συνδιεκπίπτω: Difference between revisions
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνδιεκπίπτω''': [[διεκπίπτω]] [[ὁμοῦ]], συνεξορμῶ, [[τρεῖς]] τινες οἰκέται συνδιεκπεσόντες ἔσῳζον αὐτὴν Πλουτ. Ποπλικ. 19, Γαλην. τ. 7, σ. 455. | |lstext='''συνδιεκπίπτω''': [[διεκπίπτω]] [[ὁμοῦ]], συνεξορμῶ, [[τρεῖς]] τινες οἰκέται συνδιεκπεσόντες ἔσῳζον αὐτὴν Πλουτ. Ποπλικ. 19, Γαλην. τ. 7, σ. 455. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=s’élancer tout à coup ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διεκπίπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
A escape together, Plu.Publ.19, Gal.8.227.
German (Pape)
[Seite 1008] (s. πίπτω), sich mit durchschlagen u. entkommen, Plut. Poplic. 19.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιεκπίπτω: διεκπίπτω ὁμοῦ, συνεξορμῶ, τρεῖς τινες οἰκέται συνδιεκπεσόντες ἔσῳζον αὐτὴν Πλουτ. Ποπλικ. 19, Γαλην. τ. 7, σ. 455.