Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀτταγᾶς: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀττᾰγᾶς''': ᾶ, πληθ. ἀτταγαῖ, ῶν, κτλ. ἰσοσυλλάβως, «[[ἀτταγᾶς]]· Ἀριστοφάνης Πελαργοῖς, [[ἀτταγᾶς]] ἥδιστον ἕψειν ἐν ἐπινικίοις [[κρέας]]. Ἀλέξανδρος δὲ ὁ Μύνδιός φησιν ὅτι μικρῷ μὲν μείζων ἐστὶ πέρδικος, [[ὅλος]] δὲ [[κατάγραφος]] τὰ περὶ τὸν [[νῶτον]], [[κεραμεοῦς]] τὴν χρόαν, ὑποπυρρίζων [[μᾶλλον]]… περισπῶσι δὲ οἱ Ἀττικοὶ.. [[τοὔνομα]]… λεκτέον καὶ ἀτταγαῖ καὶ οὐχὶ ἀτταγῆνες» Ἀθήν. 387F· [[περιποίκιλος]], [[ποικίλος]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 247, 761· ὡς [[λίχνευμα]], οὐκ [[ἀτταγᾶς]] τε καὶ λαγώς καταβρύκων Ἱππώναξ 33 (26), Ἀριστοφ. Ἀχ. 875· πιθανῶς ἦτο [[εἶδος]] πέρδικος, Pterocles alchata, εὑρισκομένη ἐπὶ τῶν παραλίων τῆς Ἀνατολῆς, ἴδε C. T. Newton ἐν τῷ Cont. Review 1876, σ. 92· ὁ Σχολιαστὴς τοῦ Ἀριστοφ. (Σφῆκ. 257) λέγει: «[[ἀτταγᾶς]] ὄρνεόν ἐστι τερπόμενον ἐν ἕλεσι καὶ πηλώδεσι τόποις καὶ τέλμασιν, ὃν [[ἡμεῖς]] φαμὲν ἀτταγῆνα», κοινῶς ἀτταγανάρι (Walpole Memoirs of Europ. and As. Turkey 1817)· ἀλλαχοῦ ὀνομάζεται καὶ λιβαδοπέρδικα.
|lstext='''ἀττᾰγᾶς''': ᾶ, πληθ. ἀτταγαῖ, ῶν, κτλ. ἰσοσυλλάβως, «[[ἀτταγᾶς]]· Ἀριστοφάνης Πελαργοῖς, [[ἀτταγᾶς]] ἥδιστον ἕψειν ἐν ἐπινικίοις [[κρέας]]. Ἀλέξανδρος δὲ ὁ Μύνδιός φησιν ὅτι μικρῷ μὲν μείζων ἐστὶ πέρδικος, [[ὅλος]] δὲ [[κατάγραφος]] τὰ περὶ τὸν [[νῶτον]], [[κεραμεοῦς]] τὴν χρόαν, ὑποπυρρίζων [[μᾶλλον]]… περισπῶσι δὲ οἱ Ἀττικοὶ.. [[τοὔνομα]]… λεκτέον καὶ ἀτταγαῖ καὶ οὐχὶ ἀτταγῆνες» Ἀθήν. 387F· [[περιποίκιλος]], [[ποικίλος]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 247, 761· ὡς [[λίχνευμα]], οὐκ [[ἀτταγᾶς]] τε καὶ λαγώς καταβρύκων Ἱππώναξ 33 (26), Ἀριστοφ. Ἀχ. 875· πιθανῶς ἦτο [[εἶδος]] πέρδικος, Pterocles alchata, εὑρισκομένη ἐπὶ τῶν παραλίων τῆς Ἀνατολῆς, ἴδε C. T. Newton ἐν τῷ Cont. Review 1876, σ. 92· ὁ Σχολιαστὴς τοῦ Ἀριστοφ. (Σφῆκ. 257) λέγει: «[[ἀτταγᾶς]] ὄρνεόν ἐστι τερπόμενον ἐν ἕλεσι καὶ πηλώδεσι τόποις καὶ τέλμασιν, ὃν [[ἡμεῖς]] φαμὲν ἀτταγῆνα», κοινῶς ἀτταγανάρι (Walpole Memoirs of Europ. and As. Turkey 1817)· ἀλλαχοῦ ὀνομάζεται καὶ λιβαδοπέρδικα.
}}
{{bailly
|btext=ᾶ (ὁ) :<br />sorte de perdrix, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue ; selon ÉL, onomatopée tirée du cri de l’oiseau.
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀττᾰγᾶς Medium diacritics: ἀτταγᾶς Low diacritics: ατταγάς Capitals: ΑΤΤΑΓΑΣ
Transliteration A: attagâs Transliteration B: attagas Transliteration C: attagas Beta Code: a)ttaga=s

