ἄπλετος: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄπλετος''': -ον, καθ’ ὑπερβολὴν [[μέγας]], [[ἄπειρος]], [[ἀμέτρητος]], [[ὕψος]] Ἐμπεδ. 439· [[δόξα]] Πινδ. Ι. 4. 17 (3. 28)· βάρος Σοφ. Τρ. 982· [[ὡσαύτως]] καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, χρυσὸς ἄπλ. Ἡρόδ. 1. 14, 50, κ. ἄλλ. ἄλες [[ὕδωρ]], 4. 53., 8. 12· οἰμωγὴ 6. 58· [[μάχη]] Πλάτ. Σοφ. 246C· ἄπλ. καὶ ἀμήχανον ὁ αὐτ. Νόμ. 676Β· ἐν χρόνου μήκεσιν ἀπλέτοις [[αὐτόθι]] 683Α· χιὼν Ξεν. Ἀν. 4. 4, 11· [[πλῆθος]] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 5, 5· ποταμοὶ ἄπλετοι τὸ [[πλῆθος]] αὐτ. Μετεωρ. 2. 2, 17, ῥαφανῖδες ἄπλ. τὸ [[πάχος]] ὁ αὐτ. Πρβλ. 20. 13· [[θόρυβος]] Πολύβ. 1. 50, 3, κτλ. (Πιθανῶς ἐκ √ ΠΛΕ, [[πίμπλημι]], [[πλέως]]).
|lstext='''ἄπλετος''': -ον, καθ’ ὑπερβολὴν [[μέγας]], [[ἄπειρος]], [[ἀμέτρητος]], [[ὕψος]] Ἐμπεδ. 439· [[δόξα]] Πινδ. Ι. 4. 17 (3. 28)· βάρος Σοφ. Τρ. 982· [[ὡσαύτως]] καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, χρυσὸς ἄπλ. Ἡρόδ. 1. 14, 50, κ. ἄλλ. ἄλες [[ὕδωρ]], 4. 53., 8. 12· οἰμωγὴ 6. 58· [[μάχη]] Πλάτ. Σοφ. 246C· ἄπλ. καὶ ἀμήχανον ὁ αὐτ. Νόμ. 676Β· ἐν χρόνου μήκεσιν ἀπλέτοις [[αὐτόθι]] 683Α· χιὼν Ξεν. Ἀν. 4. 4, 11· [[πλῆθος]] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 5, 5· ποταμοὶ ἄπλετοι τὸ [[πλῆθος]] αὐτ. Μετεωρ. 2. 2, 17, ῥαφανῖδες ἄπλ. τὸ [[πάχος]] ὁ αὐτ. Πρβλ. 20. 13· [[θόρυβος]] Πολύβ. 1. 50, 3, κτλ. (Πιθανῶς ἐκ √ ΠΛΕ, [[πίμπλημι]], [[πλέως]]).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />infini, immense.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πίμπλημι]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπλετος Medium diacritics: ἄπλετος Low diacritics: άπλετος Capitals: ΑΠΛΕΤΟΣ
Transliteration A: ápletos Transliteration B: apletos Transliteration C: apletos Beta Code: a)/pletos

English (LSJ)

ον,

   A boundless, immense, ἠέρος ὕψος Emp.17.18; αὐγή Id.135; δόξα Pi.I.4(3).11; βάρος S.Tr.982; also found in Prose, χρυσὸς ἄ. Hdt.1.14,50,al.; ἅλες, ὕδωρ, 4.53, 8.12; οἰμωγή 6.58; μάχη Pl.Sph. 246c; ἄ. καὶ ἀμήχανον [χρόνου πλῆθος] Id.Lg.676b; ἐν χρόνου μήκεσιν ἀπλέτοις ib.683a; χιών X.An.4.4.11; πλῆθος Arist.GA755b26; ποταμοὶ ἄπλετοι τὸ μέγεθος Id.Mete.355b23; ῥαφανίδες ἄ. τὸ πάχος Id.Pr. 924a27; θόρυβος Plb.1.50.3, al.; φύσις Plot.5.5.6; δύναμις 4.8.6.

German (Pape)

[Seite 292] meist p. Nebenform von ἄπλατος (denn die Abltg von πίμπλημι ist falsch), unnahbar, schrecklich, ungeheuer; δόξα Pind. I. 3, 29; βάρος Soph. Trach. 982; Her. χρόνος 1, 14. 50. 3, 106. 9, 109; ἅλες 4, 53; οἰμωγή 4, 58. 8, 99; Plat. μάχη Soph. 246 c; ἄπλετόν τι καὶ ἀμήχανον Legg. III, 676 c (nach den mss., vulg. ἄπειρον); ἐν χρόνου τινὸς μήκεσιν ἀπλέτοις 683 a; unermeßlich, χιών Xen. An. 4, 4, 11; Luc. Dea Syr. 5; χρόνος ep. 29 (X, 28); ὕδωρ Nicarch. 12 (XI, 71).

Greek (Liddell-Scott)

ἄπλετος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν μέγας, ἄπειρος, ἀμέτρητος, ὕψος Ἐμπεδ. 439· δόξα Πινδ. Ι. 4. 17 (3. 28)· βάρος Σοφ. Τρ. 982· ὡσαύτως καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, χρυσὸς ἄπλ. Ἡρόδ. 1. 14, 50, κ. ἄλλ. ἄλες ὕδωρ, 4. 53., 8. 12· οἰμωγὴ 6. 58· μάχη Πλάτ. Σοφ. 246C· ἄπλ. καὶ ἀμήχανον ὁ αὐτ. Νόμ. 676Β· ἐν χρόνου μήκεσιν ἀπλέτοις αὐτόθι 683Α· χιὼν Ξεν. Ἀν. 4. 4, 11· πλῆθος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 5, 5· ποταμοὶ ἄπλετοι τὸ πλῆθος αὐτ. Μετεωρ. 2. 2, 17, ῥαφανῖδες ἄπλ. τὸ πάχος ὁ αὐτ. Πρβλ. 20. 13· θόρυβος Πολύβ. 1. 50, 3, κτλ. (Πιθανῶς ἐκ √ ΠΛΕ, πίμπλημι, πλέως).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
infini, immense.
Étymologie: ἀ, πίμπλημι.