αὐχμέω

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐχμέω Medium diacritics: αὐχμέω Low diacritics: αυχμέω Capitals: ΑΥΧΜΕΩ
Transliteration A: auchméō Transliteration B: auchmeō Transliteration C: afchmeo Beta Code: au)xme/w

English (LSJ)

(αὐχμός) to be squalid or be unwashed, αὐχμεῖς τε κακῶς καὶ ἀεικέα ἕσσαι Od.24.250, cf. Ar.Nu.442; to be parched, Pl.R.606d; αὐχμεῖ [φυτά] dry up, Thphr.HP4.10.7:—also αὐχμάω, part. αὐχμῶσαι interpol. in Hp.Prog.2; αὐχμώσης Arist.Mete.360b11; αὐχμῶντες Thphr.HP8.10.4; αὐχμῶντα Plu.2.187d, Luc.Vit.Auct.7; αὐχμῶσαν Id.Apol.6, etc.; Ep. αὐχμώοντα Nonn. D. 26.108, etc.—αὐχμέω is always used exc. in part. acc. to Phryn.PSp.10B.; αὐχμᾷς is cited from Phryn.Com.76 by Poll.2.34; other forms are ambiguous, αὐχμῶν Ar.Pl.84, Anaxandr.34.6, Thphr. Char.26.5; αὐχμήσῃ Pl.Phdr. 251d. etc.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): αὐχμάω Phryn.Com.81, Arist.Mete.360b11, Thphr.HP 8.10.4, Plu.2.187d, Luc.Vit.Auct.7, Apol.6, Nec.4, Philops.24, Aristid.Or.3.196, Phryn.PS 10, Clem.Al.Paed.22.26.1; αὐχμόω Aq.Ps.30.11, Tz.Comm.Ar.2.490.5
• Morfología: [ép. tard. part. pres. c. diéct. αὐχμώοντα Nonn.D.26.108, 35.119, 47.153]
I intr.
1 estar seco, secarse ὅταν ... χωρὶς γένηται καὶ αὐχμήσῃ cuando (el alma) está fuera (de los efluvios que despide la belleza) y se reseca Pl.Phdr.251d, (τὸ ... σάρκας ὀστοῖς συνδοῦν) ἁλμυρὸν αὐχμῆσαν habiéndose secado el elemento salino (que une la carne a los huesos) Pl.Ti.84a, πάσης (τῆς χώρας) ... αὐχμώσης Arist.l.c., de plantas, Thphr.HP 4.10.7, l.c., αὐχμώσῃ τῇ λάχνῃ en los elefantes indios, Luc.Philops.24, ὑπερῴην ... αὐχμῶσαν καταλέλοιπεν te ha dejado el paladar seco Luc.Apol.6, τὰ ὀστᾶ μου ηὐχμώθη Aq.l.c.
fig. consumirse, ajarse, estropearse γῆρας λυγρὸν ἔχεις αὐχμεῖς τε κακῶς Od.24.250, αὐχμεῖς αἰσχρῶς estás hecho polvo op. σὺ δέ γ' εὖ πράττεις ‘y tú en cambio prosperas', Ar.Nu.920
estar seco, tener mucha sed σὲ ... αὐχμῶντα καὶ ἄσιτον Plu.2.187d, cf. Nonn.D.26.108.
2 estar cubierto de polvo, sucio Phryn.Com.l.c., πόθεν οὖν ... αὐχμῶν βαδίζεις; Ar.Pl.84, αὐχμῶν ἢ ῥυπῶν Anaxandr.34.6, λεπτὸς καὶ αὐχμῶν Thphr.Char.26.5, δεῖ γὰρ τὸν χαρίεντα μήτε ῥυπᾶν μήτε αὐχμεῖν Heraclit.B 13, ἄνδρα οὕτως αὐχμῶντα καὶ κεκονισμένον Aristid.l.c., βούλει (ἡμᾶς παράγειν) τὸν αὐχμῶντα ἐκεῖνον, τὸν Ποντικόν; (por Diógenes el Cínico), Luc.Vit.Auct.7, τὸ σῶμα ... ῥυπῶντα καὶ αὐχμῶντα Luc.Nec.4, πλήρεις κραιπάλης, αὐχμῶντας Clem.Al.l.c., αὐχμώοντα κονίῃ Nonn.D.35.119, 47.153.
II tr. fact.
1 hacer morir de sed ἡ ποιητικὴ μίμησις ... τρέφει ταῦτα (placeres) ἄρδουσα, δέον αὐχμεῖν Pl.R.606d.
2 ensuciar, cubrir de polvo τοὐμὸν σῶμ' αὐτοῖσι παρέχω τύπτειν ... διψῆν, αὐχμεῖν Ar.Nu.442, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 405] dürr, trocken sein, Plat. Phaedr. 251 d u. sonst; staubig, schmutzig, verwildert aussehen, Od. 24, 250; αὐχμῶν καὶ ῥυπῶν Anaxandr. Ath. VI, 242 d.

French (Bailly abrégé)

αὐχμῶ :
seul. prés. et ao.
être sec ou poudreux ; être sale.
Étymologie: αὐχμός.

Greek (Liddell-Scott)

αὐχμέω: (αὐχμὸς) εἶμαι αὐχμηρός, ξηρός, ῥυπαρός, ἄλουτος, Λατ. squaleo, αὐχμεῖς τε κακῶς καὶ ἀεικέα ἕσσαι Ὀδ. Ω. 250· οὕτως, αὐχμεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 442. 9, Πλάτ. Πολ. 606D· αὐχμεῖ Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 10, 7: ― ὁ ἕτερος τύπος αὐχμάω ἀπαντᾷ ἐν τῇ μετοχῇ αὐχμῶσαι Ἱππ. 37. 21· αὐχμώσης Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 9· αὐχμῶντες Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8. 10· αὐχμῶντα Λουκ. Βίων Πρᾶσις 7· αὐχμῶσαν Πλούτ. 2. 187D, Λουκ., κτλ.· Ἐπ. αὐχμώοντα Νόνν. Δ. 26. 108, κτλ.· ― ὁ Φρύν. ἐν τοῖς Α. Β. 7. 26 παρατηρεῖ ὅτι πλὴν τῆς μετοχῆς πανταχοῦ ἄλλοθι μετεχειρίζοντο μόνον τὸ αὐχμέω· τὸ δὲ αὐχμᾷς μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Φρυν. τοῦ κωμ. (Ἄδηλ. 18) εἶναι ἀμφίβ., ἴδε Meineke: ἕτεροι σχηματισμοὶ δύνανται νὰ ἀνήκωσιν εἰς ἀμφοτέρας τὰς συζυγίας, αὐχμῶν Ἀριστοφ. Πλ. 84, Ἀναξανδρ. ἐν «’Οδυσσεῖ» 2. 6· αὐχμήσῃ Πλάτ. Φαῖδρ. 251D, κτλ.

English (Autenrieth)

(αὐχμός): be dry, unanointed, squalid, Od. 24.250†.

Greek Monotonic

αὐχμέω: μέλ. -ήσω (αὐχμός), είμαι βρώμικος ή άπλυτος, Λατ. squaelo, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

αὐχμός
to be squalid or unwashed, Lat. squaleo, Od., Ar., Plat.