English (LSJ)

ᾶ, ὁ,

   A francolin, Tetrao orientalis, Alex.Mynd. ap. Ath.9.387f; πτερυγοποίκιλος, ποικίλος, Ar.Av.247, 761; a delicacy, Hippon.36.1, Ar.Ach.875, Fr.433: prov., τὸν πηλὸν ὥσπερ ἀ. τυρβάσεις βαδίζων Id.V.257.

German (Pape)

[Seite 389] ᾶ, ὁ (ἀτταγαῖ Ath. a. a. O., ἀτταγᾶν B. A. 461, vgl. Lob. Phryn. 117), ein Wiesenvogel, wahrscheinlich Haselhuhn, Ar. Av. 249 u. öfter; vgl. Ath. IX, 387 f, der auch über den Accent berichtet, u. Ael. H. A. 4, 42, der es für ein onomatopoetisches Wort erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀττᾰγᾶς: ᾶ, πληθ. ἀτταγαῖ, ῶν, κτλ. ἰσοσυλλάβως, «ἀτταγᾶς· Ἀριστοφάνης Πελαργοῖς, ἀτταγᾶς ἥδιστον ἕψειν ἐν ἐπινικίοις κρέας. Ἀλέξανδρος δὲ ὁ Μύνδιός φησιν ὅτι μικρῷ μὲν μείζων ἐστὶ πέρδικος, ὅλος δὲ κατάγραφος τὰ περὶ τὸν νῶτον, κεραμεοῦς τὴν χρόαν, ὑποπυρρίζων μᾶλλον… περισπῶσι δὲ οἱ Ἀττικοὶ.. τοὔνομα… λεκτέον καὶ ἀτταγαῖ καὶ οὐχὶ ἀτταγῆνες» Ἀθήν. 387F· περιποίκιλος, ποικίλος Ἀριστοφ. Ὄρν. 247, 761· ὡς λίχνευμα, οὐκ ἀτταγᾶς τε καὶ λαγώς καταβρύκων Ἱππώναξ 33 (26), Ἀριστοφ. Ἀχ. 875· πιθανῶς ἦτο εἶδος πέρδικος, Pterocles alchata, εὑρισκομένη ἐπὶ τῶν παραλίων τῆς Ἀνατολῆς, ἴδε C. T. Newton ἐν τῷ Cont. Review 1876, σ. 92· ὁ Σχολιαστὴς τοῦ Ἀριστοφ. (Σφῆκ. 257) λέγει: «ἀτταγᾶς ὄρνεόν ἐστι τερπόμενον ἐν ἕλεσι καὶ πηλώδεσι τόποις καὶ τέλμασιν, ὃν ἡμεῖς φαμὲν ἀτταγῆνα», κοινῶς ἀτταγανάρι (Walpole Memoirs of Europ. and As. Turkey 1817)· ἀλλαχοῦ ὀνομάζεται καὶ λιβαδοπέρδικα.

French (Bailly abrégé)

ᾶ (ὁ) :
sorte de perdrix, oiseau.
Étymologie: DELG étym. inconnue ; selon ÉL, onomatopée tirée du cri de l’oiseau.