αὐχμηρός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐχμηρός''': -ά, -όν, [[ξηρός]], [[ἄνευ]] βροχῆς, χειμὼν Ἱππ. Ἀφ. 1247, πρβλ. π. Ἀέρ. 287, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 27· ἔαρ ὁ αὐτ. Προβλ. 1. 9· ἐπὶ τόπων, [[ξηρός]], [[ἄνυδρος]], [[ὅπως]] ἂν… τοὺς αὐχμηροτάτους τόπους πολυύδρους τε καὶ εὐύδρους ἀπεργάζωνται Πλάτ. Νόμ. 761Β· χωρία Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 11, 10, κτλ.· καρποί Διόδ. 2. 53. 2) [[ξηρός]], [[τραχύς]], [[ῥυπαρός]], Εὐρ. Ἄλκ. 947· σκληρὸς καὶ αὐχμ. Πλάτ. Συμπ. 203C· ἰδίως ἐπὶ [[κόμης]], (πρβλ. προηγ.), Σοφ. Ἀποσπ. 422, Εὐρ. Ὀρ. 387· [[βίος]] Λουκ. π. Ὀρχ. 1. ― Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 4 ἔχει τὸ ἀνώμαλ. ὑπερθετ. αὐχμότατος (διάφ. γραφ. ἀθλιώτατος). ― Ἐπίρρ. -ρῶς Φιλόστρ. 147. Πρβλ. [[αὐσταλέος]].
|lstext='''αὐχμηρός''': -ά, -όν, [[ξηρός]], [[ἄνευ]] βροχῆς, χειμὼν Ἱππ. Ἀφ. 1247, πρβλ. π. Ἀέρ. 287, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 27· ἔαρ ὁ αὐτ. Προβλ. 1. 9· ἐπὶ τόπων, [[ξηρός]], [[ἄνυδρος]], [[ὅπως]] ἂν… τοὺς αὐχμηροτάτους τόπους πολυύδρους τε καὶ εὐύδρους ἀπεργάζωνται Πλάτ. Νόμ. 761Β· χωρία Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 11, 10, κτλ.· καρποί Διόδ. 2. 53. 2) [[ξηρός]], [[τραχύς]], [[ῥυπαρός]], Εὐρ. Ἄλκ. 947· σκληρὸς καὶ αὐχμ. Πλάτ. Συμπ. 203C· ἰδίως ἐπὶ [[κόμης]], (πρβλ. προηγ.), Σοφ. Ἀποσπ. 422, Εὐρ. Ὀρ. 387· [[βίος]] Λουκ. π. Ὀρχ. 1. ― Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 4 ἔχει τὸ ἀνώμαλ. ὑπερθετ. αὐχμότατος (διάφ. γραφ. ἀθλιώτατος). ― Ἐπίρρ. -ρῶς Φιλόστρ. 147. Πρβλ. [[αὐσταλέος]].
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> desséché, sec;<br /><b>2</b> malpropre, sale.<br />'''Étymologie:''' [[αὐχμέω]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐχμηρός Medium diacritics: αὐχμηρός Low diacritics: αυχμηρός Capitals: ΑΥΧΜΗΡΟΣ
Transliteration A: auchmērós Transliteration B: auchmēros Transliteration C: afchmiros Beta Code: au)xmhro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A dry, without rain, χειμών Hp.Aph.3.11, cf. Aër. 10; ἔτη Arist.HA605b19; ἔαρ Id.Pr.860a13; of places, dry, parched, waterless, arid, τόποι Pl.Lg.761b (Sup.), cf. 2 Ep.Pet.1.19; χωρία Thphr.HP9.11.10, etc.; καρποί D.S.2.53.    b parching, νόσοι Emp.121.3.    2 dry, rough, squalid, οὖδας E.Alc.947; σκληρὸς καὶ αὐ. Pl.Smp.203d; esp. of hair (cf. foreg.), S.Fr.475, E.Or.387, Theoc.25.225; βίος Luc.Salt. 1. Adv.-ρῶς, ἔχειν τοῦ προσώπου Philostr.VA4.10.    3 miserable, forbidding, uninspired, desiccated, Man.2.169: c. gen., βιότοιο ib.454: irreg. Sup. αὐχμότατος dub. l. in Pl.Com.169.

German (Pape)

[Seite 405] trocken, dürr, τόπος, Plat. Legg. VI, 761 b; νῶτα Λιβύης Ep. ad. 398 (VII, 626); ἠϊόνες ad. 128 (VI, 23); so θέρος, δίψα, Ep. ad. 176; Mel. 10 (VI, 21. XII, 133); αὐχμηρὸν οὖδας Eur. Alc. 950; übh. schmutzig, verwildert, θρίξ Soph. frg. 422; πλόκαμος Eur. Or. 587; χαίτη Theocr. 25, 225; αὐχμηρὰ τὴν κόμην Luc. Somn. 6; βίος, Saltat. 1, wo dabei steht μόνον τὸ σκληρὸν ἀγαθὸν ἡγούμενος; wie Plat. αὐχμηρὸς καὶ σκληρός Conv. 203 c; Ar. Nubb. 910 steht dem αὐχμεῖν αἰσχρῶς – εὖ πράττειν entgegen; aber Plut. 84 ist es, wie aus dem Folgdn erhellt, ungewaschen. Bei Philip. ep. 17 (VI, 62) ist αὐχμηρὸς λίθος der Bimsstein; Sp. arm, dürftig, Man. 2, 454.

Greek (Liddell-Scott)

αὐχμηρός: -ά, -όν, ξηρός, ἄνευ βροχῆς, χειμὼν Ἱππ. Ἀφ. 1247, πρβλ. π. Ἀέρ. 287, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 27· ἔαρ ὁ αὐτ. Προβλ. 1. 9· ἐπὶ τόπων, ξηρός, ἄνυδρος, ὅπως ἂν… τοὺς αὐχμηροτάτους τόπους πολυύδρους τε καὶ εὐύδρους ἀπεργάζωνται Πλάτ. Νόμ. 761Β· χωρία Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 11, 10, κτλ.· καρποί Διόδ. 2. 53. 2) ξηρός, τραχύς, ῥυπαρός, Εὐρ. Ἄλκ. 947· σκληρὸς καὶ αὐχμ. Πλάτ. Συμπ. 203C· ἰδίως ἐπὶ κόμης, (πρβλ. προηγ.), Σοφ. Ἀποσπ. 422, Εὐρ. Ὀρ. 387· βίος Λουκ. π. Ὀρχ. 1. ― Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 4 ἔχει τὸ ἀνώμαλ. ὑπερθετ. αὐχμότατος (διάφ. γραφ. ἀθλιώτατος). ― Ἐπίρρ. -ρῶς Φιλόστρ. 147. Πρβλ. αὐσταλέος.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 desséché, sec;
2 malpropre, sale.
Étymologie: αὐχμέω.