ἄψ
Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
English (LSJ)
A Adv. of place, (ἀπό, Lat. abs) backwards, back again, freq. in Hom., mostly with Verbs of motion, freq. before ἐς, ἀπό, ἐκ, ἂψ ἐς Ὄλυμπον ἵκεσθον Il.8.456, cf. 10.211, etc.; with trans. Verbs, ἂψ ἐς κουλεὸν ὦσε 1.220, cf. 15.418; ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε 16.395; ἂψ ἵππους στρέψαι 13.396, cf. 18.224.
2 of actions, again, in return, ἂψ διδόναι Il.22.277; ἂψ ἀφελέσθαι 16.54; ἂψ ἀπολύειν 6.427; ἂψ ἀρέσαι 9.120; ἂψ τέτατο ὑσμίνη 17.543; ἂψ ἐπιμισγομένων 5.505; ἂψ ἀπαγγεῖλαι prob. in Epich.99; ἂψ λαμβάνειν = ἀναλαμβάνειν, Theoc.25.65: pleon., ἂψ αὖτις = yet again, Il.8.335, 15.364; ἂψ πάλιν 18.280.
Spanish (DGE)
adv.
1 hacia atrás ὁρόων Il.3.325
•esp. c. verb. de mov. al lugar de origen, de regreso ἂψ ἀπονοστήσειν Il.1.60, ἂψ ἵππους στρέψαι Il.13.396, cf. 18.224, ἂψ ἀναχάσσασθαι Hes.Sc.336, cf. Q.S.4.252, 14.621, ὃν γόνον ἂψ ἀνέηκε Hes.Th.495, ἄστερες ... ἂψ ἀπυκρύπτοισι φάεννον εἶδος Sapph.34.2
•reforzando a prep. ἂψ ἐς Ὄλυμπον ἵκεσθον Il.8.456, cf. 1.220, 10.211, 15.418, Hes.Th.652, ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε Il.16.395, ἂψ ἐπὶ Θεσσαλίην πόδας ἔτρεπε Call.Del.103.
2 de nuevo, a su vez, otra vez esp. c. verb. de acción ἂψ διδόναι Il.22.277, ἂψ ἀφελέσθαι Il.16.54, ἂψ ἀπολύειν Il.6.427, cf. 9.120, 17.543, 23.349, Od.5.352, 9.314, 10.395, ἄψ ... ἐλάμβανε Theoc.25.65
•c. αὖτις, πάλιν reforzando ἂψ δ' αὖτις ... Ὀλύμπιος ... ὦρσεν Il.8.335, cf. 15.364, ἂψ πάλιν εἶσ' ἐπὶ νῆας Il.18.280, ἂψ δ' αὖτις κατ' ἄρ' ἕζετ' ἐπὶ θρόνου Od.18.157, πάλιν ἂψ ἀφέλοντο Man.6.259.
• Etimología: Forma igual al lat. abs.
German (Pape)
[Seite 420] (ἀπό), adv., 1) vom Orte weg, zurück, bes. bei Verbis der Bewegung, ἂψ ἐπὶ νῆας ἴμεν Il. 18, 14; ἀναχωρῆσαι, ἀπονοστεῖν u. ä.; ἂψ ὁρόων, wegsehend, 3, 325; ἀπὸ τείχεος ἆλτο 12, 390; ἂψ ἐκ χειρῶν ἕλετο 16, 58; ἂψ διδόναι, zurückgeben, Il. 22, 277; verstärkt ἂψ πάλιν εἶσι 18, 280; ἂψ δ' αὖτις 8, 335. – 2) von der Zeit, wiederum, Il. 5, 505; ἂψ λαμβάνειν, = ἀναλαμβάνω, Theocr. 25, 65. Bei Nic. Al. 540 wird es fälschlich = αἶψα erklärt.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en arrière : ἂψ κλινθῆναι IL se pencher en arrière ; ἂψ ὁρᾶν IL regarder en arrière;
2 pour marquer une action inverse d'une action antérieure : ἂψ διδόναι IL redonner, rendre ; ἂψ ἀπολύειν IL renvoyer libre;
3 de nouveau : ἂψ πάλιν IL, ἂψ αὖτις IL de nouveau.
