰ]] τῆς ῥιζικῆς σημασίας τοῦ [[τραχύς]], [[σκληρός]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[χέραδος]]· ἡ μετ’ ὀστράκων καὶ λίθων ὕλη», καὶ «χεράδες· αἱ τῶν χειμάρων ποταμῶν λιθώδεις ἀθροίσεις». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(τό) :<br /><i>seul. acc. sg.</i><br />tas de petites pierres et de sable, gravier.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[χαράδρα]] ; sel. d’autre, à [[χέρρος]], [[ξηρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A silt, gravel, and rubbish, brought down by torrents, ἅλις χέραδος περιχεύας Il.21.319; μὴ κίνη χέραδος Sapph. 114, cf. Alc.105 Lobel, Pi.P.6.13, A.R.1.1123; χεράδες (pl.) is given by Hsch., χεράδας is f.l. in Sapph. l.c. (ap.EM808.39), and so χεράδι (for χεράδει) in Pi. l.c., and χεράδος (for χέραδος) in A.R. l.c.; χέραδος is confirmed by Sch.Il.l.c., Apollon.Lex., EM808.40.
German (Pape)
[Seite 1349] τό, wie χεράς, Geröll von Sand u. Steinen, Kies, dergleichen die Flüsse anschwemmen, Il. 21, 319, wo aber schon alte Gramm. es für den gen. von χεράς nahmen, es χεράδος betonten u. mit ἅλις verbanden.
Greek (Liddell-Scott)
χέρᾰδος: τό, ἰλύς, ἄμμος μετὰ λίθων, λιθάρια καὶ συρφετός, τὰ ὁποῖα καταβιβάζουσιν οἱ χείμαρροι, ἅλις χέραδος περιχεύας, «τῆς ὑπὸ τῶν ποταμῶν ἀθροιζομένης ψάμμου καὶ ξύλων συγκομιδῆς» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 319· πρβλ. χερμάδιον. - Μεταγεν. γραμμ. ἔγραψαν χεράδος, ὡς γεν. τοῦ χεράς, ἡ· - ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἅλις, ἀπολ., χωρὶς νὰ συντάσσῃ αὐτὸ μετὰ γεν.· οἱ ἄριστοι τῶν παλαιῶν κριτικῶν ὁμοθύμως δέχονται χέραδος, ἴδε τὰ ἀρχαῖα σχόλια ἐν τόπῳ, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμηρικ., Ἐτυμολ. Μέγ.· καὶ ὁ Γαλην. ἐν Λεξ. Ἱππ. μνημονεύει ὡς γενικὴν χεράδεως. Οὕτως ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1123, τὰ Ἀντίγραφα καὶ Σχόλια ἔχουσι χέραδος· ἐν Πινδ. Π. 6. 13, ὁ Böckh διορθοῖ χεράδει (ἀντὶ χεράδι) ἐκ τοῦ Μεγ. Ἐτυμ. 808, 44· καὶ ἐν Σαπφ. 114, ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι μὴ κίνη χέραδος (ἀντὶ μὴ κενή). Διὸ ὁ τύπος χερὰς πρέπει νὰ θεωρηθῇ ὡς πλάσμα τῶν Γραμματικῶν, ἴδε Δινδ. εἰς Θησ. Στεφ. (Πιθανῶς συγγενὲς ταῖς λ. χερμάδιον, χερμάς, καὶ τῇ ῥίζῃ χέρρος, ξηρός, μετὰ τῆς ῥιζικῆς σημασίας τοῦ τραχύς, σκληρός). - Καθ’ Ἡσύχ.: «χέραδος· ἡ μετ’ ὀστράκων καὶ λίθων ὕλη», καὶ «χεράδες· αἱ τῶν χειμάρων ποταμῶν λιθώδεις ἀθροίσεις».
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. acc. sg.
tas de petites pierres et de sable, gravier.
Étymologie: apparenté à χαράδρα ; sel. d’autre, à χέρρος, ξηρός.