ἀλγίων: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλγίων''': -ον· ἄλγιστος, η, ον, ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ [[ἀλγεινός]], ἐσχηματισμένα ἐκ τοῦ οὐσιαστ. [[ἄλγος]] (ὡς [[καλλίων]], -ιστος ἐκ τοῦ [[κάλλος]], [[αἰσχίων]], -ιστος ἐκ τοῦ [[αἶσχος]]), = Ἀλγεινότερος, ἀλγεινότατος. Τοῦ συγκριτ. ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸ οὐδέτερον ἄλγιον [[μετὰ]] τῆς σημασ.: τόσῳ τὸ χειρότερον, τόσῳ τὸ δυσκολώτερον, τῷ δ’ ἄλγιον, αἴκ’ ἐθέλῃσιν ... [[ἄμμι]] μάχεσθαι, Ἰλ. Σ. 278· πρβλ. 306, Ὀδ. Δ. 292: Τὸ δὲ ὑπερθετικὸν μεταχειρίζεται μόνον ἐν Ἰλ. Ψ. 655· ἥ τ’ ἀλγίστη δαμάσασθαι (περὶ ἡμιόνου): - ἀλλ’ ἀμφότερα [[εἶναι]] κοινὰ παρ’ Ἀττ., ὡς [[ἀλγίων]], Αἰσχύλ. Πρ. 934, Σοφ. Ἀντ. 64, ἄλγιστος· ὁ αὐτ. Ο. Τ.675, κτλ.· πρβλ. ἀλγεινὸς ἐν τέλ. [παρ’ Ὁμ. ἄλγιον, ἀλλὰ ῑ [[πάντοτε]] παρ’ Ἀττ.]. | |lstext='''ἀλγίων''': -ον· ἄλγιστος, η, ον, ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ [[ἀλγεινός]], ἐσχηματισμένα ἐκ τοῦ οὐσιαστ. [[ἄλγος]] (ὡς [[καλλίων]], -ιστος ἐκ τοῦ [[κάλλος]], [[αἰσχίων]], -ιστος ἐκ τοῦ [[αἶσχος]]), = Ἀλγεινότερος, ἀλγεινότατος. Τοῦ συγκριτ. ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸ οὐδέτερον ἄλγιον [[μετὰ]] τῆς σημασ.: τόσῳ τὸ χειρότερον, τόσῳ τὸ δυσκολώτερον, τῷ δ’ ἄλγιον, αἴκ’ ἐθέλῃσιν ... [[ἄμμι]] μάχεσθαι, Ἰλ. Σ. 278· πρβλ. 306, Ὀδ. Δ. 292: Τὸ δὲ ὑπερθετικὸν μεταχειρίζεται μόνον ἐν Ἰλ. Ψ. 655· ἥ τ’ ἀλγίστη δαμάσασθαι (περὶ ἡμιόνου): - ἀλλ’ ἀμφότερα [[εἶναι]] κοινὰ παρ’ Ἀττ., ὡς [[ἀλγίων]], Αἰσχύλ. Πρ. 934, Σοφ. Ἀντ. 64, ἄλγιστος· ὁ αὐτ. Ο. Τ.675, κτλ.· πρβλ. ἀλγεινὸς ἐν τέλ. [παρ’ Ὁμ. ἄλγιον, ἀλλὰ ῑ [[πάντοτε]] παρ’ Ἀττ.]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>Cp.</i>;<br />plus douloureux.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, ἄλγιστος, η, ον, irreg. Comp. and Sup. of ἀλγεινός, formed fr. Subst. ἄλγος (cf. καλλίων, αἰσχίων): —
A more or most painful, grievous, or distressing: — of Comp., Hom. has only neut. ἄλγιον, in signf. so much the worse, τῷ δ' ἄλγιον, αἴ κ' ἐθέλῃσιν . . ἄμμι μάχεσθαι Il.18.278, cf. 306, Od.4.292: Sup. only in Il.23.655 ἥτ' ἀλγίστη δαμάσασθαι (of a mule).— Both are common in Trag., as ἀλγίων A.Pr.934, S.Ant.64; ἄλγιστος Id.OT 675, etc. [-ῐον Hom., -ῑον Trag.]
German (Pape)
[Seite 90] ον, compar., u. ἄλγιστος, η, ον, superl. zu ἀλγεινός; Ham. superl. einmal, Iliad. 23, 655 ἥ τ' ἀλγίστη δαμάσασθαι, am schwersten zu bändigen; compar. sechsmal, überall in der Form ἄλγιον neutr. nom., homerisch = posit., Iliad. 18, 278 τῷ δ' ἄλγιον, αἴ κ' ἐθέλῃσιν περὶ τείχεος ἄμμι μάχεσθαι, es wird ihm schwer werden, 306 ἄλγιον, αἴ κ' ἐθέλῃσι, τῷ ἔσσεται; Od. 17, 14 ἄλγιον αὐτῷ ἔσσεται, das wird schlimm für ihn sein; 19, 822 τῷ δ' ἄλγισν ὅς κεν ἐκείνων τοῦτον ἀνιάζῃ, dem wird es schlecht ergehen; 4, 292. 16, 147 ἄλγιον Satz = das ist schlimm; – Tragg. u. sp. D.; Isocr. 10, 34 τίγάρ ἐστιν ἄλγιον;
Greek (Liddell-Scott)
ἀλγίων: -ον· ἄλγιστος, η, ον, ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ ἀλγεινός, ἐσχηματισμένα ἐκ τοῦ οὐσιαστ. ἄλγος (ὡς καλλίων, -ιστος ἐκ τοῦ κάλλος, αἰσχίων, -ιστος ἐκ τοῦ αἶσχος), = Ἀλγεινότερος, ἀλγεινότατος. Τοῦ συγκριτ. ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸ οὐδέτερον ἄλγιον μετὰ τῆς σημασ.: τόσῳ τὸ χειρότερον, τόσῳ τὸ δυσκολώτερον, τῷ δ’ ἄλγιον, αἴκ’ ἐθέλῃσιν ... ἄμμι μάχεσθαι, Ἰλ. Σ. 278· πρβλ. 306, Ὀδ. Δ. 292: Τὸ δὲ ὑπερθετικὸν μεταχειρίζεται μόνον ἐν Ἰλ. Ψ. 655· ἥ τ’ ἀλγίστη δαμάσασθαι (περὶ ἡμιόνου): - ἀλλ’ ἀμφότερα εἶναι κοινὰ παρ’ Ἀττ., ὡς ἀλγίων, Αἰσχύλ. Πρ. 934, Σοφ. Ἀντ. 64, ἄλγιστος· ὁ αὐτ. Ο. Τ.675, κτλ.· πρβλ. ἀλγεινὸς ἐν τέλ. [παρ’ Ὁμ. ἄλγιον, ἀλλὰ ῑ πάντοτε παρ’ Ἀττ.].
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
Cp.;
plus douloureux.
Étymologie: ἄλγος.