ἄλκαρ: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄλκαρ''': τό, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτιατ.: ― [[φυλακτήριον]], [[ἀλέξημα]], [[ἄμυνα]], [[οὔτε]] τί σε Τρώεσσιν ὀΐομαι [[ἄλκαρ]] ἔσεσθαι, Ἰλ. Ε. 644· [[ἄλκαρ]] Ἀχαιῶν, Λ. 823, ἀλλὰ γήραος [[ἄλκαρ]], ἀλεξητήριον κατὰ τοῦ γήρατος. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπ. 193. Ἐπικὴ [[λέξις]] ἐν χρήσει μόνον παρὰ Πινδ. Π. 10, 81., Ψευδο-Φωκυλ. 120. (Συγγενὲς τῷ [[ἀλκή]]). | |lstext='''ἄλκαρ''': τό, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτιατ.: ― [[φυλακτήριον]], [[ἀλέξημα]], [[ἄμυνα]], [[οὔτε]] τί σε Τρώεσσιν ὀΐομαι [[ἄλκαρ]] ἔσεσθαι, Ἰλ. Ε. 644· [[ἄλκαρ]] Ἀχαιῶν, Λ. 823, ἀλλὰ γήραος [[ἄλκαρ]], ἀλεξητήριον κατὰ τοῦ γήρατος. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπ. 193. Ἐπικὴ [[λέξις]] ἐν χρήσει μόνον παρὰ Πινδ. Π. 10, 81., Ψευδο-Φωκυλ. 120. (Συγγενὲς τῷ [[ἀλκή]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(τό) :<br /><i>seul. nom. et acc.</i><br />secours, appui.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλκή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, only nom. and acc.:—
A safeguard, defence, οὔδε τί σε Τρώεσσιν ὀΐομαι ἄ. ἔσεσθαι Il.5.644; ἄ. Ἀχαιῶν 11.823; σᾶς δάμαρτος ἄ E.Tr.590 (lyr.): c. gen. obj., γήραος ἄ. defence against old age, h.Ap.193; ἴδεος, ὑετοῦ ἄ., Call.Fr.124, A.R.2.1074: abs., remedy, Aret.CA1.1.—Ep. and Lyr. word, cf. Pi.P.10.52, Ps.-Phoc.128. Cf. ἀλέξω.
German (Pape)
[Seite 99] τό, nur nom. u. acc., Schutz, Abwehr, Hom. zweimal, Iliad. 11, 823 οὐκέτι ἄλκαρ Ἀχαιῶν ἔσσεται, sie werden sich nicht mehr mit Erfolg vertheidigen, 5, 644 οὐδέ τί σε Τρώεσσιν ὀίομαι ἄλκαρ ἔσεσθαι ἐλθόντ' ἐκ Λυκίης; – Pind. ἄγκυρα ἄλκαρ πέτρας χοιράδος P. 10, 52; πίλημα πέτρου ἄλκαρ Callim. bei Schol. Soph. O. C. 314; ὑετοῦ Ap. Rh. 2, 1074; häufig bei sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλκαρ: τό, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτιατ.: ― φυλακτήριον, ἀλέξημα, ἄμυνα, οὔτε τί σε Τρώεσσιν ὀΐομαι ἄλκαρ ἔσεσθαι, Ἰλ. Ε. 644· ἄλκαρ Ἀχαιῶν, Λ. 823, ἀλλὰ γήραος ἄλκαρ, ἀλεξητήριον κατὰ τοῦ γήρατος. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπ. 193. Ἐπικὴ λέξις ἐν χρήσει μόνον παρὰ Πινδ. Π. 10, 81., Ψευδο-Φωκυλ. 120. (Συγγενὲς τῷ ἀλκή).
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. nom. et acc.
secours, appui.
Étymologie: ἀλκή.