διασφάξ: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασφάξ''': άγος, ἡ, ([[διασφάζω]]) πᾶν [[ἄνοιγμα]] βιαίως γινόμενον, [[σχίσμα]], [[ῥῆγμα]], ἰδίως [[βραχώδης]] [[χαράδρα]], δι’ ἧς ῥέει [[ποταμός]], ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 158., 3.117, κτλ. ΙΙ. [[καθόλου]], [[κοιλότης]], οἵα εὕρηται παρὰ τοῖς ἰχθύσιν, Ὀππ. Ἁλ. 1. 744. 2) = [[αἰδοῖον]] [[γυναικεῖον]], Valck. Σχόλ. Φοιν. 26, Ruhnk. Τίμ.
|lstext='''διασφάξ''': άγος, ἡ, ([[διασφάζω]]) πᾶν [[ἄνοιγμα]] βιαίως γινόμενον, [[σχίσμα]], [[ῥῆγμα]], ἰδίως [[βραχώδης]] [[χαράδρα]], δι’ ἧς ῥέει [[ποταμός]], ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 158., 3.117, κτλ. ΙΙ. [[καθόλου]], [[κοιλότης]], οἵα εὕρηται παρὰ τοῖς ἰχθύσιν, Ὀππ. Ἁλ. 1. 744. 2) = [[αἰδοῖον]] [[γυναικεῖον]], Valck. Σχόλ. Φοιν. 26, Ruhnk. Τίμ.
}}
{{bailly
|btext=αγος (ἡ) :<br /><b>1</b> intervalle entre deux rochers ; crevasse, précipice;<br /><b>2</b> cavité.<br />'''Étymologie:''' διασφάττω.
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασφάξ Medium diacritics: διασφάξ Low diacritics: διασφάξ Capitals: ΔΙΑΣΦΑΞ
Transliteration A: diaspháx Transliteration B: diasphax Transliteration C: diasfaks Beta Code: diasfa/c

English (LSJ)

άγος, ἡ, (διασφάζω)

   A any opening made by violence, rent, esp. gorge, through which a river runs, Hdt.2.158 (pl.),3.117, etc.; cleft in the earth, Lyc.317.    2 Medic., of divisions of blood-vessels, Hp.Loc.Hom.3; fissure in the liver, Herophil. ap. Gal.2.570.    3 sluice, POxy.1188.24 (i A. D.).    II gill-cavity, in fishes, Opp.H. 1.744.    2 = τὸ θῆλυ μόριον, Eust.897.60.

German (Pape)

[Seite 605] άγος, ἡ, Felsenspalte, Schlucht, Her. 2, 158. 3, 117. 7, 199, nach Gregor. Cor. διάσφαγες αἱ διεστῶσαι πέτραι, auch διασφᾶγες falsch accentuirt. Nach VLL. bei Com. = die weibliche Schaam.

Greek (Liddell-Scott)

διασφάξ: άγος, ἡ, (διασφάζω) πᾶν ἄνοιγμα βιαίως γινόμενον, σχίσμα, ῥῆγμα, ἰδίως βραχώδης χαράδρα, δι’ ἧς ῥέει ποταμός, ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 158., 3.117, κτλ. ΙΙ. καθόλου, κοιλότης, οἵα εὕρηται παρὰ τοῖς ἰχθύσιν, Ὀππ. Ἁλ. 1. 744. 2) = αἰδοῖον γυναικεῖον, Valck. Σχόλ. Φοιν. 26, Ruhnk. Τίμ.

French (Bailly abrégé)

αγος (ἡ) :
1 intervalle entre deux rochers ; crevasse, précipice;
2 cavité.
Étymologie: διασφάττω.