Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔμμηνος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔμμηνος''': -ον, (μὴν) ἐντὸς μηνός, διαρκῶν ἕνα μῆνα, [[μηνιαῖος]], ἔμμηνον τὰν περίοδον ἀποδιδόναι, ἐπὶ τῆς Σελήνης, Τίμ. Λοκρ. 96D· [[ἔργον]] Πλάτ. Νόμ. 956Α. ΙΙ. ὁ γιγνόμενος, τελούμενος ἢ ἀποτινόμενος κατὰ μῆνα, [[μηνιαῖος]], ἱερὰ Σοφ. Ἠλ. 281, Πλάτ. Νόμ. 828C· [[σιτηρέσιον]] Πλουτ. Καῖσ. 8· ἁρμαλιὰ (ὃ ἴδε) Θεόκρ. 16. 35. 2) ἐμμ. δίκαι, ἦσαν δίκαι τινές, καθ’ ἃς ἡ [[ἀπόφασις]] ἔπρεπε νὰ ἐκδοθῇ ἐντὸς 30 ἡμερῶν: αὗται δὲ ἦσαν δίκαι προικός, ἐρανικαί, ἐμπορικαὶ [[Πολυδ]]. H΄, 101, πρβλ. Δημ. 966. 18. [[Κατὰ]] τὸν Βοίκχιον καὶ αἱ περὶ μετάλλων δίκαι ἦσαν ἔμμηνοι, ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. δὲν μνημονεύει αὐτάς, ἐν ᾧ ἀναφέρει πολλὰς ἄλλας ἃς παραλείπει ὁ [[Πολυδ]]., ἴδε Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 74. 11 κἑξ., ἔκδ. Blass. 3) τὰ ἔμμηνα, ὡς καὶ νῦν, δηλ. τῶν γυναικῶν περιοδικὴ ῥύσις, Διοσκ. 3. 36 κ. ἀλλ. β) τὰ δικαζόμενα ἐμμήνως, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 21.
|lstext='''ἔμμηνος''': -ον, (μὴν) ἐντὸς μηνός, διαρκῶν ἕνα μῆνα, [[μηνιαῖος]], ἔμμηνον τὰν περίοδον ἀποδιδόναι, ἐπὶ τῆς Σελήνης, Τίμ. Λοκρ. 96D· [[ἔργον]] Πλάτ. Νόμ. 956Α. ΙΙ. ὁ γιγνόμενος, τελούμενος ἢ ἀποτινόμενος κατὰ μῆνα, [[μηνιαῖος]], ἱερὰ Σοφ. Ἠλ. 281, Πλάτ. Νόμ. 828C· [[σιτηρέσιον]] Πλουτ. Καῖσ. 8· ἁρμαλιὰ (ὃ ἴδε) Θεόκρ. 16. 35. 2) ἐμμ. δίκαι, ἦσαν δίκαι τινές, καθ’ ἃς ἡ [[ἀπόφασις]] ἔπρεπε νὰ ἐκδοθῇ ἐντὸς 30 ἡμερῶν: αὗται δὲ ἦσαν δίκαι προικός, ἐρανικαί, ἐμπορικαὶ [[Πολυδ]]. H΄, 101, πρβλ. Δημ. 966. 18. [[Κατὰ]] τὸν Βοίκχιον καὶ αἱ περὶ μετάλλων δίκαι ἦσαν ἔμμηνοι, ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. δὲν μνημονεύει αὐτάς, ἐν ᾧ ἀναφέρει πολλὰς ἄλλας ἃς παραλείπει ὁ [[Πολυδ]]., ἴδε Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 74. 11 κἑξ., ἔκδ. Blass. 3) τὰ ἔμμηνα, ὡς καὶ νῦν, δηλ. τῶν γυναικῶν περιοδικὴ ῥύσις, Διοσκ. 3. 36 κ. ἀλλ. β) τὰ δικαζόμενα ἐμμήνως, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 21.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui revient tous les mois.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[μήν]]².
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμμηνος Medium diacritics: ἔμμηνος Low diacritics: έμμηνος Capitals: ΕΜΜΗΝΟΣ
Transliteration A: émmēnos Transliteration B: emmēnos Transliteration C: emminos Beta Code: e)/mmhnos

English (LSJ)

ον, (μήν)

   A lasting a month, ἔμμηνον τὰν περίοδον ἀποδίδωτι, of the moon, Ti.Locr.96d; περίοδος, of women, Plu.2.495e; ἔργον Pl.Lg.956a.    II done or paid every month, monthly, ἱερά S.El. 281, Pl.Lg.828c; σιτηρέσιον Plu.Caes.8; ἁρμαλιήν Theoc.16.35.    2 in Law, ἔ. δίκαι suits in which judgement must be given within thirty days, D.37.2, Arist.Ath.52.2; εἰσάγειν ἔμμηνα ib.3.    3 ἔ., τά, the menses of women, Dsc.3.36,al.: sg., Sor.1.19.    III neut. ἔμμηνα as Adv., in the course of a month, IG12.65.47.

German (Pape)

[Seite 808] im Monat, a) einen Monat dauernd, einen Monat lang; περίοδος (σελήνης) Tim. Locr. 96 d; ἔργον Plat. Legg. XII, 956 a. – b) monatlich, jeden Monat geschehend; ἱερά Plat. Legg. VIII, 828 c, wie Soph. El. 273; σιτηρέσιον Plut. Caes. 8; ἁρμαλιή Theocr. 16, 35; δίκαι Dem. 33, 23; vgl. Böckh Staatshaush. I S. 54; – κάθαρσις, = ἐμμήνια, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμμηνος: -ον, (μὴν) ἐντὸς μηνός, διαρκῶν ἕνα μῆνα, μηνιαῖος, ἔμμηνον τὰν περίοδον ἀποδιδόναι, ἐπὶ τῆς Σελήνης, Τίμ. Λοκρ. 96D· ἔργον Πλάτ. Νόμ. 956Α. ΙΙ. ὁ γιγνόμενος, τελούμενος ἢ ἀποτινόμενος κατὰ μῆνα, μηνιαῖος, ἱερὰ Σοφ. Ἠλ. 281, Πλάτ. Νόμ. 828C· σιτηρέσιον Πλουτ. Καῖσ. 8· ἁρμαλιὰ (ὃ ἴδε) Θεόκρ. 16. 35. 2) ἐμμ. δίκαι, ἦσαν δίκαι τινές, καθ’ ἃς ἡ ἀπόφασις ἔπρεπε νὰ ἐκδοθῇ ἐντὸς 30 ἡμερῶν: αὗται δὲ ἦσαν δίκαι προικός, ἐρανικαί, ἐμπορικαὶ Πολυδ. H΄, 101, πρβλ. Δημ. 966. 18. Κατὰ τὸν Βοίκχιον καὶ αἱ περὶ μετάλλων δίκαι ἦσαν ἔμμηνοι, ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. δὲν μνημονεύει αὐτάς, ἐν ᾧ ἀναφέρει πολλὰς ἄλλας ἃς παραλείπει ὁ Πολυδ., ἴδε Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 74. 11 κἑξ., ἔκδ. Blass. 3) τὰ ἔμμηνα, ὡς καὶ νῦν, δηλ. τῶν γυναικῶν περιοδικὴ ῥύσις, Διοσκ. 3. 36 κ. ἀλλ. β) τὰ δικαζόμενα ἐμμήνως, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui revient tous les mois.
Étymologie: ἐν, μήν².