ἀσελγής: Difference between revisions
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσελγής''': -ές, [[ἀκόλαστος]], [[αἰσχρός]], [[κτηνώδης]], Ἀνδοκ. 34. 23, Ἰσαῖος 73. 42, Δημ. 23. 19· [[μετὰ]] τοῦ, [[βίαιος]], εἰ μὲν [[τοίνυν]]... εἰς ἐμὲ μόνον ἀσελγὴς οὕτω καὶ [[βίαιος]] ἐγεγόνει, ὁ αὐτ. 556. 21, Ἰσαῖος 73. 42· σκῶμμ’ ἀσελγὲς Εὔπολ. ἐν «Προσπαλτίοις» 2· [[καθόλου]], [[βίαιος]], [[σφοδρός]], [[ἄνεμος]] Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 25: - Ἐπίρρ., ἀσελγῶς πίονες, καθ’ ὑπερβολὴν παχεῖς, Ἀριστοφ. Πλ. 560· ἀσελγῶς ζῆν Δημ. 958. 16· ἀσελγῶς διακεῖσθαι Λυσ. 169. 32· ἀσελγῶς τινι χρῆσθαι Δημ. 120. 10. ΙΙ. [[λάγνος]], [[μάχλος]], ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 1. 22, 3, Λοβ. Φρύν. 184, (Ἴσως ἐκ τοῦ [[θέλγω]], κατὰ μετατροπὴν τοῦ θ εἰς σ: παραβάλλουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ [[σαλάκων]]). | |lstext='''ἀσελγής''': -ές, [[ἀκόλαστος]], [[αἰσχρός]], [[κτηνώδης]], Ἀνδοκ. 34. 23, Ἰσαῖος 73. 42, Δημ. 23. 19· [[μετὰ]] τοῦ, [[βίαιος]], εἰ μὲν [[τοίνυν]]... εἰς ἐμὲ μόνον ἀσελγὴς οὕτω καὶ [[βίαιος]] ἐγεγόνει, ὁ αὐτ. 556. 21, Ἰσαῖος 73. 42· σκῶμμ’ ἀσελγὲς Εὔπολ. ἐν «Προσπαλτίοις» 2· [[καθόλου]], [[βίαιος]], [[σφοδρός]], [[ἄνεμος]] Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 25: - Ἐπίρρ., ἀσελγῶς πίονες, καθ’ ὑπερβολὴν παχεῖς, Ἀριστοφ. Πλ. 560· ἀσελγῶς ζῆν Δημ. 958. 16· ἀσελγῶς διακεῖσθαι Λυσ. 169. 32· ἀσελγῶς τινι χρῆσθαι Δημ. 120. 10. ΙΙ. [[λάγνος]], [[μάχλος]], ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 1. 22, 3, Λοβ. Φρύν. 184, (Ἴσως ἐκ τοῦ [[θέλγω]], κατὰ μετατροπὴν τοῦ θ εἰς σ: παραβάλλουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ [[σαλάκων]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> grossier, violent;<br /><b>2</b> licencieux, impudique;<br /><i>Cp.</i> ἀσελγέστερος, <i>Sp.</i> ἀσελγέστατος.<br />'''Étymologie:''' DELG ? -- Babiniotis hyp. non démontrée : ἀ- prosth., [[θέλγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A licentious, wanton, brutal, And.4.40 (Sup.), D.2.19 (Comp.); εἰς ἔμ' ἀ. καὶ βίαιος Id.21.128, cf. Is.8.43; σκῶμμα Eup.244: generally, outrageous, ἄνεμος Id.320. Adv. -γῶς, πίονες extravagantly fat, Ar.Pl.560; ἀ. ζῆν D.36.45; ἀ. διακείμενος Lys.24.15; ἀ. τινὶ χρῆσθαι D.9.35. II lascivious, lewd, Jul.Caes.315c.
German (Pape)
[Seite 369] ές (wird von den Alten von. Σέλγη, einer pisidischen Stadt, abgeleitet, vgl. θέλγω, schwelgen), ausgelassen, σκῶμμα Eupol. Ath. VI, 237 a; ausschweifend, wollüstig, auch frech u. übermüthig, = ὑβρίζων, Dem. 24, 143; Pol. 8, 12, 9; gew. von Männern; von Weibern erst Sp., wie Luc. u. Plut. – Nach B. A. 451 = σφοδρός, βίαιος, πνῖγος, Phereer.; ἄνεμος Eupol. Poll. 1, 111. – Am häufigsten im adv., ἀσελγῶς, πίονες Ar. Plut. 560; διακεῖσθαι Lys. 24, 15; = παρανόμως Is. 10, 11; καὶ πολυτελῶς ζῆν Dem. 59, 30; καὶ προπετῶς χρῆσθαι αὐτῷ ibid. 33; προπηλακίζεσθαι ibid. 35.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσελγής: -ές, ἀκόλαστος, αἰσχρός, κτηνώδης, Ἀνδοκ. 34. 23, Ἰσαῖος 73. 42, Δημ. 23. 19· μετὰ τοῦ, βίαιος, εἰ μὲν τοίνυν... εἰς ἐμὲ μόνον ἀσελγὴς οὕτω καὶ βίαιος ἐγεγόνει, ὁ αὐτ. 556. 21, Ἰσαῖος 73. 42· σκῶμμ’ ἀσελγὲς Εὔπολ. ἐν «Προσπαλτίοις» 2· καθόλου, βίαιος, σφοδρός, ἄνεμος Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 25: - Ἐπίρρ., ἀσελγῶς πίονες, καθ’ ὑπερβολὴν παχεῖς, Ἀριστοφ. Πλ. 560· ἀσελγῶς ζῆν Δημ. 958. 16· ἀσελγῶς διακεῖσθαι Λυσ. 169. 32· ἀσελγῶς τινι χρῆσθαι Δημ. 120. 10. ΙΙ. λάγνος, μάχλος, ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 1. 22, 3, Λοβ. Φρύν. 184, (Ἴσως ἐκ τοῦ θέλγω, κατὰ μετατροπὴν τοῦ θ εἰς σ: παραβάλλουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ σαλάκων).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 grossier, violent;
2 licencieux, impudique;
Cp. ἀσελγέστερος, Sp. ἀσελγέστατος.
Étymologie: DELG ? -- Babiniotis hyp. non démontrée : ἀ- prosth., θέλγω.