ἄψ: Difference between revisions
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄψ''': (ἀπὸ) τοπικὸν ἐπίρρ., [[ὀπίσω]], πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] ῥημάτων κινήσεως σημαντικῶν, [[πολλάκις]] πρὸ τῶν προθέσεων ἐς, ἀπὸ, ἐκ, ὡς, ἄψ ἐς Ὄλυμπον ἵκεσθον Ἰλ. Θ. 456, πρβλ. Κ. 211, κτλ.· ὡαύτως [[μετὰ]] μεταβ. ῥήμ. ἄψ ἐς κουλεὸν ὦσε Α. 220., πρβλ. Ο. 418· ἄψ ἐπὶ νῆας ἔεργε Π. 395· ἄψ ἵππους στρέψαι Ν. 396, πρβλ. Σ. 224. 2) ἐπὶ πράξεων [[πάλιν]], ἄψ διδόναι Ἰλ. Χ. 277· ἄψ ἀφελέσθαι Π. 54· ἄψ ἀπολύειν Ζ. 427· ἄψ [[ἀρέσαι]] Ι. 120· ἄψ τέτατο [[ὑσμίνη]] Ρ. 543· ἄψ ἐπιμισγομένων Ε. 105· ἄψ λαμβάνειν = ἀναλαμβάνειν, Θεόκρ. 25. 65:- πλεοναστικ., ἄψ [[αὖτις]], καὶ [[πάλιν]], Ἰλ. Θ. 335., Ο. 364· ἄψ [[πάλιν]] Σ. 280. | |lstext='''ἄψ''': (ἀπὸ) τοπικὸν ἐπίρρ., [[ὀπίσω]], πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] ῥημάτων κινήσεως σημαντικῶν, [[πολλάκις]] πρὸ τῶν προθέσεων ἐς, ἀπὸ, ἐκ, ὡς, ἄψ ἐς Ὄλυμπον ἵκεσθον Ἰλ. Θ. 456, πρβλ. Κ. 211, κτλ.· ὡαύτως [[μετὰ]] μεταβ. ῥήμ. ἄψ ἐς κουλεὸν ὦσε Α. 220., πρβλ. Ο. 418· ἄψ ἐπὶ νῆας ἔεργε Π. 395· ἄψ ἵππους στρέψαι Ν. 396, πρβλ. Σ. 224. 2) ἐπὶ πράξεων [[πάλιν]], ἄψ διδόναι Ἰλ. Χ. 277· ἄψ ἀφελέσθαι Π. 54· ἄψ ἀπολύειν Ζ. 427· ἄψ [[ἀρέσαι]] Ι. 120· ἄψ τέτατο [[ὑσμίνη]] Ρ. 543· ἄψ ἐπιμισγομένων Ε. 105· ἄψ λαμβάνειν = ἀναλαμβάνειν, Θεόκρ. 25. 65:- πλεοναστικ., ἄψ [[αὖτις]], καὶ [[πάλιν]], Ἰλ. Θ. 335., Ο. 364· ἄψ [[πάλιν]] Σ. 280. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en arrière : ἂψ κλινθῆναι IL se pencher en arrière ; ἂψ ὁρᾶν IL regarder en arrière;<br /><b>2</b> pour marquer une action inverse d’une action antérieure : ἂψ διδόναι IL redonner, rendre ; ἂψ ἀπολύειν IL renvoyer libre;<br /><b>3</b> de nouveau : ἂψ [[πάλιν]] IL, ἂψ [[αὖτις]] IL de nouveau.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv. of Place, (ἀπό, Lat.
A abs) backwards, back again, freq. in Hom., mostly with Verbs of motion, freq. before ἐς, ἀπό, ἐκ, ἂ. ἐς Ὄλυμπον ἵκεσθον Il.8.456, cf. 10.211, etc.; with trans. Verbs, ἂ. ἐς κουλεὸν ὦσε 1.220, cf. 15.418; ἂ. ἐπὶ νῆας ἔεργε 16.395; ἂ. ἵππους στρέψαι 13.396, cf. 18.224. 2 of actions, again, in return, ἂ. διδόναι Il.22.277; ἂ. ἀφελέσθαι 16.54; ἂ. ἀπολύειν 6.427; ἂ. ἀρέσαι 9.120; ἂ. τέτατο ὑσμίνη 17.543; ἂ. ἐπιμισγομένων 5.505; [ἂψ ἀπαγγ] εῖλαι prob. in Epich.99; ἂ. λαμβάνειν, = ἀναλαμβάνειν, Theoc.25.65: pleon., ἂ. αὖτις yet again, Il.8.335, 15.364; ἂ. πάλιν 18.280.
German (Pape)
[Seite 420] (ἀπό), adv., 1) vom Orte weg, zurück, bes. bei Verbis der Bewegung, ἂψ ἐπὶ νῆας ἴμεν Il. 18, 14; ἀναχωρῆσαι, ἀπονοστεῖν u. ä.; ἂψ ὁρόων, wegsehend, 3, 325; ἀπὸ τείχεος ἆλτο 12, 390; ἂψ ἐκ χειρῶν ἕλετο 16, 58; ἂψ διδόναι, zurückgeben, Il. 22, 277; verstärkt ἂψ πάλιν εἶσι 18, 280; ἂψ δ' αὖτις 8, 335. – 2) von der Zeit, wiederum, Il. 5, 505; ἂψ λαμβάνειν, = ἀναλαμβάνω, Theocr. 25, 65. Bei Nic. Al. 540 wird es fälschlich = αἶψα erklärt.
Greek (Liddell-Scott)
ἄψ: (ἀπὸ) τοπικὸν ἐπίρρ., ὀπίσω, πρὸς τὰ ὀπίσω, συχν. παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον μετὰ ῥημάτων κινήσεως σημαντικῶν, πολλάκις πρὸ τῶν προθέσεων ἐς, ἀπὸ, ἐκ, ὡς, ἄψ ἐς Ὄλυμπον ἵκεσθον Ἰλ. Θ. 456, πρβλ. Κ. 211, κτλ.· ὡαύτως μετὰ μεταβ. ῥήμ. ἄψ ἐς κουλεὸν ὦσε Α. 220., πρβλ. Ο. 418· ἄψ ἐπὶ νῆας ἔεργε Π. 395· ἄψ ἵππους στρέψαι Ν. 396, πρβλ. Σ. 224. 2) ἐπὶ πράξεων πάλιν, ἄψ διδόναι Ἰλ. Χ. 277· ἄψ ἀφελέσθαι Π. 54· ἄψ ἀπολύειν Ζ. 427· ἄψ ἀρέσαι Ι. 120· ἄψ τέτατο ὑσμίνη Ρ. 543· ἄψ ἐπιμισγομένων Ε. 105· ἄψ λαμβάνειν = ἀναλαμβάνειν, Θεόκρ. 25. 65:- πλεοναστικ., ἄψ αὖτις, καὶ πάλιν, Ἰλ. Θ. 335., Ο. 364· ἄψ πάλιν Σ. 280.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en arrière : ἂψ κλινθῆναι IL se pencher en arrière ; ἂψ ὁρᾶν IL regarder en arrière;
2 pour marquer une action inverse d’une action antérieure : ἂψ διδόναι IL redonner, rendre ; ἂψ ἀπολύειν IL renvoyer libre;
3 de nouveau : ἂψ πάλιν IL, ἂψ αὖτις IL de nouveau.
Étymologie: ἀπό.