δατέομαι: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δᾰτέομαι''': Ὅμ., ἀνώμαλ. ἀπαρέμφ. δατέασθαι (-έεσθαι;) Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 765· [[δάσομαι]] Ἰλ. Χ. 354· ἀόρ. ἐδασάμην, δασσάμην (πρβλ. [[πατέομαι]], ἐπασάμην) Ὅμ., Εὐρ.· Ἰων. δασάσεκτο Ἰλ. Ι. 33· πρκμ. δέδασμαι Κόϊντ. Σμ. 2. 57· ἀλλ' ἐν παθ. σημασ., ἴδε κατωτ. ΙΙ· πρβλ. ἀνα-, δια-, ἐν-[[δατέομαι]]. (Ἴδε ἐν λ. [[δαίω]] Β.) Διανέμομαί τι μετά τινος, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ' Ἀχαιοὶ Ἰλ. Ι. 138· τὰ μὲν εὖ δάσσαντο [[μετὰ]] σφίσιν υἷες Ἀχαιῶν Α. 368· [[ἄνδιχα]] πάντα [[δάσασθαι]] Σ. 511, πρβλ. Ὀδ. Β. 335, κτλ.· χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι Πίνδ. Ο. 7. 101· - [[μένος]] Ἄρηος δατέονται. ἔχουσι [[μέρος]], δηλ. [[εἶναι]] ἐξ ἴσου πεπληρωμένοι μὲ τὴν μανίαν τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Σ. 264· - ἰδίως ἐπὶ προσώπων ἐν συμποσίῳ, κρέα πολλὰ δατεῦντο Ὀδ. Α. 112· μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ' Γ. 66., Υ. 280· ὑπέστην Ἕκτορα… δώσειν κυσὶν ὠμὰ [[δάσασθαι]], νὰ τὸν διασχίσωσιν εἰς τεμάχια, Ἰλ. Ψ. 21, πρβλ. Ὀδ. Σ, 87, Εὐρ. Τρω. 450. 2) [ἡμίονοι] χθόνα ποσσὶ δατεῦντο, ἐμέτρουν τὴν γῆν διὰ τῶν ποδῶν των, Λατ. carpebant viam pedibus, Ἰλ. Ψ. 121. 3) [[κόπτω]] εἰς δύο, τὸν μὲν… ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο Υ. 394. ΙΙ. ἐπὶ ἐνεργητ. σημασίας, [[ἁπλῶς]] = διαιρῶ, δύο μοίρας δασάμενοι τὸν στρατόν, διαιρέσαντες τὸν στρατὸν εἰς…, Ἡρόδ. 7. 121· διαιρῶ ἢ δίδω εἰς ἄλλους, τῶν θεῶν τῷ ταχίστῳ… τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται ὁ αὐτ. 1. 216· - πρκμ. [[μετὰ]] παθ. σημασ., διαιροῦμαι, Ἰλ. Α. 125., Ο. 189, Ἡρόδ. 2. 84, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1329. Ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ' Ἡροδ. μὲ σημασ. ΙΙ, ἀλλὰ σπάνιον παρ' Ἀττ., καὶ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττικῶν· πρβλ. [[ἐνδατέομαι]]. | |lstext='''δᾰτέομαι''': Ὅμ., ἀνώμαλ. ἀπαρέμφ. δατέασθαι (-έεσθαι;) Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 765· [[δάσομαι]] Ἰλ. Χ. 354· ἀόρ. ἐδασάμην, δασσάμην (πρβλ. [[πατέομαι]], ἐπασάμην) Ὅμ., Εὐρ.· Ἰων. δασάσεκτο Ἰλ. Ι. 33· πρκμ. δέδασμαι Κόϊντ. Σμ. 2. 57· ἀλλ' ἐν παθ. σημασ., ἴδε κατωτ. ΙΙ· πρβλ. ἀνα-, δια-, ἐν-[[δατέομαι]]. (Ἴδε ἐν λ. [[δαίω]] Β.) Διανέμομαί τι μετά τινος, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ' Ἀχαιοὶ Ἰλ. Ι. 138· τὰ μὲν εὖ δάσσαντο [[μετὰ]] σφίσιν υἷες Ἀχαιῶν Α. 368· [[ἄνδιχα]] πάντα [[δάσασθαι]] Σ. 511, πρβλ. Ὀδ. Β. 335, κτλ.· χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι Πίνδ. Ο. 7. 101· - [[μένος]] Ἄρηος δατέονται. ἔχουσι [[μέρος]], δηλ. [[εἶναι]] ἐξ ἴσου πεπληρωμένοι μὲ τὴν μανίαν τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Σ. 264· - ἰδίως ἐπὶ προσώπων ἐν συμποσίῳ, κρέα πολλὰ δατεῦντο Ὀδ. Α. 112· μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ' Γ. 66., Υ. 280· ὑπέστην Ἕκτορα… δώσειν κυσὶν ὠμὰ [[δάσασθαι]], νὰ τὸν διασχίσωσιν εἰς τεμάχια, Ἰλ. Ψ. 21, πρβλ. Ὀδ. Σ, 87, Εὐρ. Τρω. 450. 2) [ἡμίονοι] χθόνα ποσσὶ δατεῦντο, ἐμέτρουν τὴν γῆν διὰ τῶν ποδῶν των, Λατ. carpebant viam pedibus, Ἰλ. Ψ. 121. 3) [[κόπτω]] εἰς δύο, τὸν μὲν… ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο Υ. 394. ΙΙ. ἐπὶ ἐνεργητ. σημασίας, [[ἁπλῶς]] = διαιρῶ, δύο μοίρας δασάμενοι τὸν στρατόν, διαιρέσαντες τὸν στρατὸν εἰς…, Ἡρόδ. 7. 121· διαιρῶ ἢ δίδω εἰς ἄλλους, τῶν θεῶν τῷ ταχίστῳ… τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται ὁ αὐτ. 1. 216· - πρκμ. [[μετὰ]] παθ. σημασ., διαιροῦμαι, Ἰλ. Α. 125., Ο. 189, Ἡρόδ. 2. 84, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1329. Ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ' Ἡροδ. μὲ σημασ. ΙΙ, ἀλλὰ σπάνιον παρ' Ἀττ., καὶ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττικῶν· πρβλ. [[ἐνδατέομαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> partager entre soi : ληΐδα IL se partager un butin ; <i>fig.</i> [[μένος]] [[Ἄρηος]] IL se partager la force d’Arès <i>en parl. de deux armées, càd</i> combattre avec un égal courage;<br /><b>2</b> diviser par portions : χθόνα [[ποσσί]] IL <i>litt.</i> partager la terre à la mesure de ses pas <i>en parl. de mules, càd</i> faire de grandes enjambées, dévorer l’espace;<br /><b>3</b> donner en partage : τινί [[τι]], qch à qqn;<br /><b>4</b> prendre pour sa part, gén.;<br /><b>5</b> <i>avec idée de violence</i> déchirer : [[κρέα]] OD manger <i>litt.</i> déchirer des viandes <i>sel. d’autres</i> couper les viandes, <i>en parl. de serviteurs</i> ; τινα IL couper en deux le corps de qqn <i>en parl. des roues d’un char</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Δατ, développ. de la R. Δα, diviser ; v. [[δαίομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
Il.18.264, etc., irreg. inf. δατέασθαι (
A v.l. -έεσθαι) Hes. Op.767: fut. δάσομαι (κατα- Il.22.354 (tm.): aor. ἐδασάμην, δασσάμην Od.14.208, Il.1.368, etc.; Ion. δασάσκετο 9.333 (δια-, tm.): pf. δέδασμαι Diog.Apoll.3, Q.S.2.57 in pass. sense (v. infr. 11): aor. inf. δασθῆναι, Hsch.:—divide among themselves, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ' Ἀχαιοί Il.9.138; τὰ μὲν εὖ δάσσαντο μετὰ σφίσιν υἷες Ἀχαιῶν 1.368; ἄνδιχα πάντα δάσασθαι 18.511, cf. Od.2.335, etc.; χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι Pi.O.7.55; μένος Ἄρηος δατέονται they share, i.e. are alike filled with, the fury of Ares, Il.18.264: freq. of banqueters, κρέα πολλὰ δατεῦντο Od.1.112; μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ' 3.66; ὑπέστην Ἕκτορα . . δώσελν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι tear in pieces, Il.23.21, cf. Od.18.87, E.Tr.450. 2 [ἡμίονοι] χθόνα ποσσὶ δατεῦντο measured the ground with their feet, Il.23.121. 3 cut in two, τὸν μὲν . . ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο 20.394. II in act. sense, simply, divide, τρεῖς μοίρας δασάμενοι τὸν πεζόν having divided into.., Hdt.7.121; divide or give to others, τῶν θεῶν τᾡ ταχίστῳ . . τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται Id.1.216; τοῖς παισὶ τὰ χρήματα Democr.279; μεῖον, πλέον δ. X.Cyr.4.2.43, Oec. 7.24; τὸ ἐπιβάλλον Corn.ND27: pf. in pass. sense, to be divided, distributed, Il.1.125, 15.189, Hdt.2.84, Diog.Apoll. l.c., E.HF1329.— Ep. and Ion., also Cret., Leg.Gort.4.28, al., and Arc., IG5(2).262 (Mantinea, v B.C.); rare in Trag., never in correct Att. Prose, exc. Lys.Fr.7S. (Cf. δαίω (B).)
German (Pape)
[Seite 524] (vgl. δαίω), nur praes. u. impf., theilen; δατεώμεθα ληίδα Iliad. 9, 138. 280; κρέα δατεῦντο Odyss. 1, 112, in Portionen zerlegen; κνίσην δ' ἐκ πεδίου ἄνεμοι φέρον οὐρανὸν εἴσω ἡδεῖαν, τῆς δ' οὔτι θεοὶ μάκαρεσδατέοντο, οὐδ' ἔθελον, sie verzehrten, genossen, Iliad. 8, 550, unächter Vers; τὸν μὲν Ἀχαιῶν ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ, er wurde übergefahren, die Räder theilten, d. h. zerstückelten seinen Leib, Iliad. 20, 394; ταὶ (ἡμίονοι) δὲ χθόνα ποσσὶ δατεῦντο ἐλδόμεναι πεδίοιο διὰ ῥωπήια πυκνά, »sie zertheilten den Boden mit den Füßen«, entweder = sie zerstampften den Boden bei'm Auftreten, oder = sie legten den Weg schrittweise zurück, vgl. carpere viam, Iliad. 23, 121; ὅθι περ Τρῶες καὶ Ἀχαιοὶ ἐν μέσῳ ἀμφότεροι μένος Ἄρηος δατέονται, »sie theilen die Kraft des Ares«, soll ohne Zweifel bedeuten »sie kämpfen«, offenbar eine unklare Vorstellung, Iliad. 18, 264. – Folgende: Pind. Ol. 7, 55 Her. 1, 216.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰτέομαι: Ὅμ., ἀνώμαλ. ἀπαρέμφ. δατέασθαι (-έεσθαι;) Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 765· δάσομαι Ἰλ. Χ. 354· ἀόρ. ἐδασάμην, δασσάμην (πρβλ. πατέομαι, ἐπασάμην) Ὅμ., Εὐρ.· Ἰων. δασάσεκτο Ἰλ. Ι. 33· πρκμ. δέδασμαι Κόϊντ. Σμ. 2. 57· ἀλλ' ἐν παθ. σημασ., ἴδε κατωτ. ΙΙ· πρβλ. ἀνα-, δια-, ἐν-δατέομαι. (Ἴδε ἐν λ. δαίω Β.) Διανέμομαί τι μετά τινος, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ' Ἀχαιοὶ Ἰλ. Ι. 138· τὰ μὲν εὖ δάσσαντο μετὰ σφίσιν υἷες Ἀχαιῶν Α. 368· ἄνδιχα πάντα δάσασθαι Σ. 511, πρβλ. Ὀδ. Β. 335, κτλ.· χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι Πίνδ. Ο. 7. 101· - μένος Ἄρηος δατέονται. ἔχουσι μέρος, δηλ. εἶναι ἐξ ἴσου πεπληρωμένοι μὲ τὴν μανίαν τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Σ. 264· - ἰδίως ἐπὶ προσώπων ἐν συμποσίῳ, κρέα πολλὰ δατεῦντο Ὀδ. Α. 112· μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ' Γ. 66., Υ. 280· ὑπέστην Ἕκτορα… δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι, νὰ τὸν διασχίσωσιν εἰς τεμάχια, Ἰλ. Ψ. 21, πρβλ. Ὀδ. Σ, 87, Εὐρ. Τρω. 450. 2) [ἡμίονοι] χθόνα ποσσὶ δατεῦντο, ἐμέτρουν τὴν γῆν διὰ τῶν ποδῶν των, Λατ. carpebant viam pedibus, Ἰλ. Ψ. 121. 3) κόπτω εἰς δύο, τὸν μὲν… ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο Υ. 394. ΙΙ. ἐπὶ ἐνεργητ. σημασίας, ἁπλῶς = διαιρῶ, δύο μοίρας δασάμενοι τὸν στρατόν, διαιρέσαντες τὸν στρατὸν εἰς…, Ἡρόδ. 7. 121· διαιρῶ ἢ δίδω εἰς ἄλλους, τῶν θεῶν τῷ ταχίστῳ… τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται ὁ αὐτ. 1. 216· - πρκμ. μετὰ παθ. σημασ., διαιροῦμαι, Ἰλ. Α. 125., Ο. 189, Ἡρόδ. 2. 84, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1329. Ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ' Ἡροδ. μὲ σημασ. ΙΙ, ἀλλὰ σπάνιον παρ' Ἀττ., καὶ οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττικῶν· πρβλ. ἐνδατέομαι.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
seul. prés. et impf.
1 partager entre soi : ληΐδα IL se partager un butin ; fig. μένος Ἄρηος IL se partager la force d’Arès en parl. de deux armées, càd combattre avec un égal courage;
2 diviser par portions : χθόνα ποσσί IL litt. partager la terre à la mesure de ses pas en parl. de mules, càd faire de grandes enjambées, dévorer l’espace;
3 donner en partage : τινί τι, qch à qqn;
4 prendre pour sa part, gén.;
5 avec idée de violence déchirer : κρέα OD manger litt. déchirer des viandes sel. d’autres couper les viandes, en parl. de serviteurs ; τινα IL couper en deux le corps de qqn en parl. des roues d’un char.
Étymologie: R. Δατ, développ. de la R. Δα, diviser ; v. δαίομαι.