ἀμφαδόν: Difference between revisions
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφᾰδόν''': ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ ἀναφαδόν = ἀναφανδὸν ([[ἀμφανδόν]]) = [[δημοσίᾳ]], φανερῶς, [[ἄνευ]] προφυλάξεως ἢ ἀποκρύψεως, ἀντίθετον τῷ [[λάθρῃ]] Ἰλ. Π. 213· τῷ κρυφηδὸν Ὀδ. Ξ. 330· τῷ δόλῳ Α. 296: ἀμφαδὸν βαλέειν, κτείνειν, ἀγορεύειν, εἰπεῖν Ὅμ.―Φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] τὸ οὐδέτερον ἐπιθέτου ἀμφαδός, ή, όν, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ ἐν Ὀδ. Τ. 391, μὴ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο, [[μήπως]] ἀνακαλυφθῶσι, γνωσθῶσιν. Ὑπάρχει [[τύπος]] ἀμφαδὴν παρ’ Ἀρχιλ. 60. | |lstext='''ἀμφᾰδόν''': ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ ἀναφαδόν = ἀναφανδὸν ([[ἀμφανδόν]]) = [[δημοσίᾳ]], φανερῶς, [[ἄνευ]] προφυλάξεως ἢ ἀποκρύψεως, ἀντίθετον τῷ [[λάθρῃ]] Ἰλ. Π. 213· τῷ κρυφηδὸν Ὀδ. Ξ. 330· τῷ δόλῳ Α. 296: ἀμφαδὸν βαλέειν, κτείνειν, ἀγορεύειν, εἰπεῖν Ὅμ.―Φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] τὸ οὐδέτερον ἐπιθέτου ἀμφαδός, ή, όν, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ ἐν Ὀδ. Τ. 391, μὴ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο, [[μήπως]] ἀνακαλυφθῶσι, γνωσθῶσιν. Ὑπάρχει [[τύπος]] ἀμφαδὴν παρ’ Ἀρχιλ. 60. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />ouvertement, publiquement.<br />'''Étymologie:''' pour *ἀναφαδόν, de [[ἀναφαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv., poet. for ἀναφαδόν
A = ἀναφανδόν (ἀμφανδόν), publicly, openly, without disguise, opp. λάθρη, βαλέειν Il.7.243; opp. κρυφηδόν, Od.14.330; opp. δόλῳ, κτείνειν 1.296; ἀ. πάντ' ἀγορεύειν Il.9.370; ὡς ἀ πέπραγα πανταχῇ καλῶς Ion Trag. ap. Phot.p.98 R.—Prop. neut. of Adj. ἀμφαδός, ή, όν, which occurs in Od.19.391 μὴ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο discovered, known, cf. A.R.3.615.
German (Pape)
[Seite 133] (vgl. ἀναφανδόν), öffentlich, unverhohlen, eigentl. accus. neutr. sing. (vgl. ἀμφαδά); Hom. sechsmal, ἢ ἀμφαδὸν ἦε κρυφηδόν Od. 14, 330. 19, 299, ήὲ δόλῳ ἢ ἀμφαδόν Od. 1, 296. 11, 120, Gegstz λάθρῃ Iliad. 7, 243, ohne Gegstz Iliad. 9, 370.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφᾰδόν: ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ ἀναφαδόν = ἀναφανδὸν (ἀμφανδόν) = δημοσίᾳ, φανερῶς, ἄνευ προφυλάξεως ἢ ἀποκρύψεως, ἀντίθετον τῷ λάθρῃ Ἰλ. Π. 213· τῷ κρυφηδὸν Ὀδ. Ξ. 330· τῷ δόλῳ Α. 296: ἀμφαδὸν βαλέειν, κτείνειν, ἀγορεύειν, εἰπεῖν Ὅμ.―Φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ οὐδέτερον ἐπιθέτου ἀμφαδός, ή, όν, ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν Ὀδ. Τ. 391, μὴ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο, μήπως ἀνακαλυφθῶσι, γνωσθῶσιν. Ὑπάρχει τύπος ἀμφαδὴν παρ’ Ἀρχιλ. 60.
French (Bailly abrégé)
adv.
ouvertement, publiquement.
Étymologie: pour *ἀναφαδόν, de ἀναφαίνω.