Étymologie: ἀπό.
Russian (Dvoretsky)
ἄψ: adv.
1 назад, обратно (ἰέναι, ὁρᾶν, κλινθῆναι, διδόναι Hom.; λαμβάνειν μῦθον Theocr.);
2 вновь, опять (ἀρέσαι, μένος ὀρνύμεναι ἔν τινι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄψ: (ἀπὸ) τοπικὸν ἐπίρρ., ὀπίσω, πρὸς τὰ ὀπίσω, συχν. παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον μετὰ ῥημάτων κινήσεως σημαντικῶν, πολλάκις πρὸ τῶν προθέσεων ἐς, ἀπὸ, ἐκ, ὡς, ἄψ ἐς Ὄλυμπον ἵκεσθον Ἰλ. Θ. 456, πρβλ. Κ. 211, κτλ.· ὡαύτως μετὰ μεταβ. ῥήμ. ἄψ ἐς κουλεὸν ὦσε Α. 220., πρβλ. Ο. 418· ἄψ ἐπὶ νῆας ἔεργε Π. 395· ἄψ ἵππους στρέψαι Ν. 396, πρβλ. Σ. 224. 2) ἐπὶ πράξεων πάλιν, ἄψ διδόναι Ἰλ. Χ. 277· ἄψ ἀφελέσθαι Π. 54· ἄψ ἀπολύειν Ζ. 427· ἄψ ἀρέσαι Ι. 120· ἄψ τέτατο ὑσμίνη Ρ. 543· ἄψ ἐπιμισγομένων Ε. 105· ἄψ λαμβάνειν = ἀναλαμβάνειν, Θεόκρ. 25. 65:- πλεοναστικ., ἄψ αὖτις, καὶ πάλιν, Ἰλ. Θ. 335., Ο. 364· ἄψ πάλιν Σ. 280.
English (Autenrieth)
back, backward, back again, again; freq. with verbs of motion, ἂψ ἰέναι, ἀπιέναι, ἀπονοστεῖν, στρέφειν, etc.; so ἂψ διδόναι, ἀφελέσθαι, ἂψ ἀρέσαι, Il. 9.120; ἂψ πάλιν, ἂψ αὖθις, Σ 2, Il. 8.335.
Greek Monotonic
ἄψ: (ἀπό), επίρρ.,
1. λέγεται για τόπο, προς τα πίσω, πίσω πάλι, σε Όμηρ.
2. λέγεται για πράξεις, πάλι, με επανάληψη, στον ίδ.· ομοίως, ἄψ αὖτις, ἄψ πάλιν, και πάλι, ακόμα πάλι, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: back, backwards, again (Il.).
Derivatives: ἄψερον = ὕστερον, πάλιν (Alk., H., Zonar.), after ὕστερον.
Origin: IE [Indo-European] [53] *h₂eb ? from, away
Etymology: Identical with Lat. abs away, back. For the -ς cf. ἐξ and Schwyzer 620. The relation to ἄπο etc. is unclear.
Middle Liddell
[ἀπό]
1. of place, backwards, back, back again, Hom.
2. of actions, again, in return, Hom.; so, ἂψ αὖτις, ἂψ πάλιν, yet again, Il.
Frisk Etymology German
ἄψ: {áps}
Grammar: Adv.
Meaning: zurück, rückwärts, wieder (ep. seit Il.).
Derivative: Davon ἄψερον = ὕστερον, πάλιν (Alk., H., Zonar.), nach ὕστερον erweitert.
Etymology: Mit lat. abs fort, zurück identisch. Verhältnis zu ἀπό unklar. Zum auslautenden -ς vgl. ἐξ und die übrigen bei Schwyzer 620 angeführten Adverbia auf -ς (-ξ, -ψ).
Page 1